Της Εριφύλης Δρίβα
Με σχεδόν εννέα δεκαετίες ζωής, συνδεδεμένης με την ιστορική εξέλιξη του Πειραιά, η Σιταποθήκη του λιμανιού ετοιμάζεται να γνωρίσει μία δεύτερη ακμή και να αναγεννηθεί ως Μουσείο Ενάλιων Αρχαιοτήτων.
Ως μεγάλο και κρίσιμο κατασκευαστικό έργο για την εποχή, το σιλό του Πειραιά «βίωσε», μέχρι να ολοκληρωθεί, όλα τα προβλήματα που γνωρίζουν ακόμα και σήμερα αρκετά μεγάλα έργα. Τις καθυστερήσεις.
Η κατασκευή της σιταποθήκης περιλαμβανόταν στο προγραμματικό σχέδιο έργων του λιμανιού του 1923, με τον Οργανισμό του Λιμένος να προκηρύσσει, τελικά, τον διαγωνισμό το 1929. Ο διαγωνισμός ήταν διεθνής και προέβλεπε ένα σιλό χωρητικότητας 15.000 τόνων (Τεχνικά Χρονικά, 15 Μαρτίου 1939). Το 1931, οπότε και τελεσφόρησε ο διαγωνισμός δόθηκε η εντολή στην – με σημερινούς όρους – κοινοπραξία «Siemens-Bauunion G.F.T.H.-Berlin», την ελληνική εταιρεία του πολιτικού μηχανικού Νικολάου Γαβαλά και το εργοστάσιο μηχανών «Hartmann A.G. Offenbach a.M.», για την κατασκευή του σιλό με αυξημένη, πλέον, χωρητικότητα στους 20.000 τόνους.
Όπως αναφέρεται στα «Τεχνικά Χρονικά» της εποχής, η συναλλαγματική κρίση, οι δυσκολίες χρηματοδότησης και η διπλή αλλαγή της θέσης του έργου για λόγους συγκοινωνιακούς και τεχνικούς, οδήγησαν τελικά στην έναρξη των εργασιών τον Οκτώβριο του 1934. Ο προβλεπόμενος χρόνος ολοκλήρωσης ήταν οι 12 μήνες, ωστόσο, εξαιρετικές δυσχέρειες, προκάλεσαν νέα καθυστέρηση με αποτέλεσμα η εγκατάσταση να δοθεί σε χρήση τον Νοέμβριο του 1936. Σύμφωνα με το αρχείο του ΟΛΠ, το 1937 πραγματοποιήθηκαν και τα εγκαίνια Σιταποθήκης (Σιλό) του λιμανιού και των αναρροφητήρων.
Μέχρι να δοθεί σε χρήση το σιλό, τα σιτηρά ξεφορτώνονταν από τα πλοία με κάδους ή γερανούς και ρίχνονταν στα κρηπιδώματα και στη συνέχεια έμπαιναν σε σακιά για να οδηγηθούν στους μύλους με φορτηγά. Η μεταφόρτωση αυτή γινόταν στην προβλήτα του λιμένα Αλών.
Η κατασκευή του σιλό, επομένως, έφερε πραγματική «επανάσταση». Αρκεί να αναφερθεί ότι η εκφόρτωση από τα πλοία με αναρροφητική μηχανή, η ζύγιση και η αποθήκευση στα κελιά έφθανε στους 300 τόνους/ώρα, η δυνατότητα φόρτωσης σε φορτηγά ή σιδηροδρομικά οχήματα στους 200 τόνους/ώρα και η φόρτωση σε πλοία στους 100 τόνους/ώρα.
Το κυρίως κτίριο του σιλό έχει μήκος 49,97 μ., πλάτος 29,50 μ. και ύψος 44,28 μ. Ο πύργος φθάνει σε ύψος 56,20 μ. και επάνω του τοποθετήθηκε ιστός 11 μ. ώστε να λειτουργήσει και ως σηματωρός. Δίπλα στο σιλό υπάρχει το «παράρτημα» με τα γραφεία και το μηχανοστάσιο τα οποία έχουν ύψος 21,60 μ. Κάτω από το σιλό υπάρχει ελεύθερη δίοδος με στοές προκειμένου να επιτρέπεται η φόρτωση οχημάτων κάτω από τον πυθμένα των κελιών. Το σιλό περιέχει 78 τετραγωνικά κελιά (34 των 400 τόνων, 24 των 200 τόνων και 20 των 100 τόνων) με ύψος 27,25 μ.
Σημειώνεται ότι, ο μεγάλος σεισμός της Κορίνθου το 1928 που είχε προκαλέσει ζημιές και σε κτίρια του Πειραιά, γεγονός που οδήγησε στην αντισεισμική θωράκιση του σιλό.
Το κτίριο του σιλό στο σήμερα
Δεκαετίες μετά το κτίριο του σιλό στον Πειραιά περνάει από τον ΟΛΠ στο Υπουργείο Πολιτισμού προκειμένου να μετατραπεί σε Μουσείο Ενάλιων Αρχαιοτήτων. Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες πολιτιστικές παρεμβάσεις στην πόλη εδώ και χρόνια καθώς εκτός των άλλων θα αναδείξει μία περιοχή του λιμανιού που μένει αναξιοποίητη.
Προσωρινός ανάδοχος του έργου έχει ανακηρυχθεί η ΤΕΡΝΑ Α.Ε. ενώ η συνολική δαπάνη κατά την προσφορά είναι στα 66,75 εκατ. ευρώ (με συνολικό ποσό ΦΠΑ 82,78 εκατ. ευρώ).
Τις προμελέτες για το έργο που θα υλοποιηθεί με κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, χρηματοδότησε το Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη. Για την ολοκλήρωση του έργου θα απαιτηθούν 27 μήνες από την υπογραφή της σύμβασης.
Ένα ακόμα τοπόσημο του Πειραιά, μετά τον Πύργο, έρχεται στο προσκήνιο υπογραμμίζοντας το επενδυτικό ενδιαφέρον που προσελκύει πλέον το μεγάλο Λιμάνι.