του Θοδωρή Καραουλάνη

Τα ψηλά κτίρια και η κατακόρυφη ανάπτυξη των πόλεων είναι θέμα που προσελκύει ολοένα και περισσότερη συζήτηση σε πολλές περιοχές του κόσμου, με τις πόλεις να αντιμετωπίζουν συνεχώς αυξανόμενη πληθυσμιακή πίεση και έλλειψη χώρου. Το θέμα ήρθε επιτακτικά στην επικαιρότητα τους τελευταίους μήνες με αφορμή τη δίκη στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τα πολεοδομικά κίνητρα του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού που επέτρεπε μεγαλύτερο ύψος από το προβλεπόμενο στον σχεδιασμό για μικρότερη κάλυψη εδάφους – και άλλα σχετικά πράσινα κίνητρα.

Στην Ελλάδα, το ύψος των κτιρίων είναι αυστηρά περιορισμένο από τη νομοθεσία, με το ανώτατο επιτρεπόμενο ύψος να φτάνει τα 32 μέτρα στην πλειοψηφία των περιοχών. Πολλές περιοχές έχουν καθιερωμένο μικρότερο ανώτατο ύψος, σε συνδυασμό με μικρούς συντελεστές δόμησης, αλλά ο μέγιστος κανόνας είναι τα 32 μέτρα. Αυτός ο περιορισμός έχει να κάνει κυρίως με την προστασία του τοπίου, την αποφυγή συμφόρησης και την αποκατάσταση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής ταυτότητας.

Αντιθέτως, σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, η κατακόρυφη ανάπτυξη είναι πιο κοινή και αναγκαία για την εξυπηρέτηση των σύγχρονων αναγκών. Στο Λονδίνο, για παράδειγμα, επιτρέπονται κτίρια ύψους έως 250 μέτρων, ενώ στη Φρανκφούρτη και το Μιλάνο τα κτίρια μπορεί να φτάσουν και τα 100 μέτρα. Ορισμένες πόλεις, όπως η Στοκχόλμη, παρά τη γενική τους τάση για χαμηλή ανάπτυξη, έχουν υιοθετήσει συγκεκριμένες ζώνες όπου επιτρέπονται ψηλότερα κτίρια για να διευκολυνθεί η αίσθηση της πυκνότητας και της συγκέντρωσης στις αστικές περιοχές, χωρίς να διακυβεύεται η ποιότητα ζωής.

Η κατακόρυφη ανάπτυξη προσφέρει αρκετά πλεονεκτήματα για τις σύγχρονες πόλεις, ειδικά σε πυκνοκατοικημένες περιοχές. Μία από τις κύριες προκλήσεις για τις μεγάλες πόλεις σήμερα είναι η ανάγκη για μεγαλύτερο διαθέσιμο χώρο χωρίς να επηρεάζεται η ποιότητα ζωής των κατοίκων. Τα ψηλά κτίρια προσφέρουν τη δυνατότητα να δημιουργηθούν περισσότερα τετραγωνικά μέτρα χωρίς να καταλαμβάνεται υπερβολική γη, ενώ παράλληλα, μπορούν να ενσωματώσουν τεχνολογίες που προάγουν τη βιωσιμότητα και την ενεργειακή απόδοση. Σε πολλές περιπτώσεις, τα σύγχρονα κτίρια σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μειώνεται η ενεργειακή τους κατανάλωση και να παράγουν ενέργεια μέσω φωτοβολταϊκών πάνελ ή άλλων βιώσιμων τεχνολογιών.

Αυτό ισχύει και για την περίπτωση της Γερμανίας, όπου πολλές πόλεις, όπως το Αμβούργο, ενθαρρύνουν την ανάπτυξη ψηλών κτιρίων, όχι μόνο για να καλύψουν τη ζήτηση για κατοικία και επαγγελματικούς χώρους, αλλά και για να βοηθήσουν στην προστασία των φυσικών πόρων και να συμβάλουν στην αποδοτική χρήση της ενέργειας. Η ανάπτυξη ψηλών κτιρίων έχει γίνει ένα σημαντικό μέρος των αστικών στρατηγικών για την επίτευξη των στόχων αειφορίας.

Ωστόσο, υπάρχουν και προκλήσεις που πρέπει να εξεταστούν όταν πρόκειται για την κατακόρυφη ανάπτυξη. Η αυξημένη πυκνότητα πληθυσμού μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ποιότητα του αέρα, τη διαχείριση των αποβλήτων και τις υποδομές μεταφορών, ενώ η πυκνότητα του πληθυσμού μπορεί να δημιουργήσει την ανάγκη για μεγαλύτερη κοινωνική υποστήριξη και καλύτερη διαχείριση του δημόσιου χώρου. Επιπλέον, ορισμένα προβλήματα προκύπτουν από την ανάγκη διατήρησης ενός ισχυρού αστικού σχεδιασμού, έτσι ώστε τα κτίρια να ενσωματώνονται αρμονικά με τον περιβάλλοντα χώρο και να μην αλλοιώνεται η πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά.

Ένας από τους πιο δημοφιλείς στόχους των πόλεων που υιοθετούν την κατακόρυφη ανάπτυξη είναι η αποφυγή της επέκτασης των πόλεων κατά έκταση. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το κόστος γης είναι υψηλό και η ζήτηση για οικιστικούς και εμπορικούς χώρους συνεχώς αυξάνεται. Στην περίπτωση της Αθήνας, η ανάπτυξη ψηλών κτιρίων μπορεί να μειώσει τη πίεση στο έδαφος και να εξασφαλίσει χώρους για αναπλάσεις και κοινοχρήστους χώρους. Εάν, ταυτόχρονα, υιοθετηθούν και πράσινες τεχνολογίες, τα κτίρια αυτά μπορούν να μειώσουν την εκπομπή CO2, να μειώσουν τη θερμική νησίδα και να ενσωματώσουν χώρους πρασίνου.

Ωστόσο, στην Ελλάδα, οι περιορισμοί στους κανονισμούς δόμησης και η έλλειψη πολιτικής βούλησης εμποδίζουν την ανάπτυξη ψηλών κτιρίων. Παρά τις θετικές παραδείγματα από το εξωτερικό, όπως η Μαδρίτη, η Βαρκελώνη και το Παρίσι, όπου τα ψηλά κτίρια βοηθούν στην καλύτερη εκμετάλλευση των διαθέσιμων εδαφών και τη μείωση της αστικής διάχυσης, στην Ελλάδα η σκέψη της ανάπτυξης καθ’ ύψος παραμένει ένα αμφιλεγόμενο θέμα.

Ειδικότερα, το Παρίσι αποτελεί παράδειγμα μιας πόλης που παραδοσιακά απέφευγε την κατακόρυφη ανάπτυξη λόγω της ιστορικής της κληρονομιάς και των πολιτιστικών παραδόσεων. Παρ’ όλα αυτά, η πόλη έχει αρχίσει να υιοθετεί ψηλά κτίρια σε περιοχές που δεν επηρεάζουν τη φυσιογνωμία της, όπως το επιχειρηματικό κέντρο La Défense, το οποίο φιλοξενεί κτίρια ύψους 200 μέτρων.

Οι ευρωπαϊκές πόλεις προχωρούν σε στρατηγικές ανάπτυξης που ενσωματώνουν την κατακόρυφη ανάπτυξη, προκειμένου να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες. Παρά τη φυσική αποστροφή κάποιων για την αστική πυκνότητα, πολλές πόλεις έχουν συνειδητοποιήσει ότι τα ψηλά κτίρια είναι ένα απαραίτητο εργαλείο για την υποστήριξη της ανάπτυξης χωρίς να διακυβεύεται η ποιότητα ζωής.

Η Ελλάδα, αν και παραμένει συντηρητική στην κατακόρυφη ανάπτυξη, καλείται να επανεξετάσει την πολιτική της. Τα περιορισμένα τετραγωνικά μέτρα και οι υψηλές ανάγκες στέγασης απαιτούν την υιοθέτηση νέων λύσεων. Η σωστή ενσωμάτωση των ψηλών κτιρίων στις πόλεις, με αυστηρούς κανόνες για την προστασία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς, μπορεί να αποτελέσει μια βιώσιμη λύση για το μέλλον των ελληνικών πόλεων, χωρίς να απειλούνται οι αξίες που ορίζουν την ταυτότητά τους.

Η κατακόρυφη ανάπτυξη, όταν συνδυάζεται με έξυπνες τεχνολογίες και βιώσιμες υποδομές, μπορεί να προσφέρει τις κατάλληλες λύσεις για την Ελλάδα του μέλλοντος.