«Αναμμένο φυτίλι» τα υψηλά περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων τη διετία 2021 και 2022 όπως περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος που είδε χθες το φώς της δημοσιότητας. Τα ποσοστιαία περιθώρια κέρδους «αγγίζουν» το 20% στο κλάδο της Βιομηχανίας που ήταν το υψηλότερο και στο 1% για τη γεωργία δασοκομία και αλιεία. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από ΕΛΣΤΑΤ.
Πάντως στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρεται ότι η εκτίμηση των περιθωρίων κέρδους σε μακροοικονομικό επίπεδο ενέχει ένα βαθμό αβεβαιότητας, διότι ενδέχεται να επηρεάζεται από τυχόν σφάλματα εκτίμησης που αφορούν άλλες οικονομικές μεταβλητές οι οποίες υπεισέρχονται στην έμμεση εκτίμηση των περιθωρίων κέρδους. Για το λόγο αυτό, επιχειρείται μια προσέγγιση της εξέλιξης των περιθωρίων κέρδους στην ελληνική οικονομία με βάση δύο δείκτες που χρησιμοποιούνται ευρέως στις ασκήσεις μακροοικονομικών προβολών του Ευρωσυστήματος: το δείκτη περιθωρίων κέρδους και το δείκτη μοναδιαίων κερδών χωρίς όμως να δίνει περισσότερες πληροφορίες.
Σημειώνεται στην έκθεση ότι στα πρώτα τρίμηνα του 2023 οι ρυθμοί μεταβολής των περιθωρίων κέρδους στο σύνολο της οικονομίας παρουσιάζουν πτωτική τάση, αποκλίνοντας σημαντικά από τα υψηλά επίπεδα των ετών 2021 και 2022. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά ενδέχεται να οφείλεται όχι μόνο στη μείωση του κόστους παραγωγής (κυρίως λόγω της πτώσης των τιμών της ενέργειας), αλλά και στους θετικούς ρυθμούς μεταβολής των αμοιβών ανά μισθωτό που παρατηρήθηκαν από το δεύτερο εξάμηνο του 2022, παράγοντες οι οποίοι συνετέλεσαν σε μείωση των περιθωρίων κέρδους.
Η Τράπεζας της Ελλάδος ως εξήγηση για τα περιθώρια κέρδους δίνεται μέσα από υψηλά επίπεδα του πληθωρισμού κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών στις οικονομίες των χωρών της ευρωζώνης επηρέασαν, μεταξύ άλλων οικονομικών μεταβλητών, και τα περιθώρια κέρδους. Ειδικότερα για την ελληνική οικονομία, η ανάλυση με βάση στοιχεία εθνικών λογαριασμών έδειξε ότι την περίοδο 2021-2022 σημειώθηκε σημαντική αύξηση των περιθωρίων κέρδους. Πιο συγκεκριμένα, οι ρυθμοί μεταβολής του δείκτη περιθωρίων κέρδους για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας τα έτη 2021 και 2022 ξεπέρασαν τα ιστορικώς υψηλά τους επίπεδα καταγράφοντας αύξηση 4,0% και 9,0% αντίστοιχα. Στο βιομηχανικό τομέα (βιομηχανία και κατασκευές) ο ρυθμός μεταβολής των περιθωρίων κέρδους διαμορφώθηκε σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα, φθάνοντας στο 17,8% το 2022, αλλά και στον τομέα των υπηρεσιών ο ρυθμός μεταβολής των περιθωρίων κέρδους (7,4%) ήταν επίσης αξιοσημείωτος.
Ειδικότερα, οι κλάδοι της βιομηχανίας (εκτός κατασκευών), του εμπορίου και των κατασκευών και ο κλάδος των τεχνών και της διασκέδασης παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση περιθωρίων κέρδους. Η σχετικά μικρή κλίμακα μεγέθους της ελληνικής οικονομίας όσον αφορά την αγορά προϊόντων και η υστέρηση της εφαρμογής επαρκών διαρθρωτικών αλλαγών στην εν λόγω αγορά, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οικονομικής προσαρμογής, είναι παράγοντες που δημιουργούν έλλειψη ανταγωνισμού και ευνοούν τη διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους όταν οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέπουν. Η αύξηση των περιθωρίων κέρδους την περίοδο 2021-2022 οφείλεται ενδεχομένως στις υψηλές τιμές που καθόρισαν οι επιχειρήσεις προκειμένου να καλύψουν το αυξημένο κόστος παραγωγής και στην υπερβάλλουσα ζήτηση που παρατηρήθηκε μετά το τέλος της πανδημίας του COVID-19 και την επανεκκίνηση της οικονομίας. Οι παραπάνω παράγοντες σε συνδυασμό με έναν αρνητικό μέσο ρυθμό μεταβολής του μοναδιαίου κόστους εργασίας φαίνεται ότι συνέβαλαν στην αύξηση των περιθωρίων κέρδους την περίοδο 2021-2022.
Όμως σύμφωνα με τα στοιχεία των πιο πρόσφατων τριμήνων, παρατηρείται υποχώρηση των περιθωρίων κέρδους σε χαμηλότερα επίπεδα, γεγονός στο οποίο έχουν συμβάλει η αύξηση του ρυθμού μεταβολής των αμοιβών ανά μισθωτό από το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και η σταδιακή εξομάλυνση του ρυθμού ανόδου των τιμών στην οικονομία κυρίως ως αποτέλεσμα της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής και της εξασθένησης της υπερβάλλουσας ζήτησης.
Νίκος Θεοδωρόπουλος