Για μια Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα Πανεπιστημίων, κρατικών και μη κρατικών
Του Κωνσταντίνου Ζέρβα,
Πολιτικού Μηχανικού, πρώην Δημάρχου Θεσσαλονίκης
Η συζήτηση για την ψήφιση ενός νέου νόμου για την Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση, δυστυχώς διεξάγεται μέσα από το πρίσμα της ίδιας παθογένειας που ταλανίζει τα περισσότερα μεγάλα θέματα που συζητούμε στην Ελλάδα.
Όχι ως διάλογος για την πρόοδο, αλλά ως αντιπαράθεση για την ιδεολογική επικράτηση, ή την προάσπιση κεκτημένων.
Διεξάγεται ως μια λεκτική διελκυστίνδα για την ανάδειξη της πλευράς που θα επικρατήσει.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως η ένταση της αντιπαράθεσης τροφοδοτείται περισσότερο όχι από εκείνους που είναι αντικειμενικά ισχυρότεροι και ικανότεροι να επιβάλλουν τις θέσεις τους, αλλά από εκείνους μόνο μόνο μέσω του διαλόγου θα μπορούσαν ίσως να πείσουν ότι δεν τους ωθεί μόνο το συμφέρον να μην αλλάξει τίποτα, το τοπίο να παραμείνει απαράλλακτο στο διηνεκές.
Και η Γνώση; Η ποιότητα της παρεχόμενης Παιδείας; Η ανάγκη για επένδυση περισσότερων πόρων στην Παιδεία και στην παραγωγή έμψυχου δυναμικού υψηλών προδιαγραφών; Που βρίσκονται όλα αυτά τα ζητούμενα στη σημερινή αντιπαράθεση;
Ναι, η «Γνώση» ως όρος, υπάρχει σε πολλές θέσεις, σε κόκκινες γραμμές, σε διάφορες προσεγγίσεις. Μήπως όμως εντάσσεται στην αντιπαράθεση προσχηματικά, ειδικά από τους φανατικούς πολέμιους του νομοσχεδίου;
Άλλωστε η Γνώση δεν είναι στατική! Μεγεθύνεται μέσα από την εξέλιξη.
Άρα περισσότερη σημασία έχουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα έχει αυτή η εξέλιξη και λιγότερη σημασία, το αν στην ταμπέλα θα γράφει «Δημόσιο», ή «Μη Κρατικό», ή ακόμα και «Ιδιωτικό» Πανεπιστήμιο.
Άλλωστε, αφού όλοι συμφωνούν πως η Παιδεία χρειάζεται περισσότερους πόρους και αφού οι περισσότεροι συμφωνούν πως τα δημοσιονομικά περιθώρια του κράτους είναι στενότερα από εκείνα που όλοι θα επιθυμούσαμε, γιατί μας πειράζει οι πόροι αυτοί να είναι ΚΑΙ ιδιωτικοί;
Ή μήπως ξεχνάμε την ιστορία μας;
Ποια θα ήταν σήμερα η Ελλάδα άραγε, αν την εποχή της οικοδόμησης του νεοελληνικού κράτους, ή και νωρίτερα ακόμα, δεν υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός Εθνικών Ευεργετών που χρηματοδότησαν Σχολές, Εκπαιδευτήρια, Ιδρύματα, Πανεπιστήμια, ώστε να αναδείξουν, να ενισχύσουν και να προσφέρουν στην πατρίδα τα φωτεινά μυαλά που θα την οικοδομούσαν; Αλλά και να αξιοποιήσουν -ως δασκάλους- λαμπρούς επιστήμονες πού υπήρχαν εντός και εκτός της χώρας μας.
Αδερφοί Ζάππα, αδερφοί Ριζάρη, Αβέρωφ, Ευγενίδης, Σκυλίτση, Σίνας, Συγγρός, Χαροκόπος, Παπάφης και τόσοι άλλοι, εκτός από ένα μεγάλο πλήθος ευεργετημάτων (νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία, μέγαρα, θέατρα, δρόμους, κ.α.), χρηματοδότησαν πανεπιστήμια, πολυτεχνεία, επαγγελματικές, τεχνικές σχολές, εκπαιδευτήρια και σχολεία.
«Ναι», θα πει κάποιος, «αλλά εκείνοι ήταν δωρητές, ενώ οι σημερινοί θέλουν να μπουν στην Παιδεία ως επιχειρηματίες».
Και λοιπόν;
Θέλουμε περισσότερα και καλύτερα κτίρια; Θέλουμε περισσότερους καθηγητές; Θέλουμε περισσότερες ευκαιρίες για τους νέους; Θέλουμε περισσότερα εργαστήρια; Καλύτερο εξοπλισμό; Περισσότερη έρευνα; Δημιουργία ενός σημαντικού εθνικού πόρου;
Ας μην αφήσουμε λοιπόν καμία ευκαιρία άντλησης πόρων ανεκμετάλλευτη και ας φροντίσουμε να εξασφαλίσουμε τις προϋποθέσεις, ώστε αυτή η επιλογή να μην εκτροχιαστεί, και πάλι. Όπως έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν.
Η Πολιτεία ασφαλώς δε δικαιούται να επιτρέψει την υποχώρηση του ποιοτικού επιπέδου των Δημοσίων Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Τα δημόσια Πανεπιστήμια πρέπει να έχουν υψηλές προδιαγραφές, πρέπει να ενισχύονται και πρέπει να θέτουν ψηλά τον πήχη. Και ιδιαίτερα απέναντι στα μη κρατικά πανεπιστήμια.
Ίσα-ίσα, πρέπει να διευκολυνθεί και να κινητροδοτηθεί η ευκολότερη πρόσβαση και των Δημοσίων ΑΕΙ σε ιδιωτικά κεφάλαια. Έτσι άλλωστε λειτουργούν όλα τα μεγάλα πανεπιστήμια παγκοσμίως: με τη σύνδεση πανεπιστημίων και επιχειρείν.
Ειδικά σε μια πόλη σαν τη Θεσσαλονίκη, με την πανεπιστημιακή ταυτότητα που διαθέτει, αλλά και την προοπτική της καινοτομίας που οικοδομεί, δεν δικαιούμαστε να αφήνουμε καμία ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Και προφανώς δεν πρέπει να στεκόμαστε φοβικά απέναντι στο νέο. Ο ανταγωνισμός επενεργεί πάντα θετικά.
Ποια σύγκριση, αλήθεια, θα μπορούσε να βάλει δύσκολα στην Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ, για να αναφερθώ και στη σχολή στην οποία είχα την τιμή να φοιτήσω.
Διότι το έμψυχο δυναμικό υπάρχει, ιδιαίτερα στην πόλη μας. Και αυτό βοήθησε ώστε μεγάλες επενδύσεις των τελευταίων ετών να εξελιχθούν στη Θεσσαλονίκη ταχύτερα ακόμα και απ` ότι οι επενδυτές υπολόγιζαν. Με παραδείγματα εξαγγελιών για 200 θέσεις εργασίας επιστημόνων, να εξελίσσονται σε ανάπτυξη 700 ή 1.000 θέσεων εργασίας μέσα σε λίγους μήνες.
Φανταστείτε να μην υπήρχε και το brain drain των προηγουμένων ετών!
Η Θεσσαλονίκη λοιπόν δεν πρέπει να χάσει την ευκαιρία, να αποκτήσει περισσότερα πανεπιστήμια, φροντίζοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει με επιτυχία μια ακόμα σημαντική πρόκληση: να διεκδικήσει και να δημιουργήσει τις ευκαιρίες που θα κρατήσουν τα μυαλά στην ίδια την πόλη. Παράλληλα με το μέγεθος της επένδυσης ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος που θ’ αποτελέσει σημαντική αιμοδοσία για την οικονομία της πόλης. Μιας πόλης πρωτεύουσας όχι μόνο των εξαιρετικών κρατικών πανεπιστημίων που διαθέτει, αλλά και των μη κρατικών, για τα οποία όλοι πρέπει να συμβάλλουμε ώστε να βρουν φιλοξενία στη Θεσσαλονίκη.