Της Τέτης Ηγουμενίδη
Δεν έχει τη δυνατότητα αγοράς κατοικίας η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων λόγω των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί στους μισθούς και τις τιμές των ακινήτων.
Περιορισμένη είναι και η πραγματική δυνατότητα πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό για τα ελληνικά νοικοκυριά. Με βάση τις τρέχουσες συνθήκες, πρόσβαση στην αγορά κατοικίας έχει περίπου το 25% των Ελλήνων με βάση το διαθέσιμο εισόδημα, ενώ εάν επικεντρωθούμε στην αγορά των νεόδμητων κατοικιών τα τρέχοντα επίπεδα τιμών απευθύνονται στο 3% με 10%.
Αντίθετα η ελληνική αγορά κατοικίας συνεχίζει να είναι ελκυστική για τους ξένους.
Τα παραπάνω αποτελούν στοιχεία μελέτης υπό τον τίτλο «Affordable Housing Special Report» η οποία παρουσιάστηκε χθες από τον Δημήτρη Ανδρίτσο, διευθύνοντα σύμβουλο της Cerved Property Services (CPS) κατά τη διάρκεια του 17ου Red Meeting Point.
Στην εν λόγω μελέτη, μεταξύ άλλων, επιχειρείται σύγκριση της αγοράς κατοικίας το 2008 σε σχέση με το 2023:
Το 2008 (όταν η αγορά κατοικίας ήταν στο υψηλότερο επίπεδο της σύγχρονης ιστορίας) το μέγεθος της άγγιζε τα 22 δις., ενώ το 2023 ήταν στα 9 δις. ευρώ με την Μεταβολή Επιπέδου Τιμών σε Εθνικό επίπεδο το 2023 έναντι 2008, -3.4%.
Το 80% των πράξεων για αγορά κατοικίας το 2008 γινόταν με τραπεζικό δανεισμό (13,2 δις. οι ετήσιες εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων). Το 2023 μόνον το 20% των πράξεων έχουν τραπεζικό δανεισμό (1,2 δις. τα στεγαστικά δάνεια).
Το 2008 η συμμετοχή ξένων υπηκόων στο σύνολο των πράξεων αγοράς κατοικίας ήταν 1,5% με 2%, ενώ το 2023 αγγίζει το 25%. Βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος το 2023 οι συνολικές επενδύσεις σε ακίνητα από ξένους ήταν 2,133 δις. ευρώ.
Πριν 16 χρόνια οι κατοικίες δεν είχαν επενδυτικό προφίλ και σε αυτές δεν επένδυαν οι ΑΕΕΑΠ (Εταιρίες Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας) συνθήκες που έχουν πλέον διαφοροποιηθεί. Η χρυσή βίζα και η βραχυχρόνια μίσθωση κατοικιών έχει κάνει ακόμα και τους Έλληνες να αγοράζουν κατοικίες για επενδυτικούς λόγους. Στη λογική αυτή έχουν μπει και θεσμικοί επενδυτές όπως είναι οι ΑΕΕΑΠ οι οποίοι επίσης επενδύουν σε κατοικίες, κάτι αδιανόητο στην Ελλάδα το 2008.
Ακόμη, βασικό συμπέρασμα της μελέτης αποτελεί ότι το μέσο ελληνικό εισόδημα σήμερα δεν ανταποκρίνεται στις αυξημένες τιμές των κατοικιών. Αντιθέτως για τους μη εγχώριους αγοραστές οι τιμές εξακολουθούν να είναι ελκυστικές.
Βάσει των στοιχείων που παρατίθενται η τιμή ανά τ.μ. στην Ελλάδα το 2023 είναι υψηλότερη σε σχέση με τις αντίστοιχες στη Λετονία τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία και χαμηλότερη από όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Πορτογαλία, Ισπανία Πολωνία, Σλοβενία κ.λ.π.).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Δείκτη ανθεκτικότητας τιμών (Sustainability Index) της CPS το επίπεδο τιμών στις κατοικίες του 2021 ήταν το ανώτερο όριο για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Με βάση την αξία ενός ακινήτου, το επίπεδο τιμών του 2021 για μια μέση κατοικία (περίπου 60 τ.μ. και ηλικίας 20-30 ετών) με σκοπό την ιδιοκατοίκηση, απαιτούνται εισοδήματα περίπου 8,5 ετών για την αγορά του, σε εναρμόνιση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019 ο δείκτης τιμών οικιστικών ακινήτων αυξήθηκε 6,43%, ενώ ο μέσος μισθός μειώθηκε 2,33%. Το 2020 είχαμε αύξηση στις τιμές κατοικιών 6,21% και αύξηση του μέσου μισθού 0,38%, με τα αντίστοιχα νούμερα για 2021, 2022 και 2023 να είναι 7,34% με 6,38% (κάπως συγκλίνουν οι ποσοστιαίες διαφορές), 11,08% με 5,28% και 16,52% με 6,38%.
Σύμφωνα με τον κ. Ανδρίτσο «βιώσιμη είναι η αγορά όπου το επίπεδο τιμών α) δίνει τη δυνατότητα στους εγχώριους αγοραστές να αποκτήσουν κατοικία και β) δεν αναμένεται να σημειώσει έντονες μεταβολές στο μεσοπρόθεσμο διάστημα.»
Όπως επίσης υπογράμμισε «η διατήρηση χαμηλών όγκων συναλλαγών και η τρέχουσα μείξη ξένων και εγχώριων επενδυτών στην αγορά δημιουργεί συνθήκες ανοδικής πίεσης των τιμών ακινήτων και ως εκ τούτου υπάρχει η ανάγκη διαμόρφωσης κατάλληλων πολιτικών κοινωνικής κατοικίας που θα τονώσουν και τη δυνατότητα προσφοράς κατοικιών».