Τη θέση του ότι οικονομική και γεωπολιτική σταθερότητα στην Ευρώπη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς ασφάλεια στην εφοδιαστική αλυσίδα πρώτων υλών, διατύπωσε εμφατικά ο πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΜΕ), Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου, μιλώντας από το βήμα της εκδήλωσης που έγινε χθες στη Θεσσαλονίκη με θέμα «Ορυκτά, Πράσινη Μετάβαση, Κλιματική Αλλαγή -2024 Έτος Ορυκτών Πόρων-Είναι παντού γύρω μας», αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Λέγοντας ότι η ΕΕ καταναλώνει σε ετήσια βάση αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια τόνους ορυκτών πρώτων υλών και σημειώνοντας ότι παρόλα αυτό το γεγονός τις τελευταίες 10ετίες είχε εδραιωθεί η αντίληψη ότι μπορεί αυτές να τις προμηθευτεί από κάποιες τρίτες χώρες αποφεύγοντας την όχληση που προκαλεί η εξόρυξη, όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, ο πρόεδρος του ΣΜΕ επισήμανε ότι μόλις πρόσφατα, «υπό την πίεση της ανάγκης να αλλάξουμε τεχνολογικό μοντέλο, για να προλάβουμε την περιβαλλοντική καταστροφή, η ΕΕ αποδέχτηκε την πραγματικότητα», υπογράμμισε.
Βέβαια, όπως συμπλήρωσε, με δεδομένο το νομικό πλαίσιο, τις βασικές παραμέτρους του κόστους παραγωγής, αλλά και την νοοτροπία που επικρατεί σε επίπεδο ΕΕ «έχουμε έναν πολύ δύσκολο και ανηφορικό δρόμο να διανύσουμε για να επεναφέρουμε την παραγωγή ορυκτών πρώτων υλών στα επίπεδα που θα μας δώσουν ασφάλεια και ανεξαρτησία» και πρόσθεσε ότι η εξόρυξη δεν μπορεί παρά να θεωρείται μία από τις πλέον κρίσιμες και εθνικά σημαντικά δραστηριότητες».
Αναφερόμενος στην εξορυκτική δραστηριότητα μέσω της κλιματικής κρίσης, λέγοντας ότι η εξόρυξη στην ΕΕ είναι η πιο φιλική απέναντι στο περιβάλλον, λόγω και των πολύ αυστηρών κανονισμών που έχουν θεσπιστεί και ισχύουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την ασφάλεια και το περιβάλλον, προηγμένη τεχνολογία και αυστηρές ελεγκτικές διαδικασίες, ο ίδιος διερωτήθηκε:
«Ρυπαίνει η εξόρυξη και δεν ρυπαίνουν ο τουρισμός, οι μεταφορές, η γεωργία, τα data centers; Η εξορυκτική βιομηχανία είναι υπεύθυνη μόλις για το 1% των αέριων ρύπων, για το υπόλοιπο 99% ποιοι είναι υπεύθυνοι;».
Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι «αν θέλουμε το καλό της εξόρυξης, το καλύτερο είναι να παράγουμε ορυκτές πρώτες ύλες από τα ευρωπαϊκά εδάφη», ενώ μεταξύ άλλων στην τοποθέτησή χαρακτήρισε «ευλογημένα» τα εδάφη και υπεδάφη της Μακεδονίας, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «είναι το υπέδαφος της Μακεδονίας που έσωσε την παρτίδα την περίοδο των πετρελαϊκών κρίσεων».
1,2 δις οι ετήσιες εξαγωγές και 1,7 δις ο τζίρος των πωλήσεων – Βιωσιμότητα το όραμα του ΣΜΕ
«Στόχος μας και βασική αρχή του ΣΜΕ είναι η βιώσιμη εξόρυξη και ανάπτυξη. Πολλές εταιρείες μέλη του ΣΜΕ κατατάσσονται στις υψηλότερες θέσεις παραγωγής και πωλήσεων ορυκτών πρώτων υλών σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο. Δαπανούμε ακόμη και σε εποχές κρίσης πάνω από 20 εκατ. ευρώ ανά έτος για το περιβάλλον, έχουμε αποκαταστήσει από το 1979, 85.000 στρέμματα γης, και έχουμε φυτεύσει πάνω από 3,5 εκατ. δέντρα και φυτά», τόνισε στην τοποθέτησή του ο γενικός διευθυντής του ΣΜΕ, Χρήστος Καβαλόπουλος, λέγοντας ότι οι άνθρωποι του κλάδου εφαρμόζουν τεχνολογίες αιχμής και καινοτόμες μεθόδους για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της εξόρυξης.
Μεταξύ των στοιχείων που κατέθεσε, είπε ότι οι 27 μεταλλευτικές και εξορυκτικές επιχειρήσεις, μέλη του ΣΜΕ, πραγματοποιούν ετήσιο τζίρο 1,7 δισ. ευρώ -το 65% από εξαγωγές- και εξαγωγές 1,2 δισ. ευρώ, ενώ συμμετέχουν στο ΑΕΠ της χώρας με ποσοστό 3%. Πρόσθεσε ότι οι εταιρείες του κλάδου πραγματοποιούν επενδύσεις άνω των 400 εκατ. ευρώ ετησίως, απασχολούν 18.000 άτομα άμεσα και προσφέρουν 75.000 έμμεσες θέσεις εργασίας, ενώ «εξασφαλίζουν δουλειά για το 40% των ανθρώπων στις περιφέρειες όπου δραστηριοποιούνται». Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι την τελευταία τετραετία, ο κλάδος καταγράφει μηδέν ατυχήματα.
Στις δραστηριότητες και τις εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια παρουσίας του ΣΜΕ μίλησε ο πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής Εορτασμού, Αθανάσιος Κεφάλας, με όραμα την υπεύθυνη βιώσιμη εξορυκτική βιομηχανία, τις προοπτικές και τα οφέλη από την περαιτέρω αξιοποίηση των ορυκτών πόρων αλλά και τη συμβολή του κλάδου στην ανάπτυξη της χώρας. «Η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία είναι συμπεριληπτική, προετοιμάζεται και προτείνει λύσεις για το μέλλον», τόνισε μεταξύ άλλων, προσθέτοντας ότι ήδη αυτή ενσωματώνει καινοτομία και ψηφιακές λύσεις στις καθημερινές πρακτικές της.
Τη θέση του ότι ήρθε η ώρα να αναθεωρηθεί η ταχύτητα με την οποία η ΕΕ προωθεί την πράσινη μετάβαση, όπως κάνει με τον πρωτογενή τομέα, διατύπωσε ο πρόεδρος της Μονίμου Επιτροπής Έρευνας και Τεχνολογίας της Βουλής των Ελλήνων, Στράτος Σιμόπουλος και σημείωσε ότι η πολιτεία αναγνωρίζει το πρόβλημα που έχει δημιουργήσει στις επιχειρήσεις, με το προκάλυμμα των περιβαλλοντικών όρων, καθυστερώντας τις αδειοδοτήσεις. Μεταξύ άλλων, κάλεσε τις βιομηχανίες να επενδύσουν στην καινοτομία, λέγοντας ότι είναι αυτή το βαρύ όπλο που θα οδηγήσει στην πράσινη μετάβαση και την βιώσιμη οικονομία.
Ο αντιπεριφερειάρχης Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος ΠΚΜ, Κωνσταντίνος Γιουτίκας, είπε μεταξύ άλλων στον χαιρετισμό του ότι ο εξορυκτικός κλάδος συμβάλλει σημαντικά στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού επιχειρείν, ενώ αναγνώρισε ότι ο τομέας επιδεικνύει το ενδιαφέρον του για την πράσινη και βιώσιμη ανάπτυξη.
Σύντομο χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυναν ο αντιδήμαρχος Καθαριότητας του δήμου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Δημαρέλος, ο εκπρόσωπος της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης, Στέλιος Ταμβακίδης, και ο Πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Χαράλαμπος Φείδας, ο οποίος και ανέφερε ότι οι ορυκτές πρώτες ύλες είναι εξαιρετικά σημαντικές για -μεταξύ άλλων- τα προϊόντα τεχνολογίας.
Πολύ σημαντικός ο ρόλος της Ελλάδας στον τομέα των ορυκτών πρώτων υλών
Η διασύνδεση της ενέργειας με τον τομέα των ορυκτών πρώτων υλών είναι δεδομένη, επισήμανε ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ), Κωστής Σταμπολής και λέγοντας ότι ο ρόλος της Ελλάδας στον συγκεκριμένο τομέα είναι πολύ σημαντικός στην ΕΕ, ανέφερε «τώρα τον ανακαλύπτουν οι Ευρωπαίοι».
Μεταξύ άλλων στην τοποθέτησή του ανέφερε ότι παρά τα όσα λέγονται η ενεργειακή μετάβαση «δεν έχει καν ξεκινήσει, είμαστε ακόμη στην πολύ αρχή», τόνισε ότι καταγράφεται σημαντική αδράνεια στην αλλαγή μίγματος και σημείωσε ότι η κατανάλωση ενέργειας αυξάνεται διαρκώς κατακόρυφα.
Ανέφερε ότι προκειμένου ο ελληνικός μεταλλευτικός κλάδος να μπορέσει να αξιοποιήσει την ευκαιρία των CRM και να εντείνει τις ήδη καταβαλλόμενες προσπάθειες ώστε να στηριχθεί με κάθε τρόπο ο εξαγωγικός προσανατολισμός, θα χρειαστεί η πολιτεία με την συνδρομή του κλάδου να χαράξει στρατηγική και να την στηρίξει με οικονομικά και φορολογικά κίνητρα.
Δυστυχώς, όπως είπε, παρά τα μεγαλεπήβολα σχέδια στη χώρα μας για την πράσινη ανάπτυξη, ωστόσο δεν υπάρχει στρατηγική για το ρόλο του μεταλλευτικού κλάδου σε αυτή και την αξιοποίηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος που διαθέτει η χώρα μας στον μεταλλευτικό τομέα, με στόχο την ανάδειξη των κρίσιμων μετάλλων (CRMs).
Επιπρόσθετα είπε ότι στο δύσκολο και άκρως ανταγωνιστικό διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον των κρίσιμων μετάλλων, οι ελληνικές μεταλλευτικές εταιρείες καλούνται να χαράξουν τη δική τους δύσκολη πορεία, ώστε όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να καταστούν ισχυρές σε οικονομικό και τεχνολογικό επίπεδο, «πράγμα που θα τους επιτρέψει να αναδειχθούν σε εξαγωγικές μονάδες», επισήμανε.
Με την μεγάλη παράδοση και ιστορική διαδρομή του κλάδου, «πρέπει να παραμένουμε αισιόδοξοι ότι αυτός θα ανταπεξέλθει στις όποιες προκλήσεις και πολύ σύντομα θα μπορέσει να συνεισφέρει επάξια στο νέο διεθνές περιβάλλον που τώρα δημιουργείται», τόνισε χαρακτηριστικά.
Η έμφαση στις κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες για την ενεργειακή μετάβαση της ΕΕ, ευκαιρία για τις ελληνικές εξορυκτικές βιομηχανίες
Την εκτίμησή του ότι οι πολιτικές της ΕΕ για τη σημασία των κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών ως προς την ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης είναι μια τεράστια ευκαιρία για όλες τις ελληνικές εξορυκτικές βιομηχανίες, αλλά και για την Ελλάδα, ώστε να «μπει στο χάρτη» μαζί με τις Φιλανδία, Σουηδία και Ιρλανδία, διατύπωσε ο πρόεδρος της Ελληνικός Χρυσός, Χρήστος Μπαλάσκας, στη διάρκεια του Fireside chat που υλοποιήθηκε κατά την εκδήλωση που διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας, στο πλαίσιο του εορτασμού φέτος των 100 χρόνων ιστορίας του. Θέμα της εκδήλωσης: «Ορυκτά, Πράσινη Μετάβαση, Κλιματική Αλλαγή -2024 Έτος Ορυκτών Πόρων-Είναι παντού γύρω μας».
Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, επιχειρηματολογώντας επί της θέσης του, ο κ. Μπαλάσκας τόνισε ότι «αφενός η Ελλάδα έχει έναν τεράστιο ορυκτό πλούτο και έτσι της δίνεται μια σημαντική ευκαιρία να μπορέσουμε όλοι μας να βάλουμε την χώρα και τις εταιρείες της πάνω στον χάρτη», είπε χαρακτηριστικά.
Διερωτώμενος το πώς μας επηρεάζουν οι πολιτικές της ΕΕ, ο ίδιος απάντησε ότι «θα μας βοηθήσουν στο κομμάτι της χρηματοδότησης, ελπίζω να μας βοηθήσουν και να απλοποιηθούν και να γίνουν πιο γρήγορες οι διαδικασίες αδειοδότησης. Πιστεύω επίσης, ότι θα βοηθηθούμε, και μας υποχρεώνει πλέον και η ΕΕ, να πάμε σε πιο ανταγωνιστικά μοντέλα, να εφαρμόσουμε την βιώσιμη εξόρυξη με σεβασμό στο περιβάλλον και στις τοπικές κοινωνίες».
Βέβαια, όπως έσπευσε να επισημάνει «θα χρειαστεί να προχωρήσουμε και να δώσουμε τη δυνατότητα και στο έμψυχο δυναμικό μας να εκπαιδευτεί, να αποκτήσει νέες δεξιότητες και να επενδύσουμε στην καινοτομία».
Ο χαλκός το βασικό μέταλλο του ηλεκτρικού μέλλοντος – Η Ελλάδα διαθέτει…πολύ χαλκό
Λέγοντας ότι η Ελλάδα έχει πάρα πολλά στρατηγικά και κρίσιμα μέταλλα, ο κ. Μπαλάσκας επισήμανε ότι ο χαλκός είναι ένα από αυτά και μάλιστα όπως είπε «είναι το βασικό μέταλλο του ηλεκτρικού μέλλοντός μας. Χωρίς τον χαλκό δεν μπορούμε να έχουμε την ενεργειακή μετάβαση, δεν μπορούμε να κάνουμε την πράσινη μετάβαση», σημείωσε.
Η Ελληνικός Χρυσός, όπως είπε, με την επένδυση που κάνει αυτή τη στιγμή στις Σκουριές θα «φέρει» το συμπύκνωμα που θα βγαίνει χρυσός και χαλκός και αυτή η εξέλιξη, όπως πρόσθεσε «θα μας βάλει πραγματικά στον χάρτη».
Εξήγησε, ότι στα 20 χρόνια ζωής του μεταλλείου των Σκουριών «έχουμε επιβεβαιωμένα 740.000 τόνους χαλκού» και προσθέτοντας ότι «δεν φτάνει μόνο αυτό», ανέφερε ότι «χρειαζόμαστε μία δύο τρεις επιπλέον Σκουριές στην Ελλάδα και υπάρχουν στην Βόρεια Ελλάδα και στην Θράκη. Ας ξεκινήσουμε επιτέλους να κάνουμε την εξόρυξη, αφού προηγηθεί η διερεύνηση και αποτυπωθούν τα αποθέματα. Είναι άκρως απαραίτητο», είπε.
Βέβαια, ο ίδιος αναγνώρισε ότι για να γίνουν τα προαναφερόμενα «χρειαζόμαστε την κοινωνική άδεια. Πρέπει να πείσουμε τον κόσμο ότι δεν είμαστε περιβαλλοντικοί εγκληματίες. Αντίθετα σε σχέση με το παρελθόν, νομίζω ότι εφαρμόζουμε τα πρότυπα της βιώσιμης ανάπτυξης και υπεύθυνης εξόρυξης σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι πριν από 30 και 40 χρόνια», τόνισε.
Μεταξύ άλλων, εξέφρασε την πεποίθησή του ότι ο εξορυκτικός κλάδος θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που επιβάλλουν οι νέες πολιτικές. «Ναι σαφώς μπορούμε να το κάνουμε, αλλά θα πρέπει να βοηθηθούμε και από το επενδυτικό κομμάτι με πρόσβαση σε επενδυτικά κεφάλαια και από την πολιτεία, όσον αφορά το αδειοδοτικό κομμάτι».
Μάλιστα, όπως διευκρίνισε αν δεν βοηθηθούν οι ελληνικές εξορυκτικές επιχειρήσεις στα προαναφερόμενα πεδία τότε «θα μείνουμε πίσω». Αυτό είναι και το μήνυμά του κ. Μπαλάσκα προς την πολιτεία, αλλά και την ΕΕ, η οποία όπως επισήμανε «δεν έχει ξεκαθαρίσει την πολιτική της ότι θα πρέπει να βοηθήσει και με ένα σχήμα ίσως προστατευτισμού, έτσι ώστε και να γίνουν οι επενδύσεις, αλλά και να γίνει και η μεταλλουργία και έτσι να κατευθύνονται τα μέταλλα στην ΕΕ και όχι στην Κίνα», τόνισε.
Σε ερώτηση για το εάν οι εντεινόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής κάνουν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη μετάβασης σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο και στην εξορυκτική βιομηχανία, ο κ. Μπαλάσκας ανέφερε ότι το παραγωγικό μοντέλο για την κλιματική αλλαγή και στη βάση των επιταγών της ΕΕ είναι μια ανταγωνιστική βιομηχανία, αλλά με μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα. Αυτό, όπως εξήγησε σημαίνει ότι κάθε μία εξορυκτική ελληνική εταιρεία θα πρέπει να κάνει την ενεργειακή της μετάβαση χρησιμοποιώντας Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και θα πρέπει να επενδύσει σε αυτές, ώστε να μειώσει το κόστος της και να πετύχει τη μείωση των εκπομπών. «Θα πρέπει πλέον να μπορούμε να επενδύσουμε στις ΑΠΕ, αλλιώς δεν θα κάνουμε την ενεργειακή μετάβαση και δεν θα καταφέρουμε να μειώσουμε δραματικά τις εκπομπές καυσαερίων μας», υπογράμμισε.