Πηγή Εικόνας: απε - μπε

Την ώρα που και στην Ελλάδα, με αιχμή την Αθήνα, κλιμακώνεται η συζήτηση για τη διατήρηση των χαρακτηριστικών των πόλεων και κυριότερα για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, το Παρίσι, μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα. Το ίδιο και μία νέα πρόταση για την ενίσχυση της στεγαστικής στέγης που κατέθεσε στον δημόσιο διάλογο
το ΤΕΕ.

Το ένα τέταρτο των κατοίκων της πρωτεύουσας της Γαλλίας διαμένουν σε σπίτια που ανήκουν στην κυβέρνηση, στο πλαίσιο μίας «επιθετικής» στρατηγικής να παραμείνουν στην πόλη Παριζιάνοι με χαμηλά εισοδήματα, το ίδιο και οι επιχειρήσεις τους, όπως αναφέρεται
σε άρθρο των New York Times.

Και μπορεί οι «εργατικές κατοικίες» να μας φέρουν στο μυαλό εικόνες θλιβερών, μεγάλων κτιρίων, ωστόσο, το πρόγραμμα κοινωνικής στέγης που ακολουθεί το Παρίσι, δεν είναι κάτι αντίστοιχο. Παράδειγμα εφαρμογής αποτελεί το συγκρότημα κατοικιών που προέκυψε μετά την ανακαίνιση στα γραφεία του γαλλικού Υπουργείου Άμυνας, στο 7ο διαμέρισμα, μία από τις πιο κομψές γειτονιές του Παρισιού.

Η ιδέα αυτού του φιλόδοξου σχεδίου ήταν να παραμείνουν οι κάτοικοι μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος καθώς και οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων στην καρδιά της πόλης και κατ’ επέκταση να διατηρηθεί ο χαρακτήρας της που λατρεύουν οι επισκέπτες της πόλης.

Το καλοκαίρι, όταν η γαλλική πρωτεύουσα θα υποδεχθεί περισσότερους από 15 εκατομμύρια επισκέπτες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, θα έχει την εικόνα μίας πολυποίκιλης κοινωνίας που διαμορφώθηκε μέσα από κυβερνητικές πολιτικές και αφορά ένα ευρύ
κοινωνικό στρώμα.

Σήμερα το ένα τέταρτο του συνόλου των κατοίκων του Παρισιού ζει σε δημόσιες κατοικίες, από 13% που ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η πολιτική mixité sociale, που προωθείται πιο έντονα από τα αριστερά πολιτικά κόμματα, ιδίως το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, στοχεύει τον οικονομικό διαχωρισμό που παρατηρείται σε πολλές πόλεις του κόσμου.
Κεντρική φιλοσοφία του σχεδίου είναι ότι αυτοί που παράγουν τον πλούτο της πόλης πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ζουν σε αυτή. Δάσκαλοι, εργαζόμενοι στον τομέα της καθαριότητας, νοσοκόμες, φοιτητές, αρτοποιοί και κρεοπώλες είναι μεταξύ εκείνων που
επωφελούνται από το πρόγραμμα.

Η υλοποίηση της ιδέας δεν είναι εύκολη και η λίστα αναμονής για ένα διαμέρισμα μέσω του προγράμματος κοινωνικής στέγασης διαρκεί περισσότερα από έξι χρόνια.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το Παρίσι δεν είναι καινούριο, αντίθετα, ταλαιπωρεί όλες τις δημοφιλείς πρωτεύουσες όπως το Λονδίνο, το Σαν Φρανσίσκο και τη Νέα Υόρκη. Αποτελούν ουσιαστικά, καταφύγιο για τους οικονομικά πιο ισχυρούς, οι οποίοι διαθέτουν τα χρήματά τους για να αγοράσουν ένα ακίνητο σε τέτοιες πόλεις και οι τιμές εκτοξεύονται.

Το φιλανθρωπικό ίδρυμα Fondation Abbé Pierre, στην ετήσια έκθεσή του ήταν ασυνήθιστα έντονο στους χαρακτηρισμούς του αποκαλώντας την κρίση που προκαλεί οι υψηλές τιμές των κατοικιών «κοινωνική βόμβα», με τους αστέγους να αυξάνονται και 2,4 εκατομμύρια οικογένειες να περιμένουν αιτήσεις για δημόσια στέγαση, από 2 εκατομμύρια που ήταν το 2017. Ωστόσο, τα μέτρα που έχει λάβει το Παρίσι για να κρατήσει τους κατοίκους με χαμηλότερο εισόδημα στην πόλη υπερβαίνουν κατά πολύ τις πρωτοβουλίες των περισσότερων
ευρωπαϊκών πόλεων.

Κάθε εβδομάδα ο αρμόδιος για ζητήματα στέγασης δημοτικός σύμβουλος του Παρισιού, Ζακ Μποντρίερ, εξετάζει τον κατάλογο ακινήτων που διατίθενται στην αγορά. Με ορισμένες εξαιρέσεις, η πόλη έχει το νόμιμο δικαίωμα να προκαταλάβει την πώληση ενός κτιρίου, να
αγοράσει το ακίνητο και να το μετατρέψει σε δημόσια κατοικία.
Με ετήσιο προϋπολογισμό 625 εκατ. ευρώ, ο Μποντρίερ δηλώνει ότι «είμαστε σε μια συνεχή μάχη».

«Ο αγώνας είναι ενάντια στις δυνάμεις που καθιστούν αδύνατη την αγορά ακίνητης περιουσίας στο Παρίσι για όλους εκτός από τους ευκατάστατους, συμπεριλαμβανομένων των αγοραστών που αγοράζουν τα διαμερίσματα ως δεύτερη κατοικία και στη συνέχεια τα αφήνουν άδεια για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου» δηλώνει. Το Παρίσι έχει επίσης περιορίσει δραστικά τις βραχυχρόνιες ενοικιάσεις, αφού οι αρμόδιοι ανησύχησαν όταν ιστορικές γειτονιές,
συμπεριλαμβανομένης της παλιάς εβραϊκής συνοικίας, το Marais, φάνηκε να ερημώνουν από κατοίκους καθώς οι επενδυτές αγόραζαν χώρους για να νοικιάσουν σε τουρίστες.

Ταυτόχρονα, ο Δήμος έχει κατασκευάσει ή ανακαινίσει περισσότερα από 82.000 διαμερίσματα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες για οικογένειες με παιδιά. Τα ενοίκια κυμαίνονται από έξι έως 13 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, ανάλογα με το εισόδημα του νοικοκυριού, που σημαίνει ότι ένα διαμέρισμα δύο υπνοδωματίων μπορεί να κοστίζει μόλις 600 ευρώ το μήνα. Έχει επίσης κατασκευάσει 14.000 φοιτητικά διαμερίσματα τα τελευταία 25 χρόνια. Τα ενοίκια σε ένα συγκρότημα κατοικιών που ολοκληρώνεται στο 13ο διαμέρισμα ξεκινούν από 250
ευρώ το μήνα.

Για τον Δήμο, κοινωνικός μηχανισμός είναι και η προστασία των μικρών καταστημάτων που συμβάλλουν στην αίσθηση της διαχρονικότητας της πόλης και περιλαμβάνει συγκεκριμένους τύπους επιχειρήσεων που έχουν βαθιές ρίζες στο Παρίσι. Στόχος είναι η διατήρηση της ισορροπίας με απαραίτητα καταστήματα και περιορισμό των αριθμό των αλυσίδων που συνήθως μπορούν να καταβάλουν υψηλότερο ενοίκιο.

«Δεν νοικιάζουμε σε McDonald’s, δεν νοικιάζουμε στο Burger King και δεν νοικιάζουμε σε Sephora», ξεκαθαρίζει ο δημοτικός σύμβουλος που επιβλέπει τις εμπορικές γαίες της πόλης Μπονέ-Ουλαλζί και προσθέτει ότι σε γειτονιές όπου ιδιώτες ιδιοκτήτες έχουν νοικιάσει σε αλυσίδες η μάχη έχει ξεκάθαρα χαθεί.
Η πόλη έχει μελετήσει τι μαγαζιά θέλει. Σε μια περιοχή που υπάρχουν πολλά κομμωτήρια, ο Δήμος νοίκιασε ένα κατάστημα τυριών. Σε άλλες γειτονιές επέλεξε να νοικιάσει σε συνεργεία επισκευής ποδηλάτων, εν μέρει για να ενισχύσει την προσπάθεια μείωσης του αριθμού των
αυτοκινήτων.

Η γαλλική στατιστική υπηρεσία Insee αναφέρει ότι το Παρίσι είναι πόλη στην οποία κατοικούν περισσότερες από 10.000 νοσοκόμες, 1.700 αρτοποιοί, 470 κρεοπώλες, 945 εργαζόμενοι στην καθαριότητα και 5.300 θυρωροί. Η ώθηση για περισσότερες κοινωνικές κατοικίες και άλλα προγράμματα για να γίνει η πόλη πιο προσιτή συνέπεσε με την κυριαρχία των αριστερών πολιτικών κομμάτων, τα οποία ήρθαν στην εξουσία το 2001 μετά από δεκαετίες δεξιάς διακυβέρνησης.

Αλλά ο Φρανσουά Ροσόν, σύμβουλος πολεοδομικού σχεδιασμού, σχολιάζει ότι υπάρχει μια λειτουργική συναίνεση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς στη Γαλλία σήμερα σχετικά με την ανάγκη για δημόσια στέγαση. «Η διαβίωση σε κοινωνική στέγη δεν αποτελεί στίγμα», αναφέρει και υπενθυμίζει ότι πριν από έναν αιώνα στη Γαλλία, όταν οι εταιρείες έχτισαν διαμερίσματα για τους εργαζομένους τους.

Αντίστοιχα, ο πρώην Υπουργός Στέγασης συντηρητικής κυβέρνησης Μπενουά Απαρού, περιέγραψε την κοινωνική στέγαση ως «απολύτως απαραίτητη». «Μια πόλη, αν αποτελείται μόνο από φτωχούς ανθρώπους, είναι καταστροφή και αν αποτελείται μόνο από πλούσιους ανθρώπους, δεν είναι πολύ καλύτερο» σχολίασε.

Το στεγαστικό πρόγραμμα του Παρισιού είναι μέρος του συμβιβασμού του κράτους πρόνοιας: οικονομικά προσιτή υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση, με αντάλλαγμα ορισμένους από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές εισοδήματος και κοινωνικές επιβαρύνσεις
στην Ευρώπη. Η δημόσια στέγαση, ωστόσο, διατίθεται όλο και περισσότερο μόνο για όσους είναι αρκετά τυχεροί να την αποκτήσουν.
Σήμερα, η πόλη απονέμει δημόσιες κατοικίες μέσω ενός συστήματος που αφαιρεί τα ονόματα των αιτούντων και τους δίνει προτεραιότητα μέσω ενός συστήματος μορίων που βασίζεται σ το εισόδημα και τις οικογενειακές συνθήκες.

Οι αντιδράσεις υπάρχουν κυρίως σε τοπικό επίπεδο, όταν κάτοικοι των κεντρικών περιφερειών, για παράδειγμα, έχουν συχνά σταματήσει την κατασκευή δημόσιων κατοικιών και οι γειτονιές παραμένουν προπύργια των πλουσίων. Υπάρχει επίσης διαφωνία σχετικά με το πόσο μακριά μπορεί ή πρέπει η κυβέρνηση να προωθήσει τη δημόσια στέγαση στο μέλλον. Ο τρέχων στόχος είναι το Παρίσι να έχει 30% δημόσια στέγαση για κατοίκους χαμηλού εισοδήματος και 10% για κατοίκους μεσαίου εισοδήματος έως το 2035.

Ο Μποντρίερ, μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του Παρισιού, εκτίμησε ότι μακροπρόθεσμα, το 60% των κατοικιών στην πόλη θα πρέπει να είναι δημόσια και να προορίζονται για οικογένειες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Ωστόσο, η κατασκευή νέων δημόσιων κατοικιών ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, επειδή μεγάλο μέρος της πόλης είναι ήδη πυκνά δομημένο και υπάρχουν περιοχές ιστορικές που προστατεύονται.

Οι πολεοδόμοι έχουν διαπραγματευτεί με την εταιρεία κρατικών σιδηροδρόμων προκειμένου να αγοράσουν παλιές εγκαταστάσεις και δικαιώματα διέλευσης. Εκμεταλλεύτηκαν επίσης ευκαιρίες όπως αυτή που προέκυψε το 2018, όταν το γαλλικό υπουργείο Άμυνας ενοποίησε
τα γραφεία του στο Παρίσι και ο Δήμος πέτυχε την αγορά ακινήτου σε πολύ χαμηλότερες τιμές της αγοράς. Η κατασκευή 253 διαμερισμάτων που ακολούθησε χρηματοδοτήθηκε από την πώληση μέρους του κτιρίου σε επενδυτικό ταμείο του Κατάρ, το οποίο χτίζει ένα πολυτελές ξενοδοχείο, καθώς και με χαμηλότοκα κρατικά δάνεια που έχουν διάρκεια από 50 έως 80 χρόνια, σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Στέγασης Εμανουέλ Κοσέ.
Ο Δήμος έχει αναλάβει και την αξιοποίηση και ερειπωμένων κτιρίων.

 

Ανταλλαγή δημόσιας περιουσίας με κατοικίες

Στην Ελλάδα με επίκεντρο την Αθήνα, εντείνονται οι πολιτικές για την κοινωνική στέγαση σε μία προσπάθεια να βρεθούν απαντήσεις στο πρόβλημα των πολύ υψηλών ενοικίων, της έλλειψης διαθεσιμότητας και την οριακή κατάσταση που βρίσκονται αρκετά νοικοκυριά.

Προ ημερών, ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας Γιώργος Στασινός, μιλώντας σε Forum στην Λαμία, αποκάλυψε ότι το ΤΕΕ έχει ήδη καταθέσει πρόταση προκειμένου να ενισχυθεί η κοινωνική στέγη και παράλληλα να αξιοποιηθεί η μεγάλη ακίνητη περιουσία του
Δημοσίου.

Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του ΤΕΕ η λύση στο στεγαστικό πρόβλημα είναι η ανταλλαγή αναξιοποίητων και εγκαταλελειμμένων ακινήτων του Δημοσίου με σύνολο διαμερισμάτων, τα οποία στη συνέχεια θα δίνονται προς ενοικίαση, έναντι χαμηλού μισθώματος, σε οικογένειες
με βάση κοινωνικο-οικονομικά κριτήρια. Μάλιστα, το μίσθωμα θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά χαμηλό έως μηδενικό για νέα ζευγάρια που αποκτούν παιδιά.

Μιλώντας με παραδείγματα, ο Γιώργος Στασινός εκτίμησε ότι η διαδικασία θα διαρκέσει 2-3 χρόνια και θα δώσει 2-3 χιλιάδες ακίνητα προς διάθεση στους πολίτες, κάτι που σαφώς θα επηρεάσει συνολικά τις τιμές των ενοικίων. Δήλωσε, επίσης, πρόθυμος να αναλάβει τη
διαδικασία το ΤΕΕ.

Η νέα πρόταση που έχει υποβάλλει το ΤΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί και
εκτός της Αθήνας, όπου υπάρχουν αναξιοποίητα κτίρια του Δημοσίου.