Εντός του Οκτωβρίου αναμένεται να ολοκληρωθεί η συμφωνία μεταξύ του ΑΔΜΗΕ και του γειτονικού Διαχειριστή Terna προκειμένου μέσα στο 2025 να ξεκινήσουν οι διαγωνιστικές διαδικασίες για τη νέα γραμμή που θα τριπλασιάσει το περιθώριο ανταλλαγής ενέργειας μεταξύ των δύο χωρών, από 500 MW σήμερα στα 1.500 ΜW.
Αυτό επεσήμανε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ κ. Μάνος Μανουσάκης, κατά την ομιλία του στο 7ο Συνέδριο Υποδομών-Μεταφορών – ITC 2024.
Ο κ. Μανουσάκης αναφέρθηκε στην ανάγκη ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού, μέσα από τις διεθνείς διασυνδέσεις, προκειμένου να υπάρξει ενεργειακή ασφάλεια και χαμηλότερες τιμές, τονίζοντας:
«Η ενοποίηση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα για την γενικότερη ενοποίηση της Ευρώπης. Εκείνο που χρειάζεται να γίνει το επόμενο διάστημα, είναι να καθίσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς γύρω από ένα «ευρωπαϊκό τραπέζι» και να προσεγγίσουν το ζήτημα από κοινού και όχι από την οπτική γωνία του κάθε κράτους ξεχωριστά».
Αναφερόμενος στην πρόσφατη Έκθεση του πρώην Προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, υπογράμμισε πως αυτό που απαιτείται είναι ένα υπερεθνικό και ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο, που θα αντιμετωπίζει την Ε.Ε. ως ενιαίο ηλεκτρικό χώρο.
«Η θέση του ΑΔΜΗΕ αλλά και του ENTSO-E είναι ότι απαιτούνται οριζόντιοι και κάθετοι άξονες διασυνδέσεων ηλεκτρικής ενέργειας. Πρέπει να υπάρξει ένας πανευρωπαϊκός σχεδιασμός, με δίκαιο διαμοιρασμό οφέλους και κόστους μεταξύ των κρατών».
O κ. Μανουσάκης χαρακτήρισε τον ΑΔΜΗΕ ως τον «εκτελεστικό βραχίονα» της χώρας σε ό,τι αφορά την εθνική ενεργειακή στρατηγική, καθώς σχεδιάζει και υλοποιεί σειρά διασυνοριακών διασυνδέσεων προς κάθε πλευρά των συνόρων.
Σχετικά με το θέμα των τιμών, ο επικεφαλής του ΑΔΜΗΕ υποστήριξε ότι οι διασυνδέσεις είναι η απάντηση προκειμένου να λειτουργήσει ομαλά ο ανταγωνισμός και τελικά οι φθηνότερες τιμές να επικρατήσουν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. «Όσο αυτοί οι δρόμοι δεν υπάρχουν, στην αγορά δημιουργούνται στρεβλώσεις», επεσήμανε.
Τονίζοντας τη μεγάλη σημασία που έχουν για τη χώρα μας αλλά και την ευρύτερη περιοχή, χρησιμοποίησε ως παραδείγματα τη δεύτερη διασύνδεση με την Βουλγαρία και τη σύζευξη της αγοράς με την Ιταλία, προσθέτοντας ότι έκτοτε «βλέπουμε μια αύξηση των εισαγωγών και των εξαγωγών από και προς την Ελλάδα, που σημαίνει πως ο ανταγωνισμός λειτουργεί καλύτερα».