Στην έκταση του ατμοηλεκτρικού σταθμού Αμυνταίου, εκεί που για χρόνια παραγόταν ηλεκτρική ενέργεια από λιγνίτη, το τοπίο αναμένεται να αρχίσει να αλλάζει σε λίγα χρόνια: σε εμβαδόν δεκάδων στρεμμάτων θα αρχίσει να οικοδομείται η μονάδα «πράσινου» υδρογόνου της «Hellenic Hydrogen», η οποία αναμένεται εκτός απροόπτου να τεθεί σε λειτουργία το 2027, αποφέροντας στην τοπική οικονομία όφελος της τάξης των 100 εκατ. ευρώ ετησίως (μέσω της βελτίωσης του ισοζυγίου εισαγωγών-εξαγωγών, της μείωσης εκπομπών ρύπων διοξειδίου του άνθρακα και της φορολογίας και λαμβανομένων υπόψη των πολλαπλασιαστών) και διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία 40-50 άμεσων και περίπου 500 έμμεσων θέσεων εργασίας στην περιοχή.
Τις παραπάνω εκτιμήσεις διατυπώνει, μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ), ο Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της «Hellenic Hydrogen», της ιδρυθείσας το 2023 κοινοπραξίας της Motor Oil και της ΔΕΗ. Διατυπώνει δε την εκτίμηση ότι η συγκεκριμένη επένδυση πιθανότατα θα προσελκύσει στην περιοχή επιπλέον επενδύσεις από επιχειρήσεις, που θα θέλουν να χρησιμοποιήσουν το πράσινο υδρογόνο, ώστε να συμμορφωθούν ταχύτερα στις κοινοτικές επιταγές για την «πράσινη» ενεργειακή μετάβαση.
Κατά τον κ. Τριανταφυλλόπουλο, το επιχειρηματικό μοντέλο δημιουργίας τέτοιων μονάδων διεθνώς εδράζεται συνήθως στη σταδιακή ανάπτυξή τους, βάσει της ζήτησης του παραγόμενου καυσίμου: «δηλαδή, το τελικό ύψος της επένδυσής μας, η οποία ονομάζεται “North-1”, θα εξαρτηθεί από τις συμφωνίες που θα κάνουμε με τους υποψήφιους πελάτες μας. Ξεκινάμε από ένα επίπεδο και αν σε δύο – τρία χρόνια έχουμε περισσότερους καταναλωτές ανανεώσιμου υδρογόνου, προσθέτουμε MW (μεγαβάτ) στη μονάδα. Η αρχική μας επένδυση αφορά 50-100 MW και αντιστοιχεί σε 70-120 εκατ. ευρώ. Για τα περίπου 50 ΜW θα χρειαστούμε 20-25 στρέμματα της έκτασης του ΑΗΣ Αμυνταίου, ενώ η δυναμικότητα σε κιλά υδρογόνου θα είναι 5000- 7000 τόνοι. Αν τα MW αυξηθούν σε 100, τότε θα παράγονται πάνω από 12.000 τόνοι ανανεώσιμου υδρογόνου. Ως προς τις θέσεις εργασίας, στο κατασκευαστικό στάδιο υπολογίζουμε ότι θα απασχοληθούν στην επένδυση γύρω στα 400-500 άτομα και κατά τη λειτουργία της 40-50. Η πρώτη αυτή μονάδα στόχος είναι να είναι έτοιμη και να παράγει ανανεώσιμο υδρογόνο το 2027» σημειώνει και προσθέτει ότι λόγω της μακράς ιστορίας της περιοχής στην ηλεκτροπαραγωγή, στη Δυτική Μακεδονία υπάρχει επαρκής αριθμός εξειδικευμένων εργαζόμενων για τη στελέχωση της μονάδας.
Σε ποιο στάδιο βρίσκεται σήμερα η πολυαναμενόμενη επένδυση; Κατά τον κ. Τριανταφυλλόπουλο, βρίσκεται στο στάδιο του βασικού σχεδιασμού, ενώ παράλληλα εξετάζονται τρόποι άντλησης χρηματοδότησης, μέσω της ένταξης της επένδυσης σε εθνικά και ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα και εργαλεία. Τι είδους παρεμβάσεις θα απαιτήσει η μετατροπή ενός παλιού ΑΗΣ σε μονάδα ηλεκτρόλυσης για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου και πώς θα μεταφέρεται το καύσιμο, όταν η επένδυση ολοκληρωθεί και τεθεί σε λειτουργία; «Ο λόγος που τοποθετούμε αυτή τη μονάδα σε έναν παλιό ΑΗΣ, δεν είναι γιατί θα χρησιμοποιούμε απαραίτητα τον υφιστάμενο εξοπλισμό. Θα παραλάβουμε το οικόπεδο απαλλαγμένο από υφιστάμενες κατασκευές και συζητάμε αν θα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις υφιστάμενες υποδομές για νερό και ρεύμα. Η μεταφορά του υδρογόνου θα γίνεται με αγωγό μήκους περίπου 10 χιλιομέτρων, ο οποίος θα ξεκινάει από τη μονάδα μας και θα φτάνει στον υπό κατασκευή αγωγό του ΔΕΣΦΑ.
Γιατί στη Δυτική Μακεδονία;
Γιατί επέλεξε η κοινοπραξία τη Δυτική Μακεδονία για τη δημιουργία της πρώτης της μονάδας υδρογόνου (σ.σ. σύμφωνα με πληροφορίες η Hellenic Hydrogen εξετάζει τη δρομολόγηση ακόμα δύο αντίστοιχων πρότζεκτ, σε Μεγαλόπολη και Αγίους Θεοδώρους Κορίνθου); Όπως διευκρινίζει, το πιο βασικό στοιχείο της επένδυσης υδρογόνου είναι η τοποθεσία και η Δυτική Μακεδονία παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα: προσφέρει τη δυνατότητα επιτάχυνσης της διαδικασίας αδειοδοτήσεων, καθώς φιλοξενεί ιστορικά βιομηχανικές χρήσεις, βρίσκεται κοντά στους βόρειους γείτονες της Ελλάδας, οπότε υπάρχει η δυνατότητα εξαγωγών, ενώ έχει νερό και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), οι οποίες είναι απαραίτητες για την παραγωγή υδρογόνου. «Βέβαια, ως προς το τελευταίο, υπάρχει και στη Δυτική Μακεδονία το πρόβλημα της έλλειψης διαθεσιμότητας ηλεκτρικού χώρου, καθώς ενώ στην περιοχή υπάρχουν ΑΠΕ, το δίκτυο είναι πολύ συμφορημένο για να τις απορροφήσει» διευκρινίζει.
Το όραμα της κοινοπραξίας είναι να υπάρξει σημαντική προσφορά ΑΠΕ σε ανταγωνιστικό κόστος, ώστε η μετάβαση στο υδρογόνο να είναι οικονομικά προσιτή για τους καταναλωτές. Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, χρειάζεται -κατά τον κ. Τριανταφυλλόπουλο- να γίνουν πολλά. «Για να έχουμε ανταγωνιστικότητα, θα πρέπει να έχουμε ανταγωνιστικές τιμές πράσινης ενέργειας, καθώς το κόστος αυτών αντιστοιχεί στο 70% του κόστους παραγωγής υδρογόνου. Σε συνεργασία με την κυβέρνηση λοιπόν, χρειάζεται να βρούμε τρόπους να διατίθεται φθηνή πράσινη ενέργεια για τις μονάδες ηλεκτρόλυσης, δημιουργώντας το αντίστοιχο πλαίσιο εντός του υφιστάμενου πλαισίου των ΑΠΕ. Θα πρέπει επίσης να αντιμετωπισθεί και το θέμα των υποδομών μεταφοράς υδρογόνου, καθώς το υφιστάμενο δίκτυο αγωγών δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά των παραγόμενων ποσοτήτων, βάσει σχετικών εκτιμήσεων. Χρειάζεται επίσης να υπάρξει το πλαίσιο. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει εθνική στρατηγική για το υδρογόνο, ούτε νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, αν και υπάρχει από πλευράς του αρμόδιου υπουργείου η διάθεση για τη δημιουργία της πρώτης έκδοσης του πλαισίου στο πρώτο εξάμηνο του 2024. Είναι απαραίτητο, τέλος, να δοθούν κίνητρα για την παραγωγή και κατανάλωση υδρογόνου, όπως η θετική φορολογική αντιμετώπιση όσων το χρησιμοποιούν ως καύσιμο ή ενεργειακό μεταφορέα, η διευκόλυνση της χωροθέτησης και αδειοδότησης μονάδων που το χρησιμοποιούν και η παροχή κινήτρων σε καταναλωτές όπως η αεροπλοΐα και η ναυτιλία, για να περάσουν σε αυτό» λέει, ενώ υπενθυμίζει ότι για την παραγωγή ανανεώσιμου υδρογόνου χρειάζεται μόνο ενέργεια από ΑΠΕ και νερό. Δεν παράγονται ρύποι και υγρά απόβλητα, δεν απαιτείται εξόρυξη και μεταφορά υδρογονανθράκων και δεν υπάρχει περιβαλλοντική όχληση κάποιου είδους.
Το ποσοστό των έργων παραγωγής ανανεώσιμου υδρογόνου, που ανακοινώθηκαν παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια και έφτασαν στο στάδιο της επενδυτικής απόφασης μόλις και μετά βίας προσεγγίζει το 4%. Γιατί είναι τόσο χαμηλό; Ένας από τους λόγους φαίνεται πως είναι και η ζήτηση. «Το μεγάλο πρόβλημα που έχουν όσοι επενδύουν σε πράσινο υδρογόνο είναι ότι δεν υπάρχει ακόμα αγορά που μπορεί να στηρίξει την προσφορά, οι λεγόμενοι “οff-takers” (σ.σ. αντισυμβαλλόμενοι σε συμφωνία αγοραπωλησίας προϊόντων, που ακόμα δεν έχουν παραχθεί). Αυτή τη στιγμή, γενικά στην Ευρώπη, η αγορά του υδρογόνου ακόμα δημιουργείται. Υπάρχουν βιομηχανίες, όπως αυτές του χάλυβα ή των λιπασμάτων, που μπορούν να πάρουν άμεσα το υδρογόνο και να το χρησιμοποιήσουν στις διαδικασίες τους, και άλλες όπως η ναυτιλία ή η αεροπλοΐα, που παίρνουν παράγωγα υδρογόνου. Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν έχουμε ούτε μεγάλες βιομηχανίες χάλυβα ούτε μεγάλες μονάδες λιπασμάτων. Έχουμε βέβαια διυλιστήρια, δηλαδή πιθανούς πελάτες, λόγω της ανάγκης να “πρασινίσουν” την παραγωγή τους και να εμπλουτίσουν τη γκάμα των προϊόντων τους με νέα, εναλλακτικά καύσιμα, ενώ δυνητικούς πελάτες μεσοπρόθεσμα και υπό προϋποθέσεις αποτελούν και οι νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, που διαθέτουν ικανότητα καύσης μίγματος φυσικού αερίου-υδρογόνου» εξηγεί.
Η (τροφοδοτούμενη και με υδρογόνο) ενεργειακή καρδιά της Ελλάδας
Την εκτίμηση ότι οι επενδύσεις στον τομέα του υδρογόνου (και όχι μόνο), όπως αυτές των Hellenic Hydrogen και Advent Technologies, θα φέρουν στη Δυτική Μακεδονία περισσότερα επενδυτικά κεφάλαια και βιομηχανίες, διατυπώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αρμόδιος περιφερειάρχης, Γιώργος Αμανατίδης: «θα γίνουμε επενδυτικός τόπος όχι μόνο για τις τεχνολογίες υδρογόνου, αλλά και για άλλες μορφές ενέργειας και τεχνολογίας, αλλά και για επενδύσεις που απαιτούν τη χρήση υδρογόνου ή την αξιοποίηση της αποθήκευσης ενέργειας. Καθώς σιγά-σιγά όλο αυτό θα ξεδιπλώνεται με ενέργειες, που η μία θα “χτυπά” πολλαπλασιαστικά στην άλλη, θα κινητοποιήσει περισσότερες ευκαιρίες» εκτιμά.
Προσθέτει πως στόχος είναι η Δυτική Μακεδονία να συνεχίσει να είναι η ενεργειακή καρδιά της Ελλάδας, αυτή τη φορά με βάση όχι τον λιγνίτη, αλλά τις νέες ενεργειακές τεχνολογίες, την καινοτομία, τις δομές και τις υποδομές: «Αυτό σημαίνει ότι θα στηρίξουμε τόσο ήδη υφιστάμενες μονάδες, όπως η ΣΗΘΥΑ (Συμπαραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης) για τις τηλεθερμάνσεις των πόλεων, όσο και τις ΑΠΕ και τα βιοκαύσιμα -σκεφτείτε ότι η “Πτολεμαΐδα V” μετά από τέσσερα ή πέντε χρόνια θα δουλεύει μεταξύ άλλων με αξοποίηση βιοκαυσίμων. Με βάση αυτή τη στρατηγική, θα δώσουμε χώρο και στο υδρογόνο. Ωριμάζοντας σιγά-σιγά οι τεχνολογίες του υδρογόνου και δεδομένων όσων σας περιέγραψα νωρίτερα, θα συνεχίσουμε να είμαστε η ενεργειακή καρδιά της Ελλάδας, καθόσον έχουμε ήδη τα δίκτυα, τους αγωγούς και τους δρόμους μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Στην περιοχή έχουμε τη δυνατότητα να αναπτύξουμε μέχρι 4 GW και ίσως περισσότερα εγκαθιστώντας διάφορες μορφές παραγωγής ενέργειας» εκτιμά και προσθέτει πως στόχος είναι τόσο ο σχεδιασμός των έργων, όσο και τα έργα καθεαυτά, να διέπονται από ρεαλισμό και να γίνει σαφές ότι όλες αυτές οι νέες τεχνολογίες προαπαιτούν -στην πρώτη φάση τους- δημόσια δαπάνη. Υπενθυμίζει ότι, πέραν των προαναφερθέντων επενδύσεων, ο ΔΕΣΦΑ αυτή τη στιγμή προχωρά τις υποδομές του (π.χ., αγωγούς που μπορούν να φιλοξενήσουν και υδρογόνο) και μπορεί να διασυνδεθεί και με γειτονικές χώρες.
Μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2024 η λειτουργία του γραφείου προσέλκυσης επενδυτών
«Αυτό που θέλουμε είναι να μεγιστοποιηθεί η συμμετοχή των ΑΠΕ στην περιοχή, ώστε να έχουμε φθηνότερη ενέργεια τόσο για τα έργα του υδρογόνου, όσο και γενικότερα» λέει. Η Περιφέρεια συμμετέχει επίσης ενεργά όπου χρειάζεται -με την υποβολή προτάσεων- στην κάλυψη και βελτίωση κενών νομοθεσίας σε ό,τι αφορά το υδρογόνο. Παράλληλα, έχει βάλει στα «σκαριά» την αμεσότερη και καλύτερη εξυπηρέτηση των επενδυτών. Προς την κατεύθυνση αυτή, εντός του πρώτου τριμήνου του 2024 θα λειτουργήσει το ειδικό γραφείο προσέλκυσης επενδύσεων: «Ο επενδυτής που έρχεται στην περιοχή θα πηγαίνει στο γραφείο, όπου θα υπάρχει γεωγραφικό σύστημα πληροφοριών, και θα βλέπει πού μπορεί να επενδύσει στη Δυτική Μακεδονία. Κατόπιν, τα τρία άτομα στο γραφείο θα του λένε “ο στόχος σου είναι στόχος μας. Όταν υποβάλεις τους φακέλους στο τμήμα υγιεινής ή βιομηχανίας ή περιβάλλοντος, ενημέρωσέ μας να τρέξουμε τις διαδικασίες”. Βρήκαμε ήδη τον χώρο για το γραφείο, θα πάρουμε τα άτομα και είμαστε στη διαδικασία οργάνωσης, άρα θα λειτουργήσει μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2024» καταλήγει.