«Οι Ηπειρώτες θέλοντας να τονίσουν τη δύναμη που έχει, της έδωσαν αρσενικά χαρακτηριστικά αποκαλώντας την “ο Φτελιάς”. Πολλοί βέβαια τη γνωρίζουν και από την τουρκική της ονομασία “Καραγάτσι” που θα πει “μαύρο δέντρο”. Ο Μ.Καραγάτσης οφείλει το ψευδώνυμό του (πραγματικό όνομα Δημ. Ροδόπουλος) σε έναν Φτελιά, στον περίβολο της εκκλησίας της Ραψάνης Θεσσαλίας, όπου συνήθιζε να διαβάζει στη σκιά του, τα εφηβικά χρόνια». Η περιγραφή αυτή προέρχεται μέσα από το βιβλίο της Καλλιόπης Στάρα «Τα δέντρα του τόπου μας» (εκδόσεις Αρτέον), που είναι και το θέμα της έκθεσης που διοργανώνεται στο Λαογραφικό Μουσείο Μακεδονίας – Θράκης.
Για τα ελάχιστα όμως καραγάτσια (φτελιές) που έχουν απομείνει από τη συνοικία των Εξοχών στη Θεσσαλονίκη αλλά και ευρύτερα στην πόλη, θα μιλήσει, σήμερα (Σάββατο), ο Δρ. Βιολογίας/Οικολογίας Γιώργος Μπλιώνης, σε ημερίδα στο Λαογραφικό Μουσείο, που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της έκθεσης.
Η περιβαλλοντική και ιστορική αξία των φτελιών αναδεικνύεται στην ομιλία του κ. Μπλιώνη, ο οποίος, περιγράφοντας τη συνοικία των Εξοχών, σημειώνει ότι το μεγαλύτερο ρέμα της ανατολικής Θεσσαλονίκης ονομαζόταν κατά την οθωμανική περίοδο Kuş Deresi, δηλαδή χείμαρρος (ή Λάκκος) των Πουλιών. Δεχόταν νερά από πολλούς χειμάρρους από τις σημερινές περιοχές του Πανοράματος, των Ελαιώνων, των Κωνσταντινουπολίτικων, της Πυλαίας και της Μαλακοπής, οι οποίοι συνέβαλαν σε μια κοινή κοίτη, στην περιοχή «Καμάρα» της Πυλαίας. Αυτή διερχόταν μεταξύ Κάτω Τούμπας και Χαριλάου, έφτανε έως τον σημερινό «Κήπο του Καλού» και μετά το εργοστάσιο «Αλυσίδα» χώριζε σε δύο σκέλη. Το βόρειο σκέλος ονομαζόταν Λάκκος του Arslan, από τον Karlo Arslan, κτηματία στην περιοχή εκείνη και η εκβολή του εντοπιζόταν δίπλα στην έπαυλη Μοδιάνο, το μετέπειτα Κυβερνείο και σήμερα Εθνικό και Λαογραφικό Μουσείο. Το νότιο σκέλος ονομαζόταν Büyük Dere (=Μεγάλος Λάκκος) ή Λάκκος του Charnaud, από έναν άλλο κτηματία της περιοχής εκείνης, τον Φρειδερίκο Σαρνώ.
«Μεταξύ των δύο κλάδων Αρσλάν και Σαρνώ βρισκόταν μια κατάφυτη, δασώδης περιοχή, γνωστή ως Karağatç, (τουρκική λέξη που θα πει μαύρο δέντρο), που αποτελεί σήμερα τη συνοικία Αναλήψεως. Αρκετά από τα πελώρια καραγάτσια της περιοχής σώζονταν μέχρι τη δεκαετία του 1980, λίγα άντεξαν μέχρι το 2020 και ελάχιστα σώζονται μέχρι τις μέρες μας» λέει ο κ. Μπλιώνης, προσθέτοντας ότι τα καραγάτσια δεν πρέπει να ήταν αυτοφυή, αλλά να φυτεύτηκαν σε ιδιωτικούς και δημόσιους κήπους.
Εξηγώντας δε τον λόγο για τον οποίο επιλέχτηκαν οι φτελιές για φύτευση στη συνοικία των Εξοχών και της Ανάληψης, αναφέρει ότι δείχνουν σαφή προτίμηση στο νερό και σε εδάφη πλούσια σε θρεπτικά συστατικά, που κατανέμονται κυρίως κοντά σε ποτάμια και ρυάκια ή σε πλημμυρικές πεδιάδες. Παράλληλα, ως είδος είναι ανθεκτικό, καθώς έχει τη δυνατότητα ταχείας και εύκολης ανάπτυξης και ανέχεται καλά διαφορετικές καταπονήσεις, όπως υπερχείλιση ή ξηρασία, ρύπανση και αλμυροί άνεμοι.
«Η πρώτη καταστροφή επήλθε με την επέλαση της πολυκατοικίας μεταπολεμικά οπότε και επικράτησε μια βίαιη αστικοποίηση και στην ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης. Οι επαύλεις σταδιακά κατεδαφίστηκαν, οι κήποι καταστράφηκαν και στη θέση τους ξεφύτρωσαν πολυκατοικίες. Μετά, άρχισε να εξαπλώνεται ο καταστροφικός μικρομύκητας Ophiostoma novo-ulmi αλλά και το “σκαθάρι της φτελιάς” του είδους Galerucella luteola. Στη Θεσσαλονίκη, χρησιμοποιήθηκαν φτελιές για τις δεντροστοιχίες της πόλης που ανήκουν στο υβρίδιο Ulmus x hollandica “vegeta” ως πιο ανθεκτικό στη νόσο αλλά δεν προβλέφθηκε αρδευτικό σύστημα για την σωστή φροντίδα των δένδρων, με αποτέλεσμα να γίνουν πιο ευάλωτα σε ασθένειες. Έτσι, πέρσι η διοίκηση Ζέρβα αποφάσισε να κόψει μεταξύ άλλων δέντρων και σχεδόν όλες τις φτελιές και να τις αντικαταστήσει με μελικουκιές (Κελτίδες) ενώ ιδιαίτερες διαστάσεις πήρε η κοπή των φτελιών της οδού Τσιμισκή, με αποτέλεσμα να έχουν απομείνει πλέον ελάχιστα καραγάτσια».