Πηγή Εικόνας: απε - μπε

Η αύξηση της θερμοκρασίας κατά 4 βαθμούς Κελσίου θα κάνει τους πολίτες μεσαίου εισοδήματος φτωχότερους κατά 40%, σύμφωνα με νέα μελέτη που παρατηρεί ότι τα οικονομικά μοντέλα έχουν συστηματικά υποτιμήσει τον τρόπο με τον οποίο η παγκόσμια θέρμανση θα επηρεάσει τον πλούτο των ανθρώπων.

Η μελέτη των Αυστραλών επιστημόνων υποδεικνύει ότι το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όλο τον κόσμο θα μειωθεί κατά 16%, ακόμη και αν η αύξηση της θερμοκρασίας διατηρηθεί στους 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Πρόκειται για πολύ μεγαλύτερη μείωση από προηγούμενες εκτιμήσεις, οι οποίες διαπίστωναν ότι οι απώλειες εισοδήματος θα ήταν περίπου 1,4%.

Οι επιστήμονες εκτιμούν τώρα ότι οι παγκόσμιες θερμοκρασίες θα αυξηθούν κατά 2,1 βαθμούς, ακόμη και αν οι χώρες επιτύχουν τους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους κλιματικούς στόχους.

Τα τελευταία χρόνια διατυπώνονται επικρίσεις ότι ένα σύνολο οικονομικών εργαλείων, γνωστών ως ολοκληρωμένα μοντέλα αξιολόγησης (ΟΜΑ), που χρησιμοποιούνται για να καθοδηγήσουν το ύψος των επενδύσεων που πρέπει να κάνουν οι κυβερνήσεις για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, δεν έχουν καταγράψει τους σημαντικότερους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή, ιδίως τα ακραία καιρικά φαινόμενα.

Η νέα μελέτη, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Environmental Research Letters, πήρε ένα από τα πιο δημοφιλή οικονομικά μοντέλα και το ενίσχυσε με προβλέψεις για την κλιματική αλλαγή, ώστε να καταγράψει τις επιπτώσεις των ακραίων καιρικών φαινομένων σε όλες τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.

Ο Δρ Τίμοθι Νιλ, του Ινστιτούτου για τον κλιματικό κίνδυνο και την αντίδραση στο κλίμα του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε σε σχετική ανακοίνωση, σύμφωνα με τον Guardian, ότι η νέα έρευνα εξέτασε τον πιθανό αντίκτυπο της παγκόσμιας θέρμανσης κατά 4C – που θεωρείται από πολλούς ειδικούς σε θέματα κλίματος ως καταστροφική για τον πλανήτη – και διαπίστωσε ότι θα έκανε τον μέσο άνθρωπο 40% φτωχότερο. Σε σύγκριση με περίπου 11% φτωχότερους όταν χρησιμοποιούνται τα μοντέλα χωρίς βελτιώσεις.

Προηγούμενα οικονομικά μοντέλα που «κατά λάθος κατέληγαν στο συμπέρασμα» ότι ακόμη και υψηλά επίπεδα παγκόσμιας θέρμανσης θα είχαν μόνο μέτριες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία είχαν «βαθιές επιπτώσεις στην πολιτική για το κλίμα», σημειώνει ο ίδιος.

Όπως υποστηρίζει, τα οικονομικά μοντέλα είχαν την τάση να λαμβάνουν υπόψη τους μόνο την αλλαγή του καιρού σε τοπικό επίπεδο, αντί να υπολογίζουν πώς ακραίες καιρικές συνθήκες, όπως ξηρασίες ή πλημμύρες, θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.

«Σε ένα θερμότερο μέλλον, μπορούμε να περιμένουμε αλυσιδωτές διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού που θα προκληθούν από ακραία καιρικά φαινόμενα σε όλο τον κόσμο», δήλωσε ο Neal.

Ο καθηγητής Andy Pitman, κλιματολόγος στο UNSW και συν-συγγραφέας της έρευνας, ανέφερε ότι «ο επανασχεδιασμός των οικονομικών μοντέλων ώστε να ληφθούν υπόψη τα ακραία φαινόμενα στο δικό σας μέρος του κόσμου και ο αντίκτυπός τους στις αλυσίδες εφοδιασμού μοιάζει με κάτι πολύ επείγον που πρέπει να γίνει, ώστε οι χώρες να μπορούν να κοστολογήσουν πλήρως τις οικονομικές τους ευπάθειες στην κλιματική αλλαγή και στη συνέχεια να κάνουν το αυτονόητο – να μειώσουν τις εκπομπές».

Ορισμένοι οικονομολόγοι έχουν υποστηρίξει ότι οι παγκόσμιες απώλειες από την παγκόσμια θέρμανση θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν εν μέρει από την αύξηση της θερμοκρασίας που θα μπορούσε να ωφελήσει ορισμένες ψυχρές περιοχές, όπως ο Καναδάς, η Ρωσία και η βόρεια Ευρώπη. Αλλά ο Neal τονίζει ότι η παγκόσμια θέρμανση θα πλήξει τις χώρες παντού, επειδή οι παγκόσμιες οικονομίες συνδέονται μέσω του εμπορίου.

Ο καθηγητής Frank Jotzo, ειδικός σε θέματα κλιματικής πολιτικής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα, δήλωσε ότι η οικονομική μοντελοποίηση του κλίματος με τη χρήση των IAM υποθέτει ότι αν η κλιματική αλλαγή καταστήσει μια δραστηριότητα όπως η γεωργία μη βιώσιμη σε ένα μέρος του κόσμου, η αυξημένη παραγωγή θα προέλθει απλώς από κάπου αλλού.

«Το αποτέλεσμα είναι ότι τα μοντέλα λένε ότι η κλιματική αλλαγή κάνει μικρή διαφορά στη μελλοντική παγκόσμια οικονομία, κάτι που είναι αντίθετο με αυτό που θα έδειχνε η επιστήμη των φυσικών επιπτώσεων και μια λεπτή κατανόηση των αλληλεξαρτήσεων στην οικονομία» υπογραμμίζει.

Έκθεση που παρουσίασε τον Ιανουάριο το Ινστιτούτο και τη Σχολή Αναλογιστών, που εκπροσωπεί το επάγγελμα που στηρίζει τις αποφάσεις διαχείρισης κινδύνων των ασφαλιστών και των συνταξιοδοτικών ταμείων του κόσμου, ανέφερε ότι οι προηγούμενες εκτιμήσεις οικονομικού κινδύνου δεν είχαν λάβει υπόψη τις πραγματικές κλιματικές επιπτώσεις, όπως «σημεία καμπής, ακραία γεγονότα, μετανάστευση, άνοδος της στάθμης της θάλασσας, επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία ή γεωπολιτικός κίνδυνος».

«Τα καλοπροαίρετα αλλά ελαττωματικά αποτελέσματα μπορεί να ενισχύσουν την αφήγηση ότι πρόκειται για αργά εξελισσόμενους κινδύνους με περιορισμένες επιπτώσεις και όχι για σοβαρούς κινδύνους που απαιτούν άμεση δράση», αναφέρεται στην έκθεση.

Ο Mark Lawrence ερευνά τον κλιματικό κίνδυνο ως καθηγητής πρακτικής στο Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας και στο παρελθόν εργάστηκε στη διαχείριση χρηματοοικονομικών κινδύνων με ανώτερους ρόλους σε μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως η Merrill Lynch και ο τραπεζικός όμιλος ANZ. Ο ίδιος δήλωσε ότι τα αποτελέσματα της νέας έρευνας είναι αξιόπιστα.

«Αν μη τι άλλο, πιστεύω ότι οι οικονομικές επιπτώσεις [της κλιματικής αλλαγής] θα μπορούσαν να είναι ακόμη χειρότερες», δήλωσε, σύμφωνα πάντα με τον Guardian.

Συνέπεια της αποσύνδεσης μεταξύ της μοντελοποίησης και των πραγματικών κλιματικών επιπτώσεων, υποστήριξε είναι ότι «τα πιθανά οικονομικά οφέλη από την επείγουσα δράση της πολιτικής για το κλίμα έχουν επίσης υποτιμηθεί σημαντικά».