«Η πορεία της ελληνικής ανάπτυξης θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από τον ρυθμό απορρόφησης των επενδυτικών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 3,6 δισ. Ευρώ, που προγραμματίζονται για το 2024», υπογράμμισε ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους Ιωάννης Τσουκαλάς, μιλώντας νωρίτερα σήμερα στη Βουλή.
«Το Γραφείο θεωρεί ότι η επιτάχυνση των επενδύσεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσουμε να πετύχουμε ένα καλύτερο ρυθμό ανάπτυξης, σε σχέση με το 2023. Αν έχουμε την ίδια επίδοση, όπως και φέτος, δυστυχώς θα κυμανθούμε αρκετά χαμηλά, ίσως όχι πάνω από το 2% αλλά θεωρούμε ότι είναι θετικά τα σημάδια μέχρι τώρα. Τουλάχιστον άτυπα, από τις πληροφορίες που έχουμε πάρει, υπάρχει καλή διοχέτευση πόρων του Ταμείου, μέχρι στιγμής. Επομένως, θα πρέπει, από τη μεριά του ο καθένας, να πιέσουμε, όσο μπορούμε ώστε να διοχετευθούν αυτοί οι πόροι στην ελληνική οικονομία. Μην ξεχνάμε ότι είναι περιορισμένος και ο χρόνος και ότι οι επενδύσεις, από τη φύση τους, είναι μια μακροχρόνια διαδικασία και επομένως, για να γίνουν πραγματικό κεφάλαιο χρειάζεται περισσότερος χρόνος. Το Ταμείο τελειώνει το 2026, δεν νομίζω ότι θα πάρει παράταση», είπε ο κ. Τσουκαλάς. Σημαντική, όπως είπε, θα είναι και η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η παγίωση φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, που θα τονώσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Χαρακτήρισε επίσης εφικτό τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% για το 2024, «εφόσον δεν υπάρξουν έκτακτες παρεμβάσεις και εφόσον δεν δυσκολέψει πάρα πολύ το διεθνές περιβάλλον».
Σταθμίζοντας τις θετικές προοπτικές με τους κινδύνους, για το 2024, ο Συντονιστής του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή είπε ότι «η θετική δυναμική στην αγορά, εάν διατηρηθεί, και ταυτόχρονα δούμε και αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και αν βελτιωθεί λίγο και το εξωτερικό περιβάλλον κα εξομαλυνθούν οι αβεβαιότητες που υπάρχουν, τότε αυτό πιθανόν να συμβάλει στην ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης». Σε σχέση με την αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις τράπεζες, είπε ότι πιθανά να εντείνει τον ανταγωνισμό και ίσως οδηγήσει, «υπάρχουν πολλές επιφυλάξεις φυσικά», σε μια αυξημένη πιστωτική επέκταση που είναι απαραίτητη για την αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Ευοίωνες επίσης, είπε, είναι οι προοπτικές για τον τουρισμό αλλά και την πρόοδο της επένδυσης στο Ελληνικό και η ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης, η οποία εφόσον αποδώσει και διαχυθεί ακόμη περισσότερο η χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, θα φέρει πρόσθετα έσοδα που θα δημιουργήσουν καλύτερες προϋποθέσεις πρόωρης αποπληρωμής του δημόσιου χρέους.
Αρνητικό παράγοντα, θεωρεί το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, τον κίνδυνο του πληθωρισμού που είναι «επίμονος» και δεν δείχνει εμφανή τάση ταχεία αποκλιμάκωσης. Παράλληλα υπάρχουν και κλυδωνισμοί στις τιμές βασικών εμπορευμάτων και αγαθών που μπορεί να πυροδοτήσουν ένα νέο κύμα αυξήσεων.
Ο κ. Τσουκαλάς ενημέρωσε την κοινοβουλευτική επιτροπή που είναι αρμόδια για την εκτέλεση του του προϋπολογισμού του κράτους, επί της Έκθεσης για το Δ΄ τρίμηνο του 2023, που συνέταξε το Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Πολλοί βουλευτές ζήτησαν διευκρινίσεις, για όσα η τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού αναφέρει σε σχέση με τις αυξήσεις μισθών.
Με δεδομένη την ελλιπή ανταγωνιστικότητα των αγορών προϊόντος της ελληνικής οικονομίας, ο κίνδυνος που έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας, είναι, αν για οποιοδήποτε λόγο αυξηθούν υπέρμετρα οι μισθοί, δηλαδή αν ξεπεράσουν οι αυξήσεις, στον ονομαστικό μισθό, το άθροισμα του συνόλου του πληθωρισμού και της παραγωγικότητας εργασίας, ότι μπορεί να δοθεί το έναυσμα σε κάποιες εταιρείες να επικαλεστούν τις αυξήσεις στους μισθούς, για να προχωρήσουν σε αυξήσεις των τιμών, είπε ο κ. Τσουκαλάς. Δεν αρνήθηκε ότι ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι χαμηλός, σε σχέση με τις χώρες της ευρωζώνης. Επισήμανε ωστόσο ότι οι μισθοί το 2009 στην Ελλάδα, προέρχονταν από υπερβάλλοντα δανεισμό και επομένως εκείνο το επίπεδο μισθών δεν ήταν βιώσιμο και είναι «ένας από τους λόγους που η ελληνική οικονομία δεν είχε ανταγωνιστικότητα και καταλήξαμε εκεί που καταλήξαμε».
«Εάν υποθέσουμε ότι θέλουμε να αλλάξουμε το μοντέλο της ελληνικής οικονομίας σε πιο εξωστρεφείς κλάδους, που εξάγουν, και επομένως θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικοί σε διεθνείς αγορές, το μισθολογικό κόστος όχι μόνο δεν φτάνει αλλά δεν είναι και το πρώτο. Το πρώτο είναι η καινοτομία για να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν σε αυτές τις αγορές», ανέφερε ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του κράτους και επισήμανε:
«Για να έρθει η καινοτομία, πρέπει να έχεις επιχειρήσεις με εργαζόμενους με προσόντα υψηλού επιπέδου, επομένως να τους αμείβεις πολύ καλύτερα και άρα οι μισθοί να είναι πολύ αυξημένοι. Επομένως, εάν δεν αλλάξουμε το μοντέλο, έχουμε μια ευκαιρία τώρα με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και φυσικά με κάποιες άμεσες ξένες επενδύσεις, αν θέλουμε να αλλάξουμε το παραγωγικό μοντέλο σε ένα μοντέλο πιο εξωστρεφές, θα πρέπει να αποσυρόμαστε σιγά σιγά από τους κλάδους κατασκευών, τουρισμού και να πηγαίνουμε σε κλάδους πιο καινοτόμους, που έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν και να μας δώσουν αύξηση των εξαγωγών. Δηλαδή, να φύγουμε από τους κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας και να περάσουμε σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτό δεν είναι φυσικά εύκολο να συμβεί ούτε σε τέσσερα, ούτε σε οκτώ, ούτε σε δέκα χρόνια. Η Ελλάδα θα χρειαστεί τουλάχιστον μια δεκαετία, ίσως και παραπάνω, για να μετασχηματιστεί σε αυτό το μοντέλο που θα θέλαμε για να αφήσουμε μια καλύτερη συνθήκη στη νέα γενιά».
Σε σχέση με τον «επίμονο» πληθωρισμό τροφίμων που «πυροδοτεί» το συνολικό ποσοστό του πληθωρισμού και που μάλιστα τον Ιανουάριο του 2024 αντιστοιχούσε στο 50% του συνολικού πληθωρισμού, ο κ. Τσουκαλάς πιθανολόγησε την ύπαρξη δικτύου μεσαζόντων που καρπώνεται μια τεράστια διαφορά στις τιμές από το χωράφι έως το σούπερ μάρκετ. Αρνητικός παράγοντας στην εξέλιξη αυτού του φαινομένου, είπε, είναι ο κατακερματισμός της αγροτικής παραγωγής και γι΄αυτό θα ήταν σωστότερη η συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής, σε επίπεδο συνεταιρισμών, ώστε να πουλάνε σε καλύτερες τιμές και να αφαιρεθούν κρίκοι από την εφοδιαστική αλυσίδα. «Αυτό λογικά θα έριχνε τις τιμές», είπε ο Συντονιστής του Γραφείου του Προϋπολογισμού του κράτους στη Βουλή.
Αναφερόμενος στις επενδύσεις, ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού, είπε ότι η Ελλάδα είναι περίπου 8% χαμηλότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης και «σε σχέση με το ΑΕΠ, μας λείπουν περίπου 20 δις επενδύσεων, κάθε χρόνο». Επισήμανε ωστόσο ότι με τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης αρχίζει και αυξάνει άμεσα η παραγωγική δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Κρίσιμο είναι τα χρήματα του Ταμείου να πέσουν στην οικονομία αποτελεσματικά και το δυνατό γρηγορότερα, είπε ο κ. Τσουκαλάς που επισήμανε πάντως ότι το 2023 δεν ήταν μια καλή χρονιά.