Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πριν από τέσσερα χρόνια, για την έκδοση κοινού χρέους, ύψους περίπου 750 δισ. ευρώ, με σκοπό τη χρηματοδότηση των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αποτέλεσε ορόσημο. Μέχρι να ξεσπάσει η πανδημία του κορονοϊού, η κοινή έκδοση ομολόγων από την ΕΕ ήταν θέμα ταμπού για χώρες του Βορρά, με πρώτη τη Γερμανία. Το 2020, όμως, με την πανδημία να ρίχνει βαριά τη σκιά της στην ευρωπαϊκή οικονομία, η τότε καγκελάριος της Γερμανίας συμφώνησε στη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, σπάζοντας αυτό το ταμπού
Για πολλούς, η απόφαση εκείνη άνοιγε τον δρόμο για αντίστοιχες κινήσεις στο μέλλον. Ωστόσο, οι αντιδράσεις που υπάρχουν στην έκδοση κοινών ομολόγων για τη χρηματοδότηση αυξημένων αμυντικών αναγκών, σε μία περίοδο απειλών για την ασφάλεια της ΕΕ, δείχνουν ότι παραμένουν εμπόδια στον δρόμο αυτό.
Η συζήτηση για τα αμυντικά ομόλογα ξεκίνησε σε συνάρτηση με τη διαπίστωση ότι η ΕΕ χρειάζεται μεγάλες δαπάνες και επενδύσεις για την ασφάλεια της, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται για τρίτο χρόνο και οι χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία αισθάνονται ότι απειλούνται ευθέως από αυτή. Μία επιπλέον παράμετρος είναι ο ρόλος των ΗΠΑ στην ασφάλεια της Ευρώπης, ο οποίος αναμένεται να περιοριστεί σημαντικά σε περίπτωση που ο Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει τις προεδρικές εκλογές τον Νοέμβριο.
Χαρακτηριστικό για το πόσο πίσω έχει μείνει πίσω η ΕΕ στις αμυντικές δαπάνες είναι η δήλωση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στη σύνοδο κορυφής την Πέμπτη. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, τις οποίες επικαλείται το Reuters, η επικεφαλής της Κομισιόν είπε ότι από το 1999 έως το 2021 οι δαπάνες αυτές αυξήθηκαν 600% στην Κίνα και 300% στη Ρωσία (όπου αυξήθηκαν περαιτέρω δραστικά μετά την εισβολή στην Ουκρανία), ενώ στην ΕΕ αυξήθηκαν μόνο 20%.
Η φον ντερ Λάιεν είπε, επίσης, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ότι η ΕΕ θα χρειαστεί περίπου 500 δις. ευρώ για την άμυνά της τα επόμενα 10 χρόνια. Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα τεράστιο ποσό, το οποίο, όπως και στην περίπτωση του Ταμείου Ανάκαμψης, δεν θα μπορούσε να καλυφθεί από τους εθνικούς προϋπολογισμούς, ιδιαίτερα για τις χώρες που δεν έχουν τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο.
Για να καλυφθεί αυτή η ανάγκη τέθηκε το θέμα της έκδοσης κοινών ομολόγων, ενώ έχουν προταθεί και άλλες επιλογές, όπως η κάλυψη κάποιων δαπανών από τον προϋπολογισμό της ΕΕ και η χρηματοδότηση επενδύσεων στην αμυντική βιομηχανία από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), μία διαδικασία που φαίνεται ότι είναι σε εξέλιξη, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής την Πέμπτη. «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλωσορίζει το Σχέδιο Ασφάλειας και ‘Αμυνας που υιοθετήθηκε από τον όμιλο της ΕΤΕπ και ζητά την ταχεία εφαρμογή του. Καλεί την ΕΤΕπ να αξιολογήσει και να προσαρμόσει περαιτέρω, όπως είναι σκόπιμο, την πολιτική της για δανειοδότηση της αμυντικής βιομηχανίας, διασφαλίζοντας παράλληλα τη χρηματοδοτική δυνατότητά της», σημειώνεται στο κοινό ανακοινωθέν.
Στο ανακοινωθέν δεν έγινε αναφορά στα αμυντικά ομόλογα, καθώς, όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν έχει υπάρξει συμφωνία, αλλά ζητήθηκε από την Κομισιόν να υποβάλει μία αναλυτική έκθεση για τις χρηματοδοτικές επιλογές. «(Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) είχε επίσης μία πρώτη συζήτηση σχετικά με τις επιλογές για κινητοποίηση χρηματοδότησης για την ευρωπαϊκή άμυνα… Καλεί την Κομισιόν και τον Υπατο Εκπρόσωπο να παρουσιάσουν επεξεργασμένες επιλογές, που θα συζητηθούν από το Συμβούλιο, για δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση που θα ενισχύσουν την αμυντική τεχνολογική και βιομηχανική βάση και θα αντιμετωπίσουν κρίσιμα κενά δυνατοτήτων», σημειώνεται στο ανακοινωθέν.
Υπέρ των αμυντικών ομολόγων έχει ταχθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ υπέρ του μέτρου αυτού είναι και οι άλλες χώρες του Νότου, οι οποίες παραδοσιακά διάκεινται ευνοϊκά στην ανάληψη κοινού χρέους. Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, είχε αναφερθεί στα αμυντικά ομόλογα στη σύνοδο κορυφής του Μαρτίου, στην οποία είχε συζητηθεί επίσης η ενίσχυση της συνεργασίας και της αμυντικής ικανότητας της ΕΕ. Στους υπέρμαχους του μέτρου περιλαμβάνονται και ο Βέλγος πρωθυπουργός, Αλεξάντερ ντε Κρο, αλλά και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που συνορεύουν με τη Ρωσία, όπως η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής – Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία – οι οποίες με κοινή ανακοίνωσή τους την Τετάρτη ζήτησαν από τις Βρυξέλλες βοήθεια για να ενισχύσουν τα σύνορά τους με τη Λευκορωσία και τη Ρωσία, τα οποία αποτελούν το ανατολικό όριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στόχο, όπως ανέφεραν, «άνευ προηγουμένου» υβριδικών επιθέσεων εκ μέρους της Μόσχας και του Μινσκ. «Η έκταση και το κόστος αυτής της κοινής επιχείρησης απαιτούν συγκεκριμένη δράση της ΕΕ για να την υποστηρίξει πολιτικά και οικονομικά», ανέφεραν οι ηγέτες των τεσσάρων αυτών χωρών.
Από την άλλη πλευρά, αντίθετες στην έκδοση αμυντικών ομολόγων εμφανίζονται έως τώρα, σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ολλανδία, η Φινλανδία, η Δανία και η Σουηδία. Ο σοσιλαδημοκράτης Γερμανός καγκελάριος, Ολαφ Σολτς, αν και ως υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση της Μέρκελ το 2020 είχε προσυπογράψει την έκδοση κοινού χρέους για το Ταμείο Ανάκαμψης, σήμερα εμφανίζεται απρόθυμος να συμφωνήσει σε ένα αντίστοιχο μέτρο, καθώς διαφωνεί ο σημερινός υπουργός Οικονομικών, ο φιλελεύθερος Κρίστιαν Λίντνερ.
Ωστόσο, η μάχη για τα αμυντικά ομόλογα είναι στην αρχή της, όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός μετά την ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. «Προφανώς δεν υπάρχει σήμερα που συζητάμε συμφωνία για κοινή χρηματοδότηση ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών. Αλλά είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει ότι θα γίνει στο μέλλον. Εγώ θα εξακολουθώ να επιμένω σε αυτήν την κατεύθυνση. Δεν μπορεί να ισχυριζόμαστε ότι πρέπει να ενισχύσουμε την αμυντική δυνατότητα της Ευρώπης και να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο από τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Θέλω να θυμίσω ότι και πριν την δημιουργία του ταμείου ανάκαμψης υπήρχαν εντονότατες αντιδράσεις από πολλά κράτη-μέλη, οι οποίες κάποια στιγμή κάμφθηκαν για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Οπότε νομίζω ότι είμαστε στην αρχή αυτής της διαδικασίας. Όμως η κοινή αμυντική συνεργασία σε πολλά επίπεδα νομίζω ότι για πολλούς συναδέλφους μας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποτελεί τελικά μονόδρομο», δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.