Μέχρι σήμερα η κοινή πεποίθηση και πρακτική ήταν ότι για να μπορέσουν οι πόλεις να «ανασάνουν» θα πρέπει να απομακρυνθούν, τουλάχιστον, από το πιο επιβαρυμένο κέντρο τους, τα αυτοκίνητα παλαιότερων τεχνολογιών. Ερευνητές στο Μιλάνο ανέπτυξαν ένα καινοτόμο σύστημα που μετράει τις εκπομπές βασιζόμενο στην οδηγική συμπεριφορά και προωθεί πιο βιώσιμη κινητικότητα χωρίς να ωθεί τους ανθρώπους να αλλάξουν οχήματα.
Η προτεινόμενη μεθοδολογία αναπτύχθηκε από την Πολυτεχνική Σχολή στο Μιλάνο και χρησιμοποιεί ένα εικονικό σύστημα ανίχνευσης για την ακριβή εκτίμηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO₂) και οξειδίων του αζώτου (NOx), χρησιμοποιώντας πολύ απλά όργανα και συγκρίνοντας οχήματα τεχνολογίας Euro.
Πηγή: Politechnico Milano 1863/News
Χάρη στη χρήση μικρών τηλεματικών συσκευών εξοπλισμένων με GPS για τον εντοπισμό θέσης και μια αδρανειακή μονάδα για τη μέτρηση της επιτάχυνσης, το σύστημα μετρά τις εκπομπές με βάση την πραγματική οδηγική συμπεριφορά.
Χρησιμοποιώντας μια μεγάλη βάση δεδομένων με στοιχεία που συλλέχθηκαν από περισσότερα από 8.000 ιδιωτικά οχήματα, εξοπλισμένα με μαύρα κουτιά, αναλύθηκαν πάνω από 11 εκατομμύρια διαδρομές, με τους αλγόριθμους να υπολογίζουν τις πραγματικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις κάθε οχήματος. Η UnipolTech, το τμήμα τηλεματικής του ομίλου Unipol, παρείχε ένα μοναδικό σύνολο δεδομένων όσον αφορά την ακρίβεια και το εύρος, με πληροφορίες σχετικά με την ταχύτητα, τη διανυθείσα απόσταση και τον τρόπο οδήγησης, οι οποίες επέτρεψαν την επικύρωση των προτεινόμενων αλγορίθμων.
«Η μεθοδολογία παρέχει μια συγκεκριμένη απάντηση για όσους θέλουν να συμβάλουν στην αειφορία χωρίς να χρειαστεί να αλλάξουν αμέσως το όχημά τους. Αυτό σημαίνει βιώσιμη κινητικότητα για όλους», εξηγεί η καθηγήτρια Silvia Strada, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση.
Το σύστημα χρησιμοποιεί τρεις βασικούς δείκτες επιδόσεων (KPI): κατανάλωση καυσίμου, εκπομπές CO2 και εκπομπές NOx. Αυτοί οι δείκτες KPI δείχνουν ότι οι εκπομπές και η κατανάλωση καυσίμου εξαρτώνται όχι μόνο από την τεχνολογία του οχήματος αλλά και από την οδηγική συμπεριφορά, παρέχοντας μια εξατομικευμένη αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Για παράδειγμα, υπάρχει μια «πράσινη ταχύτητα», δηλαδή ένα βέλτιστο εύρος ταχύτητας μεταξύ 50-75 km/h, το οποίο είναι πιο αποδοτικό τόσο από πλευράς κατανάλωσης όσο και από πλευράς εκπομπών.
Το σύστημα παρακολούθησης έχει πολλές πιθανές εφαρμογές για τις πόλεις καθώς θα μπορούσε να χρησιμεύσει στη διαχείριση των εκπομπών σε περιοχές περιορισμένης κυκλοφορίας, στην προσαρμογή των τελών πρόσβασης και στάθμευσης με βάση τις πραγματικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των οχημάτων, χωρίς να απαγορεύουν σε κανέναν την οδήγηση. Επιπλέον, οι δείκτες θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για την παροχή κινήτρων ορθής οδήγησης.
Σημειώνεται ότι, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για την πράσινη μετάβαση, οι οποίοι προβλέπουν μεταξύ άλλων μείωση των εκπομπών από τις μεταφορές κατά 90% έως το 2050. Η νέα προσέγγιση είναι δίκαιη για όσους δεν μπορούν επί του παρόντος να επενδύσουν σε οχήματα μηδενικών εκπομπών, ενώ δείχνει ότι ένα παλαιότερο όχημα μπορεί να είναι ακόμα βιώσιμο εάν οδηγείται προσεκτικά και για περιορισμένες αποστάσεις, αμφισβητώντας το σημερινό παράδειγμα που βασίζεται αποκλειστικά σε κατηγορίες Euro.
Το σύστημα αυτό αποτελεί ένα σταθερό εργαλείο για εκείνους που θέλουν να οδηγούν πιο υπεύθυνα και για τις πόλεις που επιζητούν τη μείωση των εκπομπών. Οι προτεινόμενοι αλγόριθμοι εκτίμησης εκπομπών μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία μίας απαραίτητης βάσης για τη βιώσιμη κινητικότητα, συνεισφέροντας σε μία πιο συμπεριληπτική και λιγότερο επιβαρυντική διαχείριση αστικής κινητικότητας.