Αρχιτεκτονικό σχέδιο
Πηγή Εικόνας: pixabay

Σημαντική αναγνώριση για την Ελλάδα αποτελούν τα δύο βραβεία Philippe Rotthier 2024 με θέμα τη «λαϊκή αρχιτεκτονική», που απέσπασαν τα έργα Καλντερίμι Χ2 και Καμπόνες 1615, τα οποία κατάφεραν να ξεχωρίσουν ανάμεσα σε 189 πρότζεκτ από 48 χώρες.

Το Ευρωπαϊκό Βραβείο Αρχιτεκτονικής Philippe Rotthier, που θεσπίστηκε το 1982, επιβραβεύει έργα συλλογικής και πολιτιστικής αξίας, ριζωμένα στην περιοχή τους, που χρησιμοποιούν φυσικά υλικά με ανθεκτικό τρόπο, αντλώντας έμπνευση από την αυθεντικότητα της ευρωπαϊκής πόλης και βρίσκονται σε «διάλογο» με το παρελθόν και την ιστορία.

Στη φετινή διοργάνωση 2 ελληνικές υποψηφιότητες ξεχώρισαν, καθώς το έργο «Καλντερίμι Χ2» στην Πλάκα, στα Τζουμέρκα κέρδισε το «Βραβείο για την Ενσωμάτωση στο Τοπίο» (Prize for Integration into the Landscape), ενώ το «Βραβείο Αποκατάστασης της Υπαίθρου» (Prize for Rural Restoration) απονεμήθηκε στο έργο «Καμπόνες 1615» στη Νάξο.

 

Οι παραδοσιακές τεχνικές δόμησης στο προσκήνιο

Το «Καλντερίμι Χ2» από το Μπουλούκι, το οποίο αποτελεί περιοδεύον εργαστήριο για τις παραδοσιακές τεχνικές δόμησης, περιελάμβανε δύο μέρη: μια δίμηνη μαθητεία για την πέτρινη δόμηση με στόχο τη διαμόρφωση μιας νέας γενιάς τεχνιτών από την Ελλάδα και τις γειτονικές Βαλκανικές χώρες και ένα εργαστήριο δώδεκα ημερών που απευθυνόταν σε ένα ευρύτερο κοινό, όπως αρχιτέκτονες και μηχανικούς, συντηρητές και καλλιτέχνες.

Το έργο αφορούσε την αναστήλωση ενός παλιού μονοπατιού που οδηγεί στο γεφύρι της Πλάκας, στα βόρεια Τζουμέρκα της Ηπείρου, τελούσε υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, την Περιφέρεια Ηπείρου και συνδιοργανώθηκε από τους Δήμους Βορείων και Κεντρικών Τζουμέρκων καθώς και Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας – Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας.

Βασική επιδίωξη της δράσης ήταν να επανασυστήσει την εν πολλοίς ξεχασμένη παραδοσιακή τεχνική του καλντεριμιού, η «απώλεια» της οποίας έχει ήδη σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο πολιτιστικό τοπίο της περιοχής των Βαλκανίων, όπως αναφέρεται και στην ιστοσελίδα του πρότζετκ.

Συνολικά εννέα μαθητευόμενοι από την Ελλάδα, τη Σερβία, την Αλβανία και τη Βοσνία εργάστηκαν για δύο μήνες υπό την καθοδήγηση τριών έμπειρων μαστόρων – εκπαιδευτών, του Γιώργου Αναστασιάδη, του Κώστα Ταρναρά και του Δημήτρη Φώτη, για την ανακατασκευή του παλαιού μονοπατιού, μήκους περίπου 400μ., που οδηγεί στην ιστορική γέφυρα της Πλάκας. Η ομάδα του έργου ενισχύθηκε με την παρουσία των είκοσι δύο συμμετεχόντων του εργαστηρίου από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Το εγχείρημα υποστηρίχθηκε επίσης από πέντε εθελοντές και ακόμη έξι τοπικούς τεχνίτες.

Αξιοσημείωτη ήταν η συνεισφορά του διεθνώς αναγνωρισμένου γλύπτη Θεόδωρου Παπαγιάννη, ομότιμου καθηγητή στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, ο οποίος λάξευσε πέντε πέτρες με αναφορές σε συμβολικές μορφές της ηπειρώτικης οικοδομικής παράδοσης, προκειμένου αυτές να εγκιβωτιστούν σε επιλεγμένα σημεία στο ανακατασκευασμένο καλντερίμι.

Παράλληλα, με το έργο πραγματοποιήθηκε σειρά διαλέξεων και παρουσιάσεων από διακεκριμένους ακαδημαϊκούς και επαγγελματίες διαφορετικών επιστημονικών πεδίων, καθώς και από ΜΚΟ από την Ελλάδα και το εξωτερικό, οι οποίοι μοιράστηκαν με τους υπολοίπους τη δική τους οπτική για μια συμμετοχική κατανόηση της κληρονομιάς. Το εκπαιδευτικό μέρος της δράσης εμπλουτίστηκε με συμπληρωματικά «πρακτικά» σεμινάρια και επιδείξεις σε θέματα όπως η παραδοσιακή εξόρυξη πέτρας και τα κονιάματα με βάση τον ασβέστη και το χώμα. Τέλος, το Μπουλούκι οργάνωσε μια σειρά από ανοιχτές εκδηλώσεις, στις οποίες συμμετείχαν ενεργά οι τοπικές κοινότητες των Τζουμέρκων καθώς και μια γιορτή αφιερωμένη στους ηλικιωμένους μαστόρους – πετράδες των Τζουμέρκων και της Ηπείρου.

Το έργο έγινε με την υποστήριξη του Μετσόβιου Κέντρου Διεπιστημονικής Έρευνας (ΜΕ.Κ.Δ.Ε.) και την επιχορήγηση των Headley Trust, ΑΙΓΕΑΣ και τοπικών επιχειρήσεων.

Σημειώνεται ότι το ΤΕΕ συνολικά στηρίζει ποικιλοτρόπως, σταθερά και έμπρακτα, εδώ και χρόνια, το έργο του εργαστηρίου «Μπουλούκι».

 

Ένα σπίτι εκατοντάδων ετών ξαναζωντανεύει

Εξάλλου, το «Βραβείο Αποκατάστασης της Υπαίθρου» (Prize for Rural Restoration) έλαβε το σπίτι Καμπόνες 1615 της Σοφίας Εμμανουήλ, που βρίσκεται στη Νάξο.

Το Καμπόνες 1615 είναι ένα ιστορικό, παραδοσιακό σπίτι το οποίο βρίσκεται στην οικογένεια για πάνω από 500 χρόνια και ανακαινίστηκε πλήρως στην αρχική του μορφή, υιοθετώντας βιώσιμες λύσεις.

Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του σπιτιού, η διαδικασία της ανακαίνισης σε συνδυασμό με την έρευνα για το πώς λειτουργούσε το νοικοκυριό σε παλαιότερες εποχές παρείχε πληροφορίες για το πόσο φιλικό προς το περιβάλλον μπορεί να είναι ένα ιστορικό κτίριο.

Είναι ενδεικτικό ότι, παρότι δεν ήταν δυνατόν να εγκατασταθεί κεντρική θέρμανση ή κλιματισμός, τελικά τίποτα από τα δύο δεν είναι απαραίτητο για την άνετη διαβίωση και αυτό οφείλεται στον σχεδιασμό και τον προσανατολισμό του σπιτιού. Οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι, πλάτους ενός μέτρου σε ορισμένα σημεία της δομής, παρέχουν ιδανική μόνωση από τη ζέστη το καλοκαίρι και το κρύο το χειμώνα. Δεν υπάρχουν ανοίγματα με δυτικό προσανατολισμό, με αποτέλεσμα το σπίτι να προστατεύεται από την έντονη απογευματινή ζέστη. Τα μικρά παράθυρα προς το βορρά επιτρέπουν τον αερισμό και τα δροσερά ρεύματα από τα μελτέμια, αλλά το χειμώνα το μικρό τους μέγεθος εξασφαλίζει ότι η απώλεια θερμότητας είναι αμελητέα. Οι μεγάλες μπαλκονόπορτες που βλέπουν ανατολικά είναι τα μόνα μεγάλα ανοίγματα, τα οποία ήταν εφοδιασμένα με παντζούρια από μασίφ ξύλο, για να κρατούν μακριά τη ζέστη το καλοκαίρι και το κρύο το χειμώνα.

Μεταξύ άλλων, όλα τα οικιακά λύματα καταλήγουν σε μια σηπτική δεξαμενή τριών θαλάμων, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν χρησιμοποιείται ηλεκτρική ενέργεια για τον καθαρισμό του νερού, το οποίο θα είναι αρκετά καθαρό για άρδευση όταν τελικά φτάσει στο τρίτο και τελευταίο στάδιο. Το ζεστό νερό παρέχεται από έναν πολύ αποδοτικό ηλιακό θερμοσίφωνα, ενώ τα εξωτερικά φώτα λειτουργούν με ηλιακή ενέργεια, μειώνοντας περαιτέρω την κατανάλωση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, η κριτική επιτροπή για τα ευρωπαϊκά βραβεία Philippe Rotthier 2024, εξέτασε συνολικά 189 συμμετοχές από 48 χώρες, 20 από την Ευρώπη και 28 από χώρες εκτός Ευρώπης, που υποβλήθηκαν έχοντας κοινό θέμα τους δεσμούς με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική.

Μετά την αξιολόγησή τους, η κριτική επιτροπή επέλεξε 28 έργα στα οποία απονεμήθηκαν, ένα μεγάλο βραβείο 20.000 ευρώ, ένα βραβείο δεξιοτεχνίας 8.000 ευρώ και έξι βραβεία των 2.000 ευρώ για τη συμβολή τους στην άνθηση των λαϊκών παραδόσεων και των δεξιοτεχνιών που συνδέονται με αυτές.

Το μεγάλο βραβείο έλαβε το Școala de la Bunești (Εργαστήριο εκμάθησης παραδοσιακών αρχιτεκτονικών πρακτικών) των Ana Maria Goilav και Petre Guran, από τη Ρουμανία, ενώ με το βραβείο δεξιοτεχνίας διακρίθηκε το De Wilde De Schepper (Το άγριο, ο δημιουργός) του Dirk Mortier από το Βέλγιο.

Τα έργα των βραβευθέντων, των μνημονευθέντων και των υποψήφιων θα εκτεθούν στο La Loge στις Βρυξέλλες και στο Béguinage στη Μπριζ.