«Η σύνδεση της Ελλάδας με το ηλεκτρικό σύστημα της Κεντρικής Ευρώπης στη Γερμανία της επιτρέπει να αξιοποιήσει το δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των υπεράκτιων ανέμων στο Αιγαίο Πέλαγος, και να μετατρέψει τη χώρα σε καθαρό εξαγωγέα πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας», τονίζει, σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Stephan Mayer (Στέφαν Μάγιερ), βουλευτής CSU, πρώην υφυπουργός Εσωτερικών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Γερμανίας.
Ο Γερμανός πολιτικός βρέθηκε τις προηγούμενες ημέρες στη Θεσσαλονίκη και στη ΔΕΘ, όπου συμμετείχε σε συζήτηση για τη διασυνδεσιμότητα των ελληνικών και γερμανικών ενεργειακών δικτύων και με την αφορμή αυτή μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τον Green Aegean Interconnector, ένα έργο που στόχο έχει τη μεταφορά της πλεονάζουσας αιολικής ενέργειας από το Αιγαίο στα βιομηχανικά κέντρα της Κεντρικής Ευρώπης.
Ο κ. Μάγιερ εξαίρει τη σημασία του έργου, αν και παραδέχεται πως η σύνδεση δικτύων είναι μια δύσκολη υπόθεση αφού πρέπει να ξεπεραστούν διάφορα εμπόδια, αλλά και ότι οι κύριες προκλήσεις για την ευρωπαϊκή ενεργειακή ενοποίηση βρίσκονται ακόμη μπροστά μας.
Σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, υπογραμμίζει -μεταξύ άλλων- πως πρέπει να υπάρξει μια πιο διαρκή συναίνεση μεταξύ των κλιματικά φιλόδοξων και των κλιματικά επιφυλακτικών. Σημειώνει, δε, πως πρέπει να αποφύγουμε τη διάβρωση των θεμελίων της βιομηχανίας μας, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ευημερίας και του βιοτικού μας επιπέδου στην Ευρώπη.
Σε μια συνέντευξη αμιγώς για ζητήματα ενεργειακά, ο κ. Μάγιερ μιλάει -μεταξύ άλλων- για τις βασικές προτεραιότητες της Γερμανίας για τη μετάβαση στην ανανεώσιμη ενέργεια και πώς αυτές συνδέονται με τη συνεργασία με την Ελλάδα στον συγκεκριμένο τομέα αλλά και τις σημαντικές επιπτώσεις στην ενεργειακή ασφάλεια από τον πόλεμο στην Ουκρανία, που δεν φαίνεται να βαίνει προς το τέλος του.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Στέφαν Μάγιερ στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
– Η Γερμανία είναι η τιμώμενη χώρα στη φετινή ΔΕΘ και η ενέργεια είναι ένας από τους βασικούς τομείς ενδιαφέροντος. Το HSS διοργάνωσε μια συζήτηση με τίτλο: Διασυνδεσιμότητα των γερμανικών και ελληνικών ενεργειακών δικτύων, στην οποία συμμετείχατε. Θα ήθελα λοιπόν να ξεκινήσω από αυτό το σημείο. Θεωρείτε σημαντική τη διασύνδεση της γερμανικής και της ελληνικής ενέργειας;
Σας ευχαριστώ πολύ που μου δίνετε την ευκαιρία να μιλήσω γι’ αυτά τα θέματα, που αφορούν τόσο τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά. Αντιμετωπίζουμε ένα πλήθος προκλήσεων, καθώς είναι επιτακτική ανάγκη, η μετάβαση προς μια οικονομία χωρίς άνθρακα να αυξήσει το μελλοντικό αναπτυξιακό δυναμικό. Αυτό που βλέπουμε αυτές τις μέρες είναι το αντίθετο καθώς τα μέτρα που εφαρμόζονται φαίνεται να ασκούν πληθωριστική πίεση στους οικονομικούς παράγοντες. Η ανάγκη διατήρησης της ανταγωνιστικότητας είναι ζωτικής σημασίας: η μετάβαση πρέπει να είναι αποτελεσματική καθώς και οικονομικά αποδοτική. Η φετινή ΔΕΘ είναι μια απίστευτα σημαντική αλλά και απτή ευκαιρία προβολής της ευρωπαϊκής και ιδιαίτερα της ελληνογερμανικής συνεργασίας στον τομέα της ανάπτυξης υποδομών στον ενεργειακό τομέα και αναδεικνύει τις προοπτικές αμοιβαίου οφέλους μέσω της συνεργασίας. Η σημασία της προόδου στη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων στους κοινούς ευρωπαϊκούς στόχους δύσκολα μπορεί να υποτιμηθεί.
– Μια σημαντική πτυχή της συζήτησής σας ήταν ο Green Aegean Interconnector. Θα μπορούσατε να μας αναλύσετε τη σημασία αυτού του έργου τόσο για τη Γερμανία όσο και για την Ελλάδα; Πώς βλέπετε ότι μπορεί να συμβάλει στο ευρύτερο ευρωπαϊκό ενεργειακό δίκτυο και ποιον ρόλο θα μπορούσε να διαδραματίσει στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας στην Ευρώπη;
Τα οφέλη του Green Aegean Interconnector υπόσχονται πως θα είναι σημαντικά για την ενεργειακή μετάβαση, που δεν θα είναι εύκολη. Αυτή η διασύνδεση θα επέτρεπε μεγαλύτερη ευελιξία μέσω της πρόσβασης σε μικρότερα αποθεματικά περιθώρια και άλλες πηγές παραγωγής και προσφέρει δυνατότητες για αποτελεσματικότερη ανταπόκριση στη ζήτηση με τη δημιουργία πόρων για καταστάσεις αιχμής. Νέες, ακόμη πιο πράσινες τεχνολογίες, που πρέπει ακόμη να αναπτυχθούν περαιτέρω προκειμένου να μειωθεί το κόστος και να ενισχυθεί η απόδοση, θα αντικαταστήσουν σταδιακά τη συμβατική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με θερμικά και πυρηνικά μέσα. Η διαχείριση της μετάβασης σε ένα κυρίως ηλεκτρικό σύστημα ενέργειας θα καθοδηγείται από τον ήλιο, τον άνεμο και το νερό. Ένας κύριος περιορισμός από αυτή την άποψη είναι ότι η παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας ασκεί πίεση στο φορτίο ηλεκτρικής ενέργειας καθώς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις καιρικές συνθήκες. Αυτό οδηγεί αυτόματα σε κυμαινόμενη παροχή ενέργειας. Ο Green Aegean Interconnector αποτελεί μέρος της λύσης αυτού του προβλήματος. Προβλέπει έναν πιο σταθερό ενεργειακό εφοδιασμό, μια πτυχή της ενεργειακής ασφάλειας, παρέχοντας την απαραίτητη ευελιξία για προσαρμογή στα μεταβαλλόμενα πρότυπα ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας από τους καταναλωτές, στις καθημερινές καταστάσεις αιχμής στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ συμβάλλει και στη δημιουργία ενός μελλοντικού αυτάρκους ευρωπαϊκού ενεργειακού εφοδιασμού. Η σύνδεση της Ελλάδας με το ηλεκτρικό σύστημα της Κεντρικής Ευρώπης στη Γερμανία της επιτρέπει να αξιοποιήσει το δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των υπεράκτιων ανέμων στο Αιγαίο Πέλαγος, και να μετατρέψει τη χώρα σε καθαρό εξαγωγέα πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας.
– Ποιες είναι οι βασικές προκλήσεις γι’ αυτό το πρότζεκτ και πώς πιστεύετε ότι πρέπει ν’ αντιμετωπιστούν;
Η σύνδεση δικτύων είναι μια δύσκολη υπόθεση. Τα μεγάλα επενδυτικά έργα πρέπει να ξεπεράσουν εμπόδια όπως η αδειοδότηση, ο πληθωρισμός, οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και η έλλειψη ανθρώπινων πόρων. Δεν είμαι σε θέση να μιλήσω εκ μέρους αυτού του συγκεκριμένου έργου. Ωστόσο, οι κύριες προκλήσεις για την ευρωπαϊκή ενεργειακή ενοποίηση βρίσκονται μπροστά μας. Μία από τις κυρίαρχες ειδήσεις είναι ότι η ενοποίηση δημιουργεί μια αγορά: κάποιοι καταναλωτές μπορεί να πληρώσουν περισσότερο για ρεύμα ή αέριο – ακόμη και αν υπάρχουν συνολικά οφέλη για την κοινωνική ευημερία. Οι καταναλωτές ενδέχεται κάποιες φορές να πληρώσουν περισσότερο λόγω της αλληλένδετης ζήτησης. Παρ’ όλα αυτά, από γερμανική σκοπιά, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι χρειαζόμαστε περισσότερη διασύνδεση: η γερμανική υπεράκτια αιολική ενέργεια – λόγω της ανεπαρκούς μετάδοσης από βορρά προς νότο στη Γερμανία – “πλημμυρίζει” τακτικά την Πολωνία και την Τσεχία. Μια άλλη πρόκληση θα είναι ο κίνδυνος να εξαλειφθεί υπερβολικά γρήγορα η μη ανανεώσιμη ενέργεια, καθώς προς το παρόν, τουλάχιστον, εξακολουθεί να είναι απαραίτητη για την ευελιξία παραγωγής. Σε επίπεδο ΕΕ, έργα όπως ο Green Aegean Interconnector αναδεικνύουν τις δυνατότητες των λεγόμενων Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος – ένα εργαλείο για την κάλυψη κενών που γίνονται πιο εμφανή με τις ενοποιημένες αγορές – καθώς και την επαναλαμβανόμενη έλλειψη κεφαλαίων στο πλαίσιο της Διευκόλυνσης «Συνδέοντας την Ευρώπη» (CEF). Χρειαζόμαστε περισσότερες επενδύσεις σε αυτού του είδους τις υποδομές, όπως επίσης και λειτουργικούς μηχανισμούς για την άμβλυνση της επιβάρυνσης στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
– Τι ορόσημα μπορούμε να αναμένουμε από εδώ και πέρα;
Ο Green Aegean Interconnector αρχικά σχεδιάζεται να προσφέρει ικανότητα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας 3 GW. Αυτή η ικανότητα θα μπορούσε ενδεχομένως να ενισχυθεί σε έως και 9 GW. Ο αρχικός προϋπολογισμός του έργου εκτιμάται σε 8,1 δισεκατομμύρια ευρώ, καλύπτοντας μία υποθαλάσσια διαδρομή μέσω της Αδριατικής Θάλασσας από την Ελλάδα έως τη Σλοβενία και μία χερσαία διαδρομή προς την Αυστρία και τη νότια Γερμανία. Ο διαχειριστής του ελληνικού δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας έχει ήδη υποβάλει αίτηση για την ένταξη του έργου στο αναθεωρημένο δεκαετές πρόγραμμα ανάπτυξης του Ευρωπαϊκού Δικτύου Διαχειριστών Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας. Αυτή είναι μια θετική εξέλιξη, καθώς βοηθά στη διασφάλιση χρηματοδότησης από ευρωπαϊκά ταμεία και οργανισμούς.
– Ο Green Aegean Interconnector αναμένεται να διευκολύνει την ενσωμάτωση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Πώς αυτό το έργο ευθυγραμμίζεται με τους ευρύτερους στόχους της Γερμανίας για τη μετάβαση σε μια πράσινη ενεργειακή οικονομία;
Με τη φιλόδοξη Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η ΕΕ έχει επιλέξει την απανθρακοποίηση με τη μετατόπιση του ενεργειακού μείγματος μακριά από τα ορυκτά καύσιμα μέσω της πράσινης ηλεκτροδότησης. Για να το πετύχει αυτό, η Ευρώπη θα χρειαστεί να προσθέσει μεταξύ 45 και 55 γιγαβάτ (GW) ανανεώσιμης δυναμικότητας ετησίως αυτή τη δεκαετία (20-30 GW ετησίως για ηλιακή και 25 GW για αιολική ενέργεια). Αυτός ο αριθμός συγκρίνεται με τα περίπου 30 GW που προστέθηκαν το 2020 (20 GW από ηλιακή και 10 GW από αιολική ενέργεια). Η ηλεκτροδότηση θα αυξηθεί στο 30% της τελικής ενεργειακής ζήτησης έως το 2030 και στο 57% έως το 2050, από μόλις 25% σήμερα. Κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου, είναι πιθανό να δούμε σημαντική πίεση στην ισορροπία προσφοράς – ζήτησης ενέργειας τα επόμενα χρόνια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ανανεώσιμες πηγές, όπως ο άνεμος και ο ήλιος, δεν μπορούν να παράγουν ενέργεια όλο το 24ωρο, και δεδομένων των λεπτών αποθεματικών δυνατοτήτων και των ακραίων καιρικών φαινομένων, βλέπουμε αυξανόμενο κίνδυνο διακοπών ρεύματος στην Ευρώπη και στη Γερμανία. Για να μειώσουμε τον κίνδυνο διακοπών ρεύματος και να επιτύχουμε τους στόχους μηδενικών εκπομπών, θα πρέπει να βρούμε λύσεις που ενισχύουν την αξιοπιστία του συστήματος. Η διασυνδεσιμότητα δικτύου μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας είναι ένα από αυτά τα σημαντικά μέτρα. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι θα χρειαστούμε διαθέσιμες πηγές ενέργειας – δηλαδή πηγές ενέργειας που μπορούν να ενεργοποιηθούν και να απενεργοποιηθούν κατά απαίτηση – για να μετριάσουμε την αστάθεια στην ενεργειακή παροχή.
– Υπάρχει σημαντική κριτική για την Πράσινη Συμφωνία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδίως από ακροδεξιά λαϊκιστικά κόμματα που έχουν κερδίσει έδαφος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πιστεύετε ότι είναι καιρός να επανεξεταστούν ορισμένες πτυχές της Πράσινης Συμφωνίας;
Οι κοινές φιλοδοξίες που προκύπτουν από την Ατζέντα Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ και τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα βασίζονται στην επιστήμη και έχουν νόημα από άποψη ανθεκτικότητας και για την παροχή ενός βιώσιμου πλανήτη για τις μελλοντικές γενιές. Είναι επιτακτική ανάγκη να επιτευχθεί η ουδετερότητα άνθρακα έως το 2050 και να επιτευχθεί ο στόχος μείωσης των εκπομπών κατά 55% έως το 2030. Παρόλο που η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, ως κεντρικό μέρος του σχεδίου ανάκαμψης Next Generation EU, είναι μαζική σε κλίμακα και φιλόδοξη χρονικά, πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά το πώς θα οικοδομήσουμε μια πιο διαρκή συναίνεση μεταξύ των κλιματικά φιλόδοξων και των κλιματικά επιφυλακτικών. Πρέπει επίσης να αποφύγουμε να αφήσουμε αυτή τη μετάβαση να γίνει κοινωνικό ζήτημα ή να διαβρώσει τα θεμέλια της βιομηχανίας μας, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ευημερίας και του βιοτικού μας επιπέδου.
– Πολλοί ενεργειακοί αναλυτές προτιμούν τους ηλεκτρικούς διαδρόμους μεταφοράς, όπως ο GAI, αντί για τους αγωγούς που χτίσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες. Ποια είναι η δική σας προοπτική γι’ αυτό;
Αυτή τη στιγμή εγκαταλείπουμε τον παλιό κόσμο ενός απλού, μονοκατευθυντικού συστήματος αγωγών για ένα νέο, βασισμένο στην πληροφορική, πολυκατευθυντικό σύστημα μεταφοράς ενέργειας. Αυτό είναι κυρίως μια εξέλιξη από το κατεστημένο στο αδοκίμαστο, από το άκαμπτο στο πιο ευέλικτο και πιο διαφανές σύστημα. Ενώ τα καύσιμα για παραγωγή ενέργειας, όπως το αέριο, ο άνθρακας και το πετρέλαιο – όπως και ο άνεμος και η ηλιοφάνεια – ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο, η ηλεκτρική ενέργεια συνήθως μεταφέρεται σε περιφερειακή βάση, καθώς τα περισσότερα συστήματα μεταφοράς είναι εγγενώς τοπικά ή εκτείνονται σε μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα. Σε εθνικό επίπεδο, αυτό ενσαρκώνει μια εξέλιξη από κάθετα ενσωματωμένα εθνικά μονοπώλια, που επιδιώκουν την αυτάρκεια, σε δομές με νέους συμμετέχοντες και νέα πολυπλοκότητα. Σε επίπεδο ΕΕ, μια ευαίσθητη εξέλιξη από ένα εθνικά τμηματοποιημένο μοντέλο προς ολοκληρωμένες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου βρίσκεται σε εξέλιξη.
– Ποιες είναι οι βασικές προτεραιότητες της Γερμανίας για τη μετάβαση στην ανανεώσιμη ενέργεια και πώς ταιριάζει η συνεργασία με την Ελλάδα σε αυτή τη στρατηγική;
Βλέπουμε ότι το σχέδιο απανθρακοποίησης της ΕΕ «Fit for 55» έχει μεγάλη θετική επίδραση στον ευρωπαϊκό τομέα κοινής ωφέλειας, καθώς προκαλεί έναν επενδυτικό υπερκύκλο για τη μαζική επέκταση της ικανότητας παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας και την αναβάθμιση των ενεργειακών δικτύων. Η Γερμανία έχει επιλέξει έναν εξαιρετικά δύσκολο δρόμο που έχει επικριθεί διεθνώς: την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας ακόμη και πριν από τον άνθρακα. Η συνεργασία με την Ελλάδα εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο, καθώς ένα διασυνδεδεμένο δίκτυο παρέχει πιο σταθερή παροχή ενέργειας και μειώνει τη συνολική αστάθεια στην παροχή και τις τιμές.
– Ο πόλεμος στην Ουκρανία είχε σημαντικές επιπτώσεις στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης. Δεδομένου ότι ο πόλεμος δεν δείχνει σημάδια ότι θα τελειώσει σύντομα, και με το ενδεχόμενο περαιτέρω διαταραχών στο ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα, έχουμε βγάλει τα σωστά συμπεράσματα; Είμαστε προετοιμασμένοι για δυνητικά πιο δύσκολες εξελίξεις;
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2022 δημοσίευσε το σχέδιο REPowerEU. Το σχέδιο αυτό αποσκοπεί στην επίτευξη του διττού στόχου της μείωσης της εξάρτησης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και του εξορθολογισμού και της ταχείας προώθησης της ενεργειακής μετάβασης. Η πρόοδος είναι σε εξέλιξη και μάλλον αξιοσημείωτη: μεταξύ των βραχυπρόθεσμων στόχων για το 2022, έχει επιτευχθεί η αύξηση κατά 50 δισ. κυβικά μέτρα των εισαγωγών ΥΦΑ, έχει επιτευχθεί η αύξηση κατά 10 δισ. κυβικά μέτρα των εισαγωγών φυσικού αερίου από μη ρωσικούς αγωγούς, όπως και η εθελοντική εξοικονόμηση φυσικού αερίου κατά 13 δισ. κυβικά μέτρα από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις το 2021. Ωστόσο, η επιδιωκόμενη αύξηση της παραγωγής βιομεθανίου κατά 3,5 bcm το 2022 δεν έχει επιτευχθεί. Αν ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στους μακροπρόθεσμους στόχους μέχρι το 2030, αρκετοί είναι σε καλό δρόμο, κάποιοι άλλοι όχι. Η μηδενική εξάρτηση από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου έως το 2027 είναι σε καλό δρόμο, το ίδιο και τα 592 GW εγκατεστημένης ηλιακής φωτοβολταϊκής ισχύος έως το 2030 και η κατά 13% χαμηλότερη τελική κατανάλωση ενέργειας το 2023 σε σχέση με τη βασική γραμμή. Πρέπει να επιταχύνουμε περαιτέρω τις πρωτοβουλίες για την επίτευξη των 35 δισ. κυβικών μέτρων βιώσιμης παραγωγής βιομεθανίου στην ΕΕ έως το 2030, την επίτευξη των 510 GW εγκατεστημένης αιολικής ισχύος έως το 2023 και την επίτευξη 20 εκατομμυρίων τόνων κατανάλωσης υδρογόνου από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ έως το 2030. Εν ολίγοις, η εκτέλεση της REPowerEU απαιτεί ταχύτερη ανάπτυξη καθαρών τεχνολογιών και η αποτυχία της REPowerEU όχι μόνο αυξάνει τον κίνδυνο εισαγωγής φυσικού αερίου και την εξάρτηση από τη Ρωσία. Ταυτόχρονα πρέπει να προσεγγίσουμε την ενεργειακή ασφάλεια ολιστικά: ενεργειακή ασφάλεια σημαίνει την ικανότητα παροχής αδιάλειπτων ενεργειακών υπηρεσιών με αποδεκτούς όρους – διαθεσιμότητα, αξιοπιστία και προσιτότητα. Η διατήρηση της οικονομικής προσιτότητας θα είναι ζωτικής σημασίας για την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών και πολιτικών κινδύνων στην πορεία. Πρέπει να κατανοήσουμε, ωστόσο, ότι η ενεργειακή μετάβαση δεν πρόκειται να εξαλείψει τους κινδύνους ενεργειακής ασφάλειας. Οι κίνδυνοι που συνδέονται με τα παλαιά συστήματα κληρονομιάς που χρειαζόμαστε ως πόρους που μπορούν να διατεθούν παραμένουν οι διακοπές της προσφοράς καθώς και τα τεχνικά σφάλματα. Επιπλέον, οι κίνδυνοι που συνδέονται με τα νέα, απαλλαγμένα από τις ανθρακούχες εκπομπές ενεργειακά συστήματα, όπως οι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, η αυξημένη εξάρτηση από την ικανότητα μεταφοράς και η συνεχιζόμενη ανάγκη για παλαιά συστήματα θα απαιτήσουν ταυτόχρονες επενδύσεις σε παλαιά και νέα ενεργειακά συστήματα.