Επείγουσα παραμένει η ανάγκη για αναβάθμιση των επαγγελματικών δεξιοτήτων δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια περίοδο που η Τεχνητή Νοημοσύνη κάνει άλματα, αλλά ένας στους πέντε ενήλικες εργαζόμενους στην Ευρώπη, κυρίως σε θέσεις χαμηλών προσόντων, εξακολουθεί να μη γνωρίζει πώς να πλοηγηθεί στο Διαδίκτυο! Αν η ενωμένη Ευρώπη θέλει να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της και να παραμείνει τόπος ίσων ευκαιριών για όλες και όλους, χρειάζεται να πετύχει μια επανάσταση δεξιοτήτων. Πόσο κοντά βρίσκεται όμως σε κάτι τέτοιο; «Πολλά έχουν επιτευχθεί, αλλά έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε ακόμα, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουμε πραγματικά τις προκλήσεις μιας επανάστασης δεξιοτήτων»: Στο συμπέρασμα αυτό συνέκλιναν o εκτελεστικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), Γιούργκεν Σίμπελ (Jürgen Siebel) και η αναπληρώτρια διευθύντρια, Μάρα Μπούτζια (Mara Brugia), κατά την πρόσφατη απολογιστική συνέντευξη Τύπου για το Ευρωπαϊκό ‘Ετος Δεξιοτήτων, με συμμετοχή δημοσιογράφων από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Τα δύο στελέχη του Cedefop, αποκεντρωμένου ευρωπαϊκού οργανισμού με έδρα τη Θεσσαλονίκη, τόνισαν ακόμα τους τρόπους με τους οποίους η Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΕΚ), λόγω της ευελιξίας της και της ικανότητάς της να προσαρμόζεται γρήγορα στις αλλαγές στην αγορά εργασίας, μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα «GPS» για την ΕΕ, προκειμένου να γίνουν οι απαιτούμενες προσαρμογές.
«Ακόμα και η απόκτηση των βασικών ψηφιακών δεξιοτήτων στην ΕΕ είναι ένας στόχος, που απαιτεί τεράστια αναβάθμιση ή επικαιροποίηση (upskilling και reskilling) δεξιοτήτων. Μιλάμε για περίπου 90 εκατ. ενήλικες στην ΕΕ, που θα χρειαστούν κατάρτιση ως το 2030, για να αποκτήσουν τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Επομένως, υπάρχει μια σαφώς επείγουσα κατάσταση. Πολλοί άνθρωποι αναγνωρίζουν την ανάγκη για reskilling και upskilling, υπάρχει επίγνωση στον πληθυσμό, αλλά παρόλα αυτά, αν κοιτάξουμε τον βαθμό συμμετοχής σε τέτοιες δράσεις, είμαστε πίσω και η βελτίωση είναι αρκετά αργή» επισήμανε ο κ. Σίμπελ, ο οποίος επισήμανε ότι όταν τον Οκτώβριο του 2022 η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε την ανακήρυξη του 2024 σε Ευρωπαϊκό Έτος Δεξιοτήτων, οι επαγγελματίες του χώρου συμφώνησαν ότι αυτό ήρθε στην κατάλληλη στιγμή: Η Ευρώπη αντιμετωπίζει προκλήσεις γεωπολιτικής φύσης, το δημογραφικό και την ανάγκη της διπλής μετάβασης (ψηφιακής και πράσινης), και η προώθηση των δεξιοτήτων των ανθρώπων έρχεται ως μέρος της απάντησης για όλες αυτές τις προκλήσεις, καθώς και σαν «κόλλα» για τη χάραξη πολιτικής σε όλους τους τομείς.
Ο κ. Σίμπελ πρόσθεσε πως, παρότι χρειάζεται να γίνουν πολλά ακόμα, υπάρχουν ενδείξεις ότι η επιθυμητή επανάσταση των δεξιοτήτων έχει αρχίσει να εκδηλώνεται: για παράδειγμα, σε τομείς της οικονομίας που αφορούν την πράσινη μετάβαση υπάρχει σημαντική αύξηση αγγελιών εργασίας την τελευταία διετία -σε κάποιους από αυτούς με εκθετικό ρυθμό. Οι θέσεις εργασίας που αφορούν την κυκλική οικονομία, που αποτελούν μικρό ποσοστό των δεξιοτήτων που οι επιχειρήσεις ζητούν σήμερα, διπλασιάζονται κάθε χρόνο την τελευταία τριετία. «Βλέπουμε λοιπόν ενδείξεις ότι η επανάσταση έχει αρχίσει, αλλά το μήνυμα-κλειδί προς όλους είναι ότι χρειάζεται να γίνουν πολύ περισσότερα και για να επικαλεστώ τον Επίτροπο Απασχόλησης και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, Νικολά Σμιτ, ένα έτος (αφιερωμένο στις δεξιότητες στην Ευρώπη) δεν είναι αρκετό, χρειαζόμαστε τουλάχιστον μία δεκαετία και δεν απαιτείται τίποτα λιγότερο από μια επανάσταση δεξιοτήτων».
To να γίνει αυτή η επανάσταση πράξη, απαιτεί μεταξύ άλλων αλλαγή νοοτροπίας, σε μια εποχή που οι ίδιες οι έννοιες γύρω από το τι σημαίνει ψηφιακή μετάβαση αλλάζουν: «Κάποτε η φράση “ψηφιακή επανάσταση” σήμαινε κυρίως αλλαγή στον τομέα της Πληροφορικής και των Επικοινωνιών (ΙΤ). Αυτό έχει αλλάξει δραστικά, γιατί πλέον η πραγματική ψηφιακή επανάσταση συμβαίνει έξω από τον τομέα του ΙΤ, υπό την έννοια ότι οι θέσεις εργασίας γίνονται ψηφιακές πιο ραγδαία σε όλους τους τομείς της οικονομίας» σημείωσε η κα Μπρούτζια και πρόσθεσε πως το ποσοστό των θέσεων εργασίας που διαφημίζονται online και απαιτούν ψηφιακά προσόντα έχει διπλασιαστεί σε κάποιους τομείς (πχ, υπηρεσίες τροφίμων ή κατασκευές) από το 2019 έως σήμερα, με την ψηφιοποίηση να μην αφορά μόνο τις θέσεις εργασίας υψηλών επαγγελματικών δεξιοτήτων, αλλά και εκείνες με χαμηλές (στις τελευταίες μάλιστα η αλλαγή είναι πολύ ταχύτερη). Την ίδια στιγμή, πρόκληση για την ΕΕ αποτελεί και η είσοδος περισσότερων γυναικών με ψηφιακές δεξιότητες στην αγορά εργασίας, καθώς ενώ υπάρχει σημαντική ανάγκη για εργαζόμενους, δεν αξιοποιείται όλο το ανθρώπινο δυναμικό της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών.
(Πολύ) μακριά από τους στόχους για τη δια βίου μάθηση
Σε κάθε περίπτωση, όπως επισήμανε ο κ. Σίμπελ, η ΕΕ έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ατζέντα να ακολουθήσει σε αυτό το πεδίο στα επόμενα δύο χρόνια και σημαντικές βάσεις μπήκαν κατά το Ευρωπαϊκό Έτος Δεξιοτήτων, στη διάρκεια του οποίου διοργανώθηκαν 21 εκδηλώσεις για τα επαγγελματικά προσόντα από τους αρμόδιους, συν άλλες τόσες, «αν όχι διπλάσιες», από άλλους φορείς. «Είμαστε πραγματικά ενθουσιασμένοι που βγαίνουμε ενισχυμένοι από τη μέση μιας καταιγίδας» σημείωσε ο κ. Σίμπελ, υπονοώντας ενδεχομένως τους κραδασμούς που συντάραξαν την ευρωπαϊκή αγορά εργασίας κατά την περίοδο της πανδημίας. Ωστόσο, συμπλήρωσε, ο ρυθμός με τον οποίο προωθούνται οι στόχοι δεν είναι αρκετά γρήγορος, ώστε να γίνουν πράξη επιδιώξεις όπως η συμμετοχή του 60% των ενηλίκων σε δράσεις δια βίου μάθησης ώς το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας.
Η εικόνα πουν δίνουν οι αριθμοί σε ό,τι αφορά τη συνεχιζόμενη ΕΕΚ είναι εύγλωτη. Μόνο οι μισοί (50,7%) ενήλικες στην ΕΕ των 27 κρατών-μελών συμμετείχαν σε προγράμματα συνεχιζόμενης ΕΕΚ τους τελευταίους 12 μήνες, με τα ποσοστά να είναι απογοητευτικά χαμηλότερα σε χώρες όπως η Ελλάδα (μόλις 21,3%), η Ιταλία ή η Λιθουανία, αλλά αρκετά υψηλότερα σε κράτη όπως η Γερμανία (64%), η Γαλλία και η Ισπανία. Κοντά στον μέσο ευρωπαϊκό όρο, που είναι το 53,9%, βρίσκεται η Ελλάδα (52,5%) στο ποσοστό των ενηλίκων με τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες, με την Ισπανία και τη Γαλλία να έχουν υψηλότερες του μέσου όρου επιδόσεις. Ως προς τους ανέργους που συμμετέχουν στη δια βίου μάθηση, η εικόνα είναι ακόμα πιο άσχημη στις χώρες Ελλάδα, Ιταλία και Λιθουανία. Με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο να ξεπερνά το 13%, οι τρεις χώρες έχουν ποσοστά 5%, 6,7% και 6,3% αντίστοιχα, σε αντίθεση με κράτη-μέλη στα οποία η συμμετοχή των ανέργων σε τέτοια προγράμματα υπερβαίνει κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως η Ισπανία (17,4%). Χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (20,2%) είναι πάντως το ποσοστό των Ελλήνων με χαμηλά τυπικά προσόντα (18,9%), τη στιγμή που στην Ισπανία ξεπερνά το 35,8% και στην Ιταλία το 34,5%.
Μακριά από την επίτευξη, σε ό,τι αφορά τη συντριπτική πλειονότητα των κρατών-μελών, βρίσκεται ένας ακόμα στόχος, σύμφωνα με την κα Μπρούτζια: «Το 80% των Ευρωπαίων θα πρέπει να έχουν αποκτήσει τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες ως το 2030, ωστόσο δεν είμαστε ούτε καν κοντά στο να πετύχουμε αυτόν τον στόχο. Μόνο η Φιλανδία και η Ολλανδία βρίσκονται κοντά, αλλά ως Ευρώπη είμαστε πάρα πολύ μακριά. Πάνω από το 50% όλων των ενήλικων εργαζόμενων στην ΕΕ χρειάζεται να αποκτήσουν ψηφιακές δεξιότητες για να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους κι αυτό τη στιγμή που ένας στους πέντε εργαζομένους δεν ξέρει να πλοηγείται στο Ίντερνετ. Την ίδια στιγμή, το 70% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων δηλώνουν ότι υπάρχει ισχυρό κενό ψηφιακών δεξιοτήτων, για αυτό άλλωστε και ετέθη ο στόχος για αύξηση των επαγγελματιών ΙΤ στα 20 εκατ. από 9 εκατομμύρια. Οι στόχοι λοιπόν είναι εκεί, η πολιτική βούληση είναι εκεί, τώρα πρέπει να προχωρήσουμε στην πλήρη εφαρμογή και να κάνουμε πολύ περισσότερα, πολύ ταχύτερα, αν θέλουμε να έχουμε μια ανταγωνιστική Ευρώπη, δίκαιη για όλους» πρόσθεσε.
Και τι γίνεται με την τεχνολογία; Πώς αναμένεται να επηρεάσει η εκθετική πρόοδός της την αγορά εργασίας στην ΕΕ; Μελέτη του cedefop για το πώς επηρεάζει η Τεχνητή Νοημοσύνη την ανθρώπινη εργασία αναμένεται να δημοσιευτεί στις 24 Ιουνίου. Ωστόσο, υπάρχει ήδη η εκτίμηση ότι οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν ή θα επεκταθούν χάρη στην τεχνολογία είναι περισσότερες από εκείνες που θα χαθούν. Αυτό δεν ισχύει όμως εξίσου για όλους τους τομείς: η ψηφιοποίηση της εργασίας εκτιμάται πως θα έχει αρνητικό αντίκτυπο σε τομείς όπως ο οικοδομικός (όπου οι θέσεις εργασίας αναμένεται να μειωθούν κατά 1 εκατ. ώς το 2035), αλλά και εκείνος των διοικητικών υπηρεσιών (επίσης -1 εκατ. θέσεις εργασίας). Αντίθετα, σε τομείς όπως το ΙΤ προβλέπεται η δημιουργία επιπλέον 1 εκατ. θέσεων εργασίας. Όσον αφορά την αναβάθμιση των δεξιοτήτων, ένα πρόβλημα είναι πως οι άνθρωποι που τείνουν να επιδιώκουν το reskilling και upskilling είναι συνήθως εκείνοι που ήδη διαθέτουν υψηλά επαγγελματικά προσόντα. Αντίθετα, στα χαμηλά προσόντα δεν εκδηλώνεται η ίδια ζέση κι αυτό είναι ένα σημαντικό πρόβλημα…