Μοναδική ευκαιρία για να ανασχεδιαστεί το αναπτυξιακό μέλλον του Έβρου αποτελούν οι μεγάλες ενεργειακές υποδομές, όπως ο Διαδριατικός Αγωγός Φυσικού Αερίου (ΤΑP), ο Διασυνδετήριος Αγωγός Ελλάδας – Βουλγαρίας (IGB) και ο Πλωτός Σταθμός Αποθήκευσης και Επαναεριοποίησης (FSRU) της Αλεξανδρούπολης, υπό την προϋπόθεση ότι το ελληνικό κράτος και ιδιώτες επενδυτές θα τοποθετήσουν επιπλέον πόρους στην περιοχή και ότι θα υπάρξει εκτεταμένη συζήτηση με την τοπική κοινωνία, ώστε να αισθάνεται αυτές τις επενδύσεις «δικές της» και να λειτουργεί σαν σύμμαχος.
Την εκτίμηση αυτή διατυπώνει, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς Γιάννης Μανιάτης, πρώην υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ενόψει της σημερινής παρουσίασης, στη Θεσσαλονίκη, του βιβλίου του «Επειδή δεν υπάρχει Planet B», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη». Προσθέτει πως οι εξελίξεις γύρω από την ενέργεια, γενικά στην περιοχή της Βόρειας Ελλάδας -από Θεσσαλονίκη, Καβάλα και Αλεξανδρούπολη μέχρι Πτολεμαΐδα και Κοζάνη- «σηματοδοτούν μια αυτονόητη αλήθεια: ότι ο χώρος της Βόρειας Ελλάδας μπορεί να είναι η αιχμή του δόρατος τόσο για τη χώρα, όσο και ευρύτερα για τα Βαλκάνια. Η Βόρεια Ελλάδα έχει την ευκαιρία να αναδειχθεί σε ενεργειακό κόμβο όλης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, σε μια περίοδο που οι συγκυρίες είναι τέτοιες, ώστε η ενέργεια αναδεικνύεται σε ό,τι πιο σπουδαίο».
«Εδώ και μια δεκαετία ξεκινήσαμε σταδιακά να μετασχηματίζουμε τη Βόρεια Ελλάδα σε πολύ σημαντικό κόμβο ενεργειακής αναβάθμισης. Χρησιμοποιώ πρώτο πληθυντικό, γιατί ήμουν ο υπουργός που σχεδίασε, μελέτησε και ενέταξε για χρηματοδότηση σε ευρωπαϊκά προγράμματα, έργα που συζητάμε σήμερα. Η πρώτη μεγάλη εθνική επιτυχία ήρθε το 2013, όταν κερδίσαμε τη διέλευση του TAP από τη Βόρεια Ελλάδα, ενώ τα λόμπι στις Βρυξέλλες και αλλού ήθελαν ο αγωγός να παρακάμψει τη χώρα, να διασχίσει την Τουρκία και από εκεί να ανέβει Βουλγαρία και Ρουμανία, και να τροφοδοτεί και άλλες ευρωπαϊκές αγορές. Κερδίσαμε τη διέλευση του αγωγού από τη Βόρεια Ελλάδα και σήμερα αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του οριζόντιου άξονα τροφοδοσίας με φυσικό αέριο των δυτικών και ανατολικών Βαλκανίων και άλλων ευρωπαϊκών αγορών. Δεύτερον, ο αγωγός IGB, ο οποίος το 2013-2014 μελετήθηκε, εντάχθηκε για χρηματοδότηση και ενσωματώθηκε στις εθνικές στρατηγικές επενδύσεις, είναι ένα πολύ σπουδαίο έργο. Τον Δεκέμβριο του 2014, στην έδρα της Αντιπροσωπείας της Ελλάδας στις Βρυξέλλες, υπέγραψα μνημόνιο συνεργασίας με τους ομολόγους μου της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, για την επέκταση του αγωγού στον Κάθετο Διάδρομο και βλέπω με μεγάλη χαρά πως ο σχεδιασμός συνεχίζει να υλοποιείται. Τρίτον, το FSRU, που αποτελεί μια πολύ σημαντική νέα πηγή τροδοφοσίας με φυσικό αέριο για τα Βαλκάνια, επίσης εντάχθηκε προς χρηματοδότηση από τα λεγόμενα PCIs (Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος) της ΕΕ, το 2013-2014. Στην κοσμογονία λοιπόν που υλοποιείται στη Βόρεια Ελλάδα, βάλαμε τις βάσεις πριν από 10 χρόνια σε επίπεδο μελετών και σχεδιασμού» υπογράμμισε.
«Προφανώς η Ελλάδα πρέπει να παράγει το δικό της φυσικό αέριο»
Το φυσικό αέριο χαρακτηρίζεται ως μεταβατικό καύσιμο για τις επόμενες δεκαετίες. Ποια είναι η πιο συμφέρουσα επιλογή για την Ελλάδα; Να κάνει τις απαιτούμενες κινήσεις και επενδύσεις ώστε να το παράγει ή να επιλέξει να το εισάγει; Κατά τον κ. Μανιάτη, προφανώς η Ελλάδα πρέπει να παράγει το δικό της φυσικό αέριο, καθώς η ζήτηση θα παραμείνει υψηλή. Όπως λέει, το 2040, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, η ανθρωπότητα υπολογίζεται πως θα χρησιμοποιεί φυσικό αέριο σε πολύ μεγαλύτερη ποσότητα από ό,τι σήμερα, καθώς από 4000 bcm (δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα) αναμένεται να φτάσουμε στα 5500. Ο δε Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας έχει χαρακτηρίσει την τρέχουσα δεκαετία ως τη χρυσή εποχή του φυσικού αερίου και έχει εκτιμήσει ότι στην περίοδο από το 2030 ώς το 2050-2060, θα συνεχίσουν να είναι απαραίτητες παγκοσμίως τουλάχιστον οι σημερινές ποσότητες του καυσίμου. Ο λόγος για αυτό είναι προφανής: οι χώρες σταδιακά αποσύρουν τον άνθρακα, που τροφοδοτεί ενεργειακά πολύ υψηλό ποσοστό της παγκόσμιας οικονομίας και το κενό αυτό πρέπει κάπως να αναπληρωθεί.
«Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα “παραγωγή ή εισαγωγές;”, έχει ως εξής: αντί να ομφαλοσκοπούμε, ας παραδειγματιστούμε από αυτά που κάνουν τα πιο “πράσινα” κράτη της Ευρώπης. Το πιο πράσινο εξ αυτών, η Νορβηγία, παράγει και θα συνεχίσει να παράγει 4 εκατ. βαρέλια πετρελαίου ημερησίως. Η επίσης πράσινη Δανία πολλές δεκάδες χιλιάδες βαρέλια. Η Ολλανδία για πολλές δεκαετίες αξιοποιούσε το κοίτασμα φυσικού αερίου στο Groningen (Γκρόνιγκεν), εισπράττοντας ετησίως δημόσια έσοδα 10-15 δισ. ευρώ. Στη Μεγάλη Βρετανία υπάρχουν εκατοντάδες θαλάσσια οικόπεδα για αξιοποίηση υδρογονανθράκων και πρόσφατα ανακοινώθηκε πως πρόκειται να δοθούν άλλες 100 άδειες για έρευνα αερίου και πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα. Η Ελλάδα προφανώς πρέπει να παράξει το δικό της φυσικό αέριο. Η αξία των ελληνικών κοιτασμάτων έχει εκτιμηθεί στα 250 δισ. ευρώ, από τα οποία θα μπορούσαμε να περιμένουμε δημόσια έσοδα 60-70 δισ. ευρώ στα επόμενα 25 χρόνια, τα οποία θα επενδυθούν στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, όπως έχουμε νομοθετήσει ήδη από το 2013. Εκτός και αν αποφασίσουμε για κάποιον λόγο να εισάγουμε αέριο και πετρέλαιο από τρίτες χώρες, πληρώνοντάς τες 7-10 δισ. ευρώ ετησίως» λέει χαρακτηριστικά.
Αν το φυσικό αέριο είναι απολύτως απαραίτητο, το ίδιο ισχύει και για τη συνέχιση της προσπάθειας πράσινης μετάβασης, στην οποία η Ελλάδα παρουσιάζει εδώ και χρόνια θετικές επιδόσεις. «Ήδη από το 2013-2014 ήμασταν η δεύτερη καλύτερη χώρα στην Ευρώπη σε παραγωγή ενέργειας από φωτοβολταϊκά, όγδοη στα αιολικά και δεύτερη στην αξιοποίηση του προγράμματος “Εξοικονομώ”. Εδώ και μια δεκαετία διαμορφώσαμε εθνική στρατηγική, που οδήγησε την Ελλάδα σε πολύ υψηλά επίπεδα σε αυτόν τον τομέα. Όσα σήμερα συμβαίνουν, με τα νέα φωτοβολταϊκά, τις μονάδες υδρογόνου κτλ, εντάσσονται σε μια πορεία που χαράχθηκε πριν από 10 χρόνια. Νομίζω πως η Ελλάδα, επειδή είναι από τις καλύτερες χώρες της ΕΕ σε επίπεδο πράσινης μετάβασης, έχει την απαραίτητη φερεγγυότητα για να αποδειχθεί σε ισχυρό εταίρο στην ΕΕ σε αυτο το πεδίο. Χρειάζεται βέβαια να διαμορφώσουμε νέα εθνική, πατριωτική στρατηγική, βάσει της οποίας αντί να εισάγουμε πρώτες ύλες και προϊόντα από την Κίνα και άλλες χώρες, θα βοηθάμε τις ελληνικές εταιρείες που κατασκευάζουν εξαρτήματα και εξοπλισμό πράσινης μετάβασης να αναπτυχθούν και να προχωρήσουν σε εξαγωγές, ώστε να διαμορφώσουμε το δικό μας εθνικό μοντέλο, μιας πράσινης μετάβασης “made in Greece”. Επείγει αυτή η στρατηγική να διαμορφωθεί εδώ και τώρα από την κυβέρνηση, σε συνεννόηση με το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ» εκτιμά.
Η Ευρώπη πρέπει να ξυπνήσει
Πέραν του σοκ που δέχτηκε από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει και άλλους δαίμονες: αυξανόμενη εξάρτηση από το αμερικανικό Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο (LNG), σε μια περίοδο μάλιστα που ο Τραμπ ενδέχεται να επανεκλεγεί πλανητάρχης, πόλεμος στη Μέση Ανατολή, επιθέσεις σε πετρελαιοφόρα στην Ερυθρά Θάλασσα. Τι πρέπει να πράξει σε αυτό το τοπίο; «Θεωρώ πως επιτέλους η Ευρώπη πρέπει να ξυπνήσει. Επί αρκετές δεκαετίες κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου με το φθηνό ρωσικό αέριο. Σήμερα είμαστε εξαρτημένοι από το αμερικανικό και καταριανό LNG, αλλά κι από το αέριο από την Αλγερία και το Αζερμπαϊτζάν. Αυτό σημαίνει μια άλλου είδους εξάρτηση και αν Τραμπ εκλεγεί, ουδείς γνωρίζει τι θα συμβεί. Είμαστε επίσης εξαρτημένοι από κινεζικές πρώτες ύλες για τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά. Η Ευρώπη έχει λοιπόν διπλή εξάρτηση. Χρειάζεται μια στρατηγική απεξάρτησης και από τις δύο πλευρές, χρειάζεται να αξιοποιήσει δικούς της πόρους σε επίπεδο υδρογονανθράκων και πρώτων υλών, αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα» λέει ο κ. Μανιάτης.
Προλαβαίνει η Ευρώπη να πράξει εγκαίρως τα δέοντα και τι θα γίνει αν δεν τα καταφέρει; «Πιστεύω πως θα προλάβουμε, γιατί αν δεν προλάβουμε είμαστε καταδικασμένοι σε μια δεκαετία να περάσουμε σε απόλυτα υφεσιακή περίοδο. Η Ευρώπη, όπως άλλωστε και η Ελλάδα, καθυστέρησε μια δεκαετία -σήμερα θα μπορούσαμε να έχουμε πέντε ή έξι εξέδρες άντλησης πετρελαίου στις ελληνικές θάλασσες» σημειώνει, ενώ ως προς το κόστος της μετάβασης από την εξάρτηση στην αυτονομία επισημαίνει πως η ΕΕ έχει πιστοληπτική ικανότητα ΑΑΑ, αποτελώντας από τους καλύτερους συνομιλητές των αγορών σε επίπεδο χρηματοδότησης.