
Η ρύπανση από μικροπλαστικά συγκαταλέγεται μεταξύ των 10 κινδύνων με τις σοβαρότερες επιπτώσεις που αναμένεται να προκύψουν κατά την επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με την Έκθεση Παγκόσμιων Κινδύνων 2025 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Τα πλαστικά είναι ένας από τους κύριους ρυπαντές, με 19 εκατομμύρια τόνους να διαρρέουν κάθε χρόνο σε εδάφη, ποτάμια και ακτές. Μεγάλο μέρος τους είναι τα μικροπλαστικά, με τις εκτιμήσεις να αναφέρουν ότι αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 90% του συνόλου των πλαστικών στην επιφάνεια των ωκεανών.
Μικροπλαστικά χαρακτηρίζονται τα κομμάτια πλαστικού με πλάτος μικρότερο των 5 χιλιοστών, είτε κατασκευάζονται εξ αρχής σε αυτό το μέγεθος, όπως για παράδειγμα τα μικροσφαιρίδια που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά, είτε προκύπτουν από την υποβάθμιση μεγαλύτερων πλαστικών αντικειμένων.
Πέρα από τον αντίκτυπό τους στους ωκεανούς και σε άλλα υδάτινα σώματα, τα μικροπλαστικά επηρεάζουν μεγάλες εκτάσεις του φυσικού κόσμου, ακόμη και την ανθρώπινη υγεία – και μόλις τώρα αρχίζουμε να τα κατανοούμε.
- Τα μικροπλαστικά μειώνουν τη φωτοσύνθεση στα φυτά
Η φωτοσύνθεση είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση των φυτών. Ωστόσο, νέα μελέτη διαπιστώνει ότι η έκθεση σε μικροπλαστικά μειώνει κατά μέσο όρο έως και 12% την ικανότητα των φυτών και των φυκιών να φωτοσυνθέτουν. Για τις χερσαίες καλλιέργειες, ο αντίκτυπος μπορεί να φτάσει έως και 18%. Η μελέτη προβλέπει ότι αυτή η επιβράδυνση θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλειες απόδοσης 13,5% για καλλιέργειες όπως το καλαμπόκι και το ρύζι και 7% στην παραγωγή θαλασσινών τα επόμενα 25 χρόνια. Μία τέτοια εξέλιξη αποτελεί απειλή για την επισιτιστική ασφάλεια και μπορεί να επηρεάσει βαθιά την παγκόσμια οικονομία, αναφέρει το Scientific American.
Επίσης, καθώς μειώνεται η ικανότητα των φυτών να φωτοσυνθέτουν, μειώνεται και η ικανότητά τους να αντλούν διοξείδιο του άνθρακα από τον αέρα και να το αποθηκεύουν. Αυτό σημαίνει ότι οι δεξαμενές διοξειδίου του άνθρακα, όπως τα δάση και τα στρώματα φυκιών, θα απορροφούν λιγότερο όγκο, καθιστώντας δυσκολότερη την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
- Μικροπλαστικά στο πιάτο μας
Τα μικροπλαστικά που περιέχονται στο νερό απορροφόνται από φυτά και καταναλώνονται από ζώα, δηλαδή από το πλαγκτόν και τα ψάρια έως τα ζώα της ξηράς και τον άνθρωπο. Μικροπλαστικά έχουν ανιχνευθεί σε μεγάλο αριθμό τροφίμων και ποτών, από ψάρια και οστρακοειδή μέχρι φρούτα, λαχανικά και μπύρα.
Έρευνα του Πανεπιστημίου Cornell, που διεξήχθη σε περισσότερες από 100 χώρες μεταξύ 1990 και 2018, έδειξε ότι η κατανάλωση είχε αυξηθεί περισσότερο από έξι φορές στην Ασία, την Αφρική και την Αμερική. Το 60% των μικροπλαστικών που καταναλώνουμε προέρχεται από υδάτινες πηγές, ιδίως από τα θαλασσινά, καθώς και από τον αέρα με την αναπνοή. Η Νότια και Νοτιοανατολική Ασία βρέθηκαν να έχουν τα υψηλότερα ποσοστά εισπνοής και κατανάλωσης.
- Τα μικροπλαστικά επηρεάζουν την ικανότητα του οργανισμού μας να καταπολεμά τις λοιμώξεις
Τα μικροπλαστικά έχουν συσχετιστεί με αύξηση του κινδύνου καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού επεισοδίου, καθώς και με επηρεασμό της αναπαραγωγής και της ανάπτυξης σε ορισμένα είδη. Έχουν βρεθεί στα πάντα, από τους ανθρώπινους εγκεφάλους μέχρι τον πλακούντα των νεογέννητων μωρών.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βοστώνης διαπίστωσαν επίσης ότι τα βακτήρια που εκτίθενται σε μικροπλαστικά μπορούν να γίνουν ανθεκτικά στα αντιβιοτικά, ενισχύοντας την αυξανόμενη απειλή της μικροβιακής αντοχής (AMR).
Πειράματα με το κοινό βακτήριο E. coli έδειξαν ότι τα βακτήρια μπορούν να προσκολληθούν στα μικροπλαστικά, σχηματίζοντας ένα βιοφίλμ που λειτουργεί σαν φράγμα το οποίο δεν μπορούν να διαπεράσουν τα αντιβιοτικά. Ενώ τα βακτήρια μπορούν να προσκολληθούν σε άλλες επιφάνειες, τα βιοφίλμ που σχηματίζονται στα μικροπλαστικά είναι πολύ πιο παχιά και ισχυρότερα.
- Τα μικροπλαστικά μπορεί να διαταράξουν τη λειτουργία του εγκεφάλου
Πρόσφατη μελέτη δείχνει επίσης ότι τα μικροπλαστικά μπορούν να μετακινηθούν στον εγκέφαλο, όπου δέχονται επίθεση και απορροφώνται από τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, μπλοκάροντας τα αιμοφόρα αγγεία. Σε πειράματα με ποντίκια, μια ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Πεκίνου διαπίστωσε ότι τα ζώα που εξέτασαν παρουσίασαν μειωμένη κινητική λειτουργία καθώς τα μικροπλαστικά μετακινούνταν μέσω των αιμοφόρων αγγείων του εγκεφάλου.
Αντίστοιχα, μελέτη σε θαλασσοπούλια διαπίστωσε ενδείξεις νευροεκφυλισμού σε νεοσσούς με υψηλά επίπεδα προσλαμβανόμενου πλαστικού, με το οποίο είχαν τραφεί από τους γονείς τους. Οι επιστήμονες που διεξήγαγαν τη μελέτη υπέθεσαν ότι ο αντίκτυπος θα μπορούσε να είναι παρόμοιος με τη νόσο Αλτσχάιμερ στους ανθρώπους. Επιπλέον, διαπίστωσαν ότι τα μικροπλαστικά είχαν διαταράξει τις λειτουργίες του στομάχου, του ήπατος και των νεφρών των νεοσσών.
Τα ευρήματα αυτά έρχονται να προστεθούν στα αυξανόμενα στοιχεία για τον αντίκτυπο που θα μπορούσαν να έχουν τα μικροπλαστικά στον εγκέφαλο.
Θλιβερά τα ποσοστά ανακύκλωσης πλαστικών
Την ώρα όμως που τα μικροπλαστικά διεισδύουν και εξελίσσονται στον επόμενο μεγάλο κίνδυνο, τα παγκόσμια ποσοστά ανακύκλωσης πλαστικών δεν καταφέρνουν να φτάσουν ούτε το 10%, σύμφωνα με μια νέα μελέτη που επικαλείται το Euronews.
Η παραγωγή πλαστικού έχει εν τω μεταξύ εκτοξευθεί, δημιουργώντας μια «πιεστική παγκόσμια περιβαλλοντική πρόκληση», σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου Tsinghua στην Κίνα.
Η συντριπτική πλειονότητα των πλαστικών κατασκευάζεται από παρθένα ρητίνη χρησιμοποιώντας πρώτες ύλες που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα, γεγονός που «θέτει σε κίνδυνο τις παγκόσμιες προσπάθειες για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής».
Τα ευρήματά τους, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Communications Earth & Environment, προστίθενται σε ένα σχετικά μικρό αλλά αυξανόμενο σώμα ερευνών σχετικά με τις πηγές ρύπανσης από πλαστικά σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού.
Πόσο από το πλαστικό στον κόσμο ανακυκλώνεται
Για να δημιουργήσουν μια πρώτη στο είδος της ανάλυση του παγκόσμιου τομέα πλαστικών, οι ερευνητές βασίστηκαν σε εθνικές στατιστικές, εκθέσεις του κλάδου και διεθνείς βάσεις δεδομένων από το 2022.
Διαπίστωσαν ότι μόλις το 9% των 437 εκατομμυρίων τόνων νέου πλαστικού που παρήχθησαν εκείνο το έτος προέρχονταν από ανακυκλωμένα υλικά.
Οι ΗΠΑ – ο μεγαλύτερος κατά κεφαλήν καταναλωτής πλαστικού – έχουν ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανακύκλωσης παγκοσμίως, μόλις 5% επαναχρησιμοποίηση, σημειώνουν. Η κατάσταση επιδεινώθηκε αφού η Κίνα επέβαλε απαγόρευση στις εισαγωγές πλαστικών αποβλήτων το 2018.
Στροφή από την υγειονομική ταφή στην αποτέφρωση
Παρόλο που το ποσοστό ανακύκλωσης παραμένει πεισματικά στο 9%, υπήρξε μια «σημαντική μετατόπιση» στη διάθεση των αποβλήτων από την υγειονομική ταφή στην αποτέφρωση.
Οι χώροι υγειονομικής ταφής εξακολουθούν να αποτελούν τον κύριο προορισμό για τα πλαστικά απορρίμματα, σε ποσοστό 40%, αλλά το ποσοστό αυτό μειώνεται τα τελευταία χρόνια, ενώ η αποτέφρωση έχει αυξηθεί στο 34%.
Η Ιαπωνία, η Κίνα και η ΕΕ έχουν από τα υψηλότερα ποσοστά αποτέφρωσης πλαστικών απορριμμάτων, με ποσοστά 70, 60 και 38% αντίστοιχα. Στην περίπτωση της Ευρώπης, αυτό αποδίδεται στην εστίαση της ηπείρου στην ανάκτηση ενέργειας και στις πρωτοβουλίες για τη μετατροπή των αποβλήτων σε ενέργεια.
Η καύση των πλαστικών ενέχει όμως και αυτή τους δικούς της κινδύνους, καθώς απελευθερώνει επιβλαβείς ρύπους που απαιτούν προηγμένες τεχνολογίες και αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο, προειδοποιούν οι ερευνητές.
Γιατί ανακυκλώνεται τόσο λίγο πλαστικό
Ενώ οι καταναλωτές διαχωρίζουν τα απορρίμματά τους με τις καλύτερες προθέσεις, μόνο 38 από τους 75 εκατομμύρια τόνους πλαστικού που διαχωρίζονται και συλλέγονται κάθε χρόνο καταλήγουν στην ανακύκλωση.
Η μελέτη εξηγεί ότι ένας αριθμός παραγόντων καθυστερεί την ανακύκλωση πλαστικού. Πρώτον, η τεράστια ποικιλία πλαστικών υλικών καθιστά δύσκολη την επεξεργασία τους. Τα τρόφιμα που έχουν επικαθίσει στο πλαστικό, οι ετικέτες και άλλα είδη μόλυνσης δυσχεραίνουν περαιτέρω τη διαδικασία στις εγκαταστάσεις ανακύκλωσης.
Από οικονομικής άποψης, το καινούριο πλαστικό μπορεί συχνά να είναι φθηνότερο από το ανακυκλωμένο πλαστικό, κυρίως λόγω των κυμαινόμενων τιμών του πετρελαίου. Αυτό αποθαρρύνει τις επενδύσεις σε υποδομές και τεχνολογία ανακύκλωσης, διατηρώντας τα ποσοστά ανακύκλωσης σε χαμηλά επίπεδα.
Θα πρέπει να γίνουν περισσότερα και στο στάδιο του σχεδιασμού, λένε οι ερευνητές, για να διασφαλιστεί ότι τα προϊόντα μπορούν να ανακυκλωθούν αποτελεσματικά.
Μπορεί μια διεθνής συνθήκη να ανακόψει τη ροή του πλαστικού
Το πλαστικό έχει ενσωματωθεί σε όλα τα μέρη της ζωής μας, αλλά ρίχνει βαριά περιβαλλοντική σκιά. Περίπου το 98% των νέων πλαστικών που παρήχθησαν σε όλο τον κόσμο το 2022 παράγεται από πρώτες ύλες που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα, διαπιστώνει η νέα μελέτη, συμπεριλαμβανομένου του 44% που προέρχεται από άνθρακα, του 40% από πετρέλαιο και του 8% από ορυκτό αέριο.
Για να αντιμετωπιστεί αυτή η σημαντική πηγή εκπομπών και να καθαριστεί η ρύπανση του περιβάλλοντος από τα πλαστικά, ο κόσμος επεξεργάζεται μια νομικά δεσμευτική συνθήκη για τα πλαστικά.
Οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν τον Δεκέμβριο, αλλά πρόκειται να επαναληφθούν τον Αύγουστο στη Γενεύη. Οι ερευνητές λένε ότι ελπίζουν πως η επισκόπηση του κύκλου ζωής του πλαστικού θα βοηθήσει στην ενημέρωση για ένα επιτυχές αποτέλεσμα.
Η Delphine Lévi Alvarès, υπεύθυνη παγκόσμιας εκστρατείας για τα πετροχημικά στο Κέντρο Διεθνούς Περιβαλλοντικού Δικαίου, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη σχολίασε ότι «τα πλαστικά είναι ουσιαστικά ορυκτά καύσιμα σε άλλη μορφή και χρησιμεύουν ως κρίσιμη σανίδα σωτηρίας για τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων. Το πρώτο και σημαντικότερο βήμα για την αντιμετώπιση τόσο της ρύπανσης από τα πλαστικά όσο και της κλιματικής κρίσης είναι η μείωση της παραγωγής νέων πλαστικών».
Τι μπορούμε να κάνουμε για τη ρύπανση από μικροπλαστικά
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Cornell που μελέτησαν τη διείσδυση των μικροπλαστικών στην τροφική αλυσίδα ανέφεραν ότι η απομάκρυνση του 99% των υδάτινων πλαστικών απορριμμάτων από τους ωκεανούς και τις υδάτινες μάζες μπορεί να μειώσει την έκθεση του ανθρώπου περισσότερο από το μισό.
Ωστόσο, παράλληλα με την αποτελεσματικότερη απομάκρυνση του υπάρχοντος πλαστικού, πρέπει να μειωθεί η χρήση νέων πλαστικών και μικροπλαστικών. Με πολλές χώρες να έχουν δεσμευτεί να μειώσουν τη ρύπανση από πλαστικά, η Παγκόσμια Σύμπραξη Δράσης για τα Πλαστικά (GPAP) του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στοχεύει να μετατρέψει αυτές τις δεσμεύσεις σε συγκεκριμένες δράσεις.