Της Έρης Δρίβα
Ήταν 15 Απριλίου του 2019 όταν ο κόσμος παρακολουθούσε με φρίκη τον διάσημο καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων να τυλίγεται στις φλόγες. Η οροφή του υπέροχου μνημείου και η δομή στήριξης από ξύλο βελανιδιάς 800 ετών καταστράφηκαν όταν ο κύριος πυργίσκος – που αποτελούνταν από 750 τόνους βελανιδιάς με επένδυση από μόλυβδο – κατέρρευσε πάνω στην ξύλινη οροφή. Το έργο της ανοικοδόμησης βρίσκεται σε εξέλιξη, με στόχο η Παναγία των Παρισίων, να επαναλειτουργήσει στις 8 Δεκεμβρίου 2024.
Αν βγήκε κάτι από αυτή την καταστροφή, είναι η αποκάλυψη τμημάτων της δομής του καθεδρικού ναού τα οποία δεν ήταν προσβάσιμα μέχρι εκείνη τη στιγμή, φανερώνοντας στους αρχαιολόγους και τους συντηρητές περισσότερα στοιχεία για τα υλικά που είχαν χρησιμοποιηθεί στα μέσα του 12ου αιώνα κατά την κατασκευή της Παναγίας των Παρισίων. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PLoS ONE, και την οποία επικαλείται το arstechnica.com, οι κατασκευαστές του Μεσαίωνα είχαν χρησιμοποιήσει ενισχύσεις από σίδηρο κατά τις αρχικές φάσεις, καθιστώντας έτσι την Παναγία των Παρισίων το παλαιότερο κτίσμα καθεδρικού ναού στο οποίο εφαρμόστηκε η συγκεκριμένη μέθοδος.
«Η φωτιά έριξε φως σε συγκεκριμένες χρήσεις σιδήρου, όπως είναι οι συνδέσεις στην κορυφή των άνω τοίχων που ήταν εντελώς κρυμμένοι», δήλωσε ένας από τους συγγραφείς της έρευνας ο Μαξίμ Λεριτιέρ από το Πανεπιστήμιο του Παρισιού στο Gizmodo. «Χωρίς τη φωτιά ή ένα ευρύ έργο αποκατάστασης δεν θα μπορούσαμε να δούμε τις συγκεκριμένες ενισχύσεις. Μέχρι τότε θεωρούσαμε ότι η χρήση σιδερένιων εξαρτημάτων σε αυτές τις διαδικασίες κατασκευής εφευρέθηκαν τον 13ο αιώνα, ωστόσο, διαπιστώνουμε πλέον ότι είχαν χρησιμοποιηθεί νωρίτερα στην Παναγία των Παρισίων».
Αν και δεν υπάρχουν πρωτότυπα σχέδια για τον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων, μερικούς αιώνες μετά την κατασκευή της, άλλα οικοδομικά έργα άφησαν πίσω τους έγγραφα που ονομάζονται λογαριασμοί κτιρίων ή λογαριασμοί υφασμάτων, τα οποία περιλαμβάνουν πληροφορίες όπως αγορές υλικών και πληρωμές σε κτίστες. Ωστόσο, στα τέλη του 12ου αιώνα, ανάλογα έγγραφα δεν χρησιμοποιούνταν ακόμη ευρέως. Στις αρχές του 1800, ο καθεδρικός ναός κατέρρεε και οι αρχιτέκτονες Εζέν Βιολέτ λε Ντυκ και Ζαν Μπατίστ Αντουάν Λασούς έκλεισαν ένα βασιλικό συμβόλαιο για την αποκατάσταση του μεσαιωνικού κτίσματος. Δουλεύοντας με απλά εργαλεία, ο Βιολέτ λε Ντυκ άφησε πίσω του λεπτομερέστατα και ακριβή σχέδια της αρχικής αρχιτεκτονικής και της δικής του δουλειάς αποκατάστασης.
Διακόσια χρόνια μετά, ο ιστορικός τέχνης Στέφεν Μάρεϊ και ο αείμνηστος ιστορικός αρχιτεκτονικής Άντριου Τάλον από το Κολέγιο Βάσαρ εξέτασαν με ανιχνευτές λέιζερ όλο τον καθεδρικό ναό, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών κρυφών σημείων. Όσο για την δημοφιλή ακουστική του καθεδρικού, μία ομάδα Γάλλων ειδικών έκανε λεπτομερείς μετρήσεις λίγα χρόνια πριν την φωτιά. Όλα αυτά τα δεδομένα έχουν βοηθήσει τους αρχιτέκτονες και τους συντηρητές στο έργο της ανοικοδόμησης.
Σε άλλους γαλλικούς μεσαιωνικούς καθεδρικούς ναούς που χτίστηκαν μετά την Παναγία των Παρισίων, όπως στη Σαρτρ, στο Μπουργκ ή στη Ρενς, χρησιμοποιήθηκαν παντού σιδερένια εξαρτήματα, ραβδώσεις και αλυσίδες. Αλλά μέχρι τώρα, δεν ήταν σαφές σε ποιο βαθμό οι αρχικοί κατασκευαστές της Παναγίας των Παρισίων είχαν χρησιμοποιήσει σίδηρο. Οι συνδέσεις και τα κρηπιδώματα έδωσαν στους ερευνητές πρόσβαση στα ανώτερα μέρη του καθεδρικού ναού, αν και ορισμένα παρέμεναν απρόσιτα. Ακόμα, η ομάδα που εργάζεται στην ανοικοδόμηση βρήκε εκτεταμένη χρήση σιδερένιων συνδετήρων σε διαφορετικά επίπεδα, με το χαμηλότερο να είναι δύο σειρές συνδετήρων στα δάπεδα των εξέδρων του δεύτερου επιπέδου πάνω από τις καμάρες, καθώς και στην κύρια αίθουσα και τη χορωδία.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της έρευνας, κάποιες σιδερένιες ενισχύσεις προέρχονται ξεκάθαρα από την εποχή των προσπαθειών ανοικοδόμησης του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα οι σιδερένιες αλυσίδες και οι ράβδοι δέσης στους άνω τοίχους πάνω από τη χορωδία και τους άνω θόλους. Το πραγματικό ερώτημα ήταν πόσο παλιές ήταν οι υπόλοιπες σιδερένιες ενισχύσεις. Μεταξύ άλλων, η ομάδα χρησιμοποίησε μία νέα μέθοδο χαρακτηρισμού μετάλλων που συνδυάζει την χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα, προκειμένου να προσδιορίσει την ηλικία και την πιθανή προέλευση των δειγμάτων που συνέλλεξε.
Το συμπέρασμα ήταν ότι οι σιδερένιοι συνδετήρες στο δάπεδο των εξέδρων χρονολογούνται στις αρχές της δεκαετίας του 1160, δηλαδή στις πρώτες φάσεις κατασκευής. «Μέχρι στιγμής, αυτές οι σειρές συνδετήρων είναι το παλαιότερο γνωστό παράδειγμα σιδερένιων οπλισμών που χρησιμοποιήθηκαν στον αρχικό σχεδιασμό ενός γοτθικού μνημείου», αναφέρουν στην έρευνα. Τουλάχιστον 40 χρόνια πριν τις σιδερένιες ενισχύσεις που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των καθεδρικών ναών στην Σαρτρ ή το Μπουργκ. Οι συνδετήρες που βρέθηκαν στην κορυφή των μεγάλων πλευρικών τοίχων χρονολογούνται στις αρχές του 13ου αιώνα, υποδεικνύοντας ότι οι αρχιτέκτονες εκείνης της περιόδου βασίζονταν επίσης σε σιδερένιες ενισχύσεις.
Όσο για τον ίδιο τον σίδηρο, η ανάλυση του μετάλλου έδειξε ότι προήλθε από κράματα που ήταν κοινά στον Μεσαίωνα και παρόμοιας ποιότητας με εκείνα που βρέθηκαν στην Σαρτρ και την Τρουά, σε παρόμοιους καθεδρικούς.
Αυτό που κάνει τους συνδετήρες της Παναγίας των Παρισίων ασυνήθιστους είναι η παρουσία γραμμών συγκόλλησης, που υποδεικνύουν ότι πολλά κομμάτια σιδήρου διαφορετικής προέλευσης συγκολλήθηκαν μεταξύ τους για να σχηματίσουν κάθε συνδετήρα. Η παρακολούθηση αυτών των πηγών εφοδιασμού θα μπορούσε να ρίξει φως στο εμπόριο, την κυκλοφορία και τη σφυρηλάτηση σιδήρου στο Παρίσι του 12ου και 13ου αιώνα.
«Συγκριτικά με άλλους καθεδρικούς όπως της Ρενς, η δομή της Παναγίας των Παρισίων είναι ελαφριά και κομψή» αναφέρει η Τζένιφερ Φίλτμαν από το Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα, η οποία δεν σχετίζεται με την έρευνα, στο New Scientist. «Αυτή η μελέτη επιβεβαιώνει ότι η χρήση σιδήρου κατέστησε δυνατή αυτή την ελαφρύτερη κατασκευή στο Παρίσι και επομένως η χρήση αυτού του υλικού ήταν ζωτικής σημασίας για το σχέδιο του πρώτου αρχιτέκτονα της Παναγίας των Παρισίων» προσθέτει η ίδια.