Με πάνω από 250 εκατ. ευρώ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) θα χρηματοδοτηθεί το πρώτο στάδιο των ηλεκτρικών υποδομών υψηλής τάσης για τη σύνδεση της Κρήτης και της περιφέρειας Αττικής. Το έργο θα βελτιώσει την ενεργειακή ασφάλεια της Κρήτης, θα μεγιστοποιήσει το δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας του νησιού, θα μειώσει τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας προς όφελος των καταναλωτών και θα ενισχύσει την ευρύτερη οικονομική ανάπτυξη της περιοχής.
Η Επίτροπος Συνοχής και Μεταρρυθμίσεων κ. Ελίζα Φερέιρα, δήλωσε σχετικά: «Χάρη στη στήριξη της πολιτικής συνοχής, η νέα διασύνδεση θα μειώσει τις τιμές που πληρώνουν σήμερα οι Έλληνες καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας για να καλύψουν το υψηλό κόστος της ηλεκτροπαραγωγής σε νησιά που δεν ανήκουν στο κύριο δίκτυο. Σε μια εποχή υψηλών τιμών ενέργειας, η επένδυση αυτή και η ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης με την ηπειρωτική Ελλάδα αποτελεί μια καλή είδηση για τους πολίτες της Κρήτης. Η διασύνδεση αποτελεί επίσης σημαντικό βήμα για τη βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας και του ενεργειακού εφοδιασμού σε όλη την ΕΕ, ενώ θα βοηθήσει την Ελλάδα να αξιοποιήσει καλύτερα τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
Η κατασκευή δύο σταθμών μετατροπής (στη Δαμάστα της Κρήτης και στον Κουμουνδούρο Αττικής) θα εξασφαλίσει την ομαλή και αδιάλειπτη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και θα επιτρέψει την επανεκκίνηση του σταθμού σε περίπτωση διακοπής ρεύματος.
Όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη σχετική ανακοίνωση, η νέα ηλεκτρική διασύνδεση θα προσφέρει πολλαπλά οφέλη: η ενσωμάτωση της Κρήτης στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα συμβάλει στη μείωση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας χάρη στην ενίσχυση του ανταγωνισμού και θα συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη και στην ανάπτυξη του τουρισμού, ο οποίος αντιπροσωπεύει σχεδόν το μισό ΑΕΠ της Κρήτης. Θα μεγιστοποιήσει επίσης το δυναμικό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας της Κρήτης, περιορίζοντας τη χρήση ορυκτών καυσίμων και την εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου.
Μόνο το 2025, κατά το πρώτο έτος λειτουργίας της, η ηλεκτρική διασύνδεση αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση των εκπομπών CO2 κατά τουλάχιστον 400.000 τόνους.