Με σημαντικές ομιλίες και παρουσιάσεις επιπέδου που εμβαθύνουν στη θεματική, συνεχίστηκαν για τρίτη ημέρα οι εργασίες του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου TMM_CH (Transdisciplinary Multispectral Modelling and Cooperation for the Preservation of Cultural Heritage) για την Αντιμετώπιση Παγκόσμιων Προκλήσεων, που διοργανώνει 7-9 Απριλίου στο Ίδρυμα Ευγενίδου, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, σε συνεργασία με το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, υπό την αιγίδα του υπουργείου Ανάπτυξης σε συνεργασία με το υπουργείο Εξωτερικών.

Στο συνέδριο προεδρεύει και συντονίζει η Αντωνία Μοροπούλου, ομότιμη καθηγήτρια στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο – επικεφαλής της Διεπιστημονικής Ομάδας και επικεφαλής επιστημονική υπεύθυνη της αποκατάστασης του Ιερού Κουβουκλίου του Παναγίου Τάφου, αντιπρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Όπως προκύπτει από τις τοποθετήσεις των συνέδρων, η μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματός μας δεν είναι αρκετή για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και πρέπει να μεταβούμε σε μία ενεργητική στρατηγική, φιλική στο περιβάλλον, σε σύνδεση με την κοινωνία και όχι χωρίς αυτή. Ειδικά για την προστασία των μνημείων και της πολιτιστικής κληρονομιάς, η κατεύθυνση της ανάπτυξης τόσο μέσα από τον τουρισμό όσο και γενικότερα, πρέπει να γίνεται σε μία φιλοπεριβαλλοντική κατεύθυνση, όπου κυρίαρχο λόγο θα έχουν πλέον τα σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία. Για τη γεφύρωση όλων αυτών των επιστημονικών και πολιτικών πεδίων, από τις εργασίες του συνεδρίου προκύπτει η ανάγκη και θέληση των εμπλεκομένων να προχωρήσουν σε ένα ανοιχτό, υπερ-διεπιστημονικό εργαστήριο για τη βιώσιμη ανάπτυξη σε σύνδεση με την κοινωνία για την μεγαλύτερη δυνατή διαθεσιμότητα δεδομένων, μεθοδολογιών και επιστημονικών επιτευγμάτων.

Η «πράσινη και γαλάζια συμφωνία για τον τουρισμό μέσω της βιώσιμης αναβίωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς και των περιβαλλοντικών αγαθών» βρέθηκε στο επίκεντρο του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου TMM-CH (πάνελ 16), όπου κοινός τόπος των υψηλών συμμετεχόντων ήταν ότι η κατεύθυνση αυτή, όπως περιγράφεται στη θεματική, μπορεί να αποτελέσει κινητήριο δύναμη για τη βιώσιμη ανάπτυξη στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής.

Σε αυτό το πλαίσιο η συντονίστρια του πάνελ, η ομότιμη καθηγήτρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου της Σχολής Χημικών Μηχανικών Αντωνία Μοροπούλου, πρότεινε ένα ανοιχτό εργαστήριο, υπερ- διεπιστημονικό για τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Χαιρετίζοντας το πάνελ ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Νίκος Παπαθανάσης, αφού αναγνώρισε ότι ο τουρισμός και η πολιτιστική κληρονομιά είναι θεμελιώδεις πυλώνες της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής συνοχής και της βιώσιμης προόδου, υπογράμμισε ότι η διαχείριση θα πρέπει να γίνεται με έναν σύγχρονο και καινοτόμο τρόπο. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη η ανάγκη για προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, ενίσχυση της τοπικής επιχειρηματικότητας και της μετάβασης σε ένα πράσινο και βιώσιμο οικονομικό μοντέλο.

Αναφερόμενος στις πρωτοβουλίες που έχει προχωρήσει το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, σημείωσε ότι «εργαζόμαστε με επιμονή για τη δημιουργία ενός φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος που ενθαρρύνει τη βιώσιμη αξιοποίηση των πολιτιστικών και περιβαλλοντικών πόρων».

Υπογράμμισε την ανάγκη για στρατηγικές επενδύσεις, καινοτομία και κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία και πρόσθεσε ότι «η Ελλάδα μοχλεύει σημαντικά κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ 2021-2027 που προωθεί τις πράσινες και βιώσιμες υποδομές στον τουρισμό, ενισχύει την νέα επιχειρηματικότητα και προστατεύει την πολιτιστική μας κληρονομιά».

Κλείνοντας εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι από το συνέδριο θα προκύψουν προτάσεις που θα συνεισφέρουν σημαντικά στη διαμόρφωση της στρατηγικής προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ενισχύοντας παράλληλα την οικονομία και βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής για όλους τους Έλληνες.

Η κ. Μοροπούλου επισήμανε ότι η μείωση του αποτυπώματός μας δεν είναι αρκετή για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και πρέπει να μεταβούμε σε μία ενεργητική στρατηγική, φιλική στο περιβάλλον. Συνέδεσε δε, την προστασία των μνημείων με την ανάπτυξη σε μία φιλοπεριβαλλοντική κατεύθυνση.

Κατά την ίδια, οι προκλήσεις του υπερτουρισμού και της κλιματικής κρίσης πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα, ενώ στις περιοχές με έντονη τουριστική ανάπτυξη το ζητούμενο δεν είναι η ανακοπή του ρεύματος αλλά η επιμήκυνση της περιόδου και ο επαναπροσδιορισμός των δραστηριοτήτων.

Όπως τόνισε, το αναγκαίο είναι η αναδιαμόρφωση του τουριστικού μοντέλου και η ποιοτική κατάταξη των ξενοδοχείων με βάση και τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό τους.

Έθεσε σε πρώτη προτεραιότητα την προστασία του τοπικού περιβάλλοντος με κοινωνική συνοχή ως μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης ανάλογα με την κλίμακα. Μία προσέγγιση που αφορά και τον χωροταξικό σχεδιασμό.

Εστιάζοντας στο πρόγραμμα ΑΕΙ, που σύμφωνα με την ομότιμη καθηγήτρια μπορεί να δείξει τον δρόμο, ανέφερε ότι κύριος στόχος της πρότασης είναι η βιώσιμη ανάπτυξη των λιγότερο ανεπτυγμένων αντιπροσωπευτικών περιοχών, κοντά σε πύλες ή τουριστικά θέρετρα της χώρας, ώστε να προσανατολιστούν οι υπάρχουσες αφίξεις τουριστών προς αξιοθέατα, τουριστικούς πόρους και προϊόντα που θα παραχθούν από την ανάδειξη των πολιτιστικών και περιβαλλοντικών πόρων και την ανάπτυξη και αξιοποίηση τους μέσω εφαρμογών.

Από την εφαρμογή του προγράμματος σε επιλεγμένες περιοχές προέκυψε επίσης σημαντικό οικονομικό αποτέλεσμα, καθώς για κάθε εκατομμύριο που επενδύεται σε τοπικό επίπεδο, παράγονται τουλάχιστον 0,7 εκατομμύρια σε περιφερειακό και 1,3 εκατομμύρια σε εθνικό επίπεδο, δηλαδή η προστιθέμενη αξία είναι διπλάσια. Αντίκτυπος, όμως, υπάρχει και στην εργασία καθώς δημιουργούνται περισσότερες από 20 θέσεις σε περιφερειακό επίπεδο.

Ο γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων του υπουργείου Περιβάλλοντος Πέτρος Βαρελίδης, στην παρέμβασή του σημείωσε ότι η Ελλάδα δεν προάγει πολύ την πολιτιστική της κληρονομιά, έκανε λόγο για ήπιες ανακαινίσεις αρχαίων μνημείων, τονίζοντας ότι «είμαστε πολύ προσεκτικοί» σε αυτό το κομμάτι.

Σημείωσε την ανάγκη να βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στην ανάπτυξη του τουρισμού και την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ πρόσθεσε ότι οι περιοχές Natura στη χώρα αποτελούν το 30% της γης, κάτι που χαρακτήρισε «πολύ» και εκεί η ζήτηση για τουριστική ανάπτυξη είναι υψηλότερη.

«Ο μόνος τρόπος προστασίας της φύσης είναι να τη συγκεράσουμε με τις ευκαιρίες ανάπτυξης για να μεταφέρουμε στην τοπική κοινωνία την άποψη ότι αυτό δημιουργεί προοπτική ευημερίας» είπε ο Πέτρος Βαρελίδης, φέρνοντας ως παράδειγμα το Φαράγγι της Σαμαριάς που αποτελεί και το μοναδικό παράδειγμα στην Ελλάδα για αξιοποίηση μίας περιοχής Natura. Όπως επισήμανε, δέχεται καθημερινά, σε περιόδους αιχμής, 3.000 επισκέπτες, ωστόσο, αυτό γίνεται με αυστηρούς όρους και αυτή η αξιοποίηση έχει συμβάλλει στην ευημερία της περιοχής.

Μένοντας στο ζήτημα, ο κ. Βαρελίδης εκτίμησε ότι έως το τέλος του 2025 θα ολοκληρωθούν οι περιβαλλοντικές μελέτες για όλες τις περιοχές Natura της χώρας, επομένως «θα είναι ξεκάθαρο σε όλους τι χρήσεις επιτρέπονται και αυτό θα είναι χρήσιμο εργαλείο για να γνωρίζει η τουριστική βιομηχανία πώς μπορεί να επενδύσει».

Τέλος, επικαλέστηκε μελέτη που δείχνει την ισχυρή παρουσία χλωρίδας και πανίδας σε αρχαιολογικά σημεία που έχουν μείνει μακριά από την ανθρώπινη επίδραση, γεγονός που, όπως είπε, δείχνει ότι η πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να συμβάλλει σε ένα πλουσιότερο φυσικό περιβάλλον.