Αρκετή συζήτηση γίνεται τον τελευταίο καιρό για αναδιάρθρωση «υδροβόρων» καλλιεργειών (αυτές που καταναλώνουν υπερβολικές ποσότητες νερού για την άρδευσή τους), ώστε η ελληνική γεωργία να προσαρμοστεί στην «κλιματική κρίση» βάσει της Νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), που εφαρμόζεται στη χώρα μας από την 1η Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους.

Ποιες είναι όμως αυτές οι μη υδροβόρες καλλιέργειες και με ποια φυτά, τα οποία ίσως και να μην θέλουν καθόλου νερό για την άρδευσή τους (παρά μόνο το νερό των βροχοπτώσεων) προτείνεται να αντικατασταθούν; Σε αυτό το ερώτημα απαντά στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Δρ Αλέξανδρος Παπαχατζής, καθηγητής Δενδροκομίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πρόεδρος του τμήματος Γεωπονίας – Αγροτεχνολογίας και διευθυντής του Εργαστηρίου «Δενδροκηπευτικών & Εδαφικών Πόρων, HORTLAB».

Στην κορυφή των «επικηρυγμένων» ετήσιων υδροβόρων καλλιεργειών, τονίζει ο κ. Παπαχατζής, είναι κυρίως ο αραβόσιτος (καλαμπόκι), η μηδική (τριφύλλι), το βαμβάκι, αλλά και η βιομηχανική ντομάτα, παρόλο που η τελευταία συνεχίζει να επιδοτείται (Συνδεδεμένη ενίσχυση, περίπου 51,2 € /στρέμμα). Η αλήθεια βέβαια είναι ότι όντως, οι ετήσιες απαιτήσεις και η κατανάλωση νερού για την άρδευσή τους, ανέρχονται σε περίπου 700 κυβικά μέτρα (όπου 1 κ.μ. = με 1.000 λίτρα νερού)/στρέμμα για τον αραβόσιτο, πάνω από 700 κ.μ./στρέμμα για την μηδική, 600 κ.μ./στρέμμα για το βαμβάκι και 500 κ.μ./στρέμμα για την βιομηχανική ντομάτα.

Μπορεί τα παραπάνω νούμερα να προκαλούν δέος, αλλά στην πραγματικότητα, αυτό που θα πρέπει να προσέξουμε και να συνυπολογήσουμε είναι ότι το «υδατικό αποτύπωμα» που αφήνουν, ίσως να μην είναι τόσο μεγάλο, αν το συνδυάσουμε με τις «υψηλές αποδόσεις» που μας δίνουν, αναλογικά με άλλα λιγότερο υδροβόρα φυτά.

Το πρόβλημα με αυτές τις «εαρινές» καλλιέργειες, εξηγεί, είναι ότι σπέρνονται την άνοιξη, από Απρίλιο και μετά και επομένως καλλιεργούνται κατά την περίοδο του καλοκαιριού, όπου οι ανάγκες για νερό είναι ιδιαίτερα αυξημένες, αλλά χωρίς αυτές, να συνοδεύονται στη χώρα μας, εκείνη την εποχή, από τις απαραίτητες βροχοπτώσεις. Άρα, χρειάζονται αναγκαστικά άρδευση.

Οι προτάσεις για αντικατάσταση αυτών των υδροβόρων καλλιεργειών, συμπεριλαμβάνουν, «εξωτικά» είδη κάποιων «αρχέγονων» φυτών, από τη Λατινική Αμερική, την Ασία, την Αφρική και την Νότια Ευρώπη, που είναι ανθεκτικά σε ξηροθερμικές συνθήκες και στις επερχόμενες κλιματικές μεταβολές, λόγω της κλιματικής αλλαγής.

Ενδεικτικά, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης αναφέρει: την Κινόα, την Τσία, το Τεφ, το Μαύρο Σινάπι, την Νιγκέλα, την Καμελίνα, την Μουκούνα, το Σιταροκρίθαρο, την Γλυκοπατάτα, την Τσουκνίδα για ίνα και το Λινάρι για λάδι και για ίνα.

Πιο αναλυτικά, ο κ. Παπαχατζής στη συνέχεια παρουσιάζει αυτά τα νέα είδη, τις «μη υδροβόρες καλλιέργειες» ένα προς ένα περιληπτικά:

 

-Η κινόα (Quinoa), προέρχεται από τη Νότια Αμερική, από την περιοχή της οροσειράς των Άνδεων, δηλαδή από το Περού, Ισημερινό, Χιλή κ.ά., ενώ καλλιεργείται εκεί, τα τελευταία τρεις έως και τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Το συγκεκριμένο σιτηρό, ήταν μαζί με τις πατάτες και τον αραβόσιτο, οι κύριες τροφές αυτών των λαών.

Στη δική μας σύγχρονη διατροφή, τη συναντάμε σε διάφορες gourmet σαλάτες με κινόα.

-Η τσία (Chia) καλλιεργούνταν από τους Μάγια και τους Αζτέκους, στην προ-Κολομβιανή εποχή, ενώ σήμερα καλλιεργείται στην Νότια Αμερική και συγκεκριμένα στο Μεξικό, την Γουατεμάλα, στην Αργεντινή, την Βολιβία, τον Ισημερινό, την Νικαράγουα αλλά και στην μακρινή Αυστραλία. Οι σπόροι της Τσία, συνήθως χρησιμοποιούνται σε ενεργειακές μπάρες δημητριακών και για γαρνιτούρα σε γιαούρτια.

-Το τεφ (Teff), είναι το σιτάρι της Κεντρικής Αφρικής και αποτελεί μία πατροπαράδοτη καλλιέργεια εδώ και 4 χιλιετίες στην Αιθιοπία.

Χρησιμοποιείται σε προϊόντα αρτοποιίας, όπως τορτίγιες, κέικ, ενώ υπερτερεί από το κοινό αλεύρι στο ότι δεν περιέχει γλουτένη.

-Το μαύρο σινάπι, γνωστό τόσο από την αρχαία Ελλάδα όσο και από την κεντρική Ασία.

Οι σπόροι του, χρησιμοποιούνται για την παρασκευή της μουστάρδας, αλλά και για θεραπευτικά σκευάσματα (καταπλάσματα), παρασκευή σιναπόλαδου, ακόμη και για αφεψήματα.

-Η νιγκέλα (Nigella), λέγεται και «Μελάνθιον το ήμερον», όπως και «Μαύρο Κύμινο». Είναι ένα κοσμοπολίτικο φυτό και απαντάται στη Νότια Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και στη Νότια Ασία. Οι σπόροι του χρησιμοποιούνται σαν καρυκεύματα, αλλά και θεραπευτικά (το έλαιο της).

-Η καμελίνα (Camelina) απαντάται στην λεκάνη της Μεσογείου. Το έλαιό της είναι βασικό συστατικό «βιοκαυσίμων», ειδικά για αεροπλάνα.

-Την μουκούνα (Mucuna) την συναντάμε συνήθως σε τροπικά και υποτροπικά δάση της νοτίου Αμερικής, στην Υποσαχάρια Αφρική, στην νοτιοανατολική Ασία, και τα νησιά του Ειρηνικού. Βοτανικά, είναι ένα όσπριο (φασόλι), ενώ η σκόνη της από το άλεσμα των καρπών της, χρησιμοποιείται σαν αφροδισιακό. Βοηθά επίσης και στην θεραπεία της νόσου Πάρκινσον.

-Το σιταροκρίθαρο (tridorteum), είναι μία σύγχρονη διασταύρωση μεταξύ σκληρού σιταριού με άγριο κριθάρι που επιτεύχθηκε στην Ισπανία. Οι δημιουργοί του, αποσκοπούσαν στην απόκτηση ενός λιτοδίαιτου σιτηρού, που θα παρέμεινε όμως παραγωγικό, ενώ το αλεύρι του θα μας έδινε άρτους με τα χαρακτηριστικά που έχουμε συνηθίσει. Ίσως, κατά την άποψη του γράφοντα, είναι το πιο ελπιδοφόρο και με εμπορικό ενδιαφέρον από τα φυτά για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

-Η γλυκοπατάτα είναι από τη Νότια Αμερική και δεν έχει καμία σχέση με την κοινή πατάτα. Καλλιεργείται στην Νότια Αμερική, την Αφρική και στα νησιά του Ειρηνικού. Καταναλώνονται όπως οι κοινές πατάτες, αλλά και σαν γαρνιτούρα, ή σαν ορεκτικό.

-Η τσουκνίδα για ίνα, είναι παγκοσμίου διάδοσης αυτοφυές φυτό και στις πέντε ηπείρους, αρχής γενομένης από όλη την Ευρώπη, την Αφρική, την Ασία, την Αυστραλία, και τη Βόρεια Αμερική. Πέρα από τη χρήση της για την παρασκευή νοστιμότατης χορτόπιτας, χρησιμοποιήθηκε ακόμη και στην εποχή του Βυζαντίου, σαν κλωστικό φυτό, για την κατασκευή υφασμάτων με πολύ καλές ιδιότητες.

-Το λινάρι καλλιεργείται για παραγωγή κλωστικών ινών και νημάτων που χρησιμοποιούνται για υφάσματα, αλλά και για την παραγωγή λινέλαιου, πλούσιου σε Ω3 λιπαρά, από τον λιναρόσπορο.

Ο καθηγητής είναι περισσότερο από σίγουρος, ότι και τα παρακάτω είδη θα «πέσουν στο τραπέζι» των συζητούμενων καλλιεργειών, στο απώτερο μέλλον, ενώ επιγραμματικά αναφέρει κάποια από αυτά, όπως: τον αμάραντο με εδώδιμα τα φύλλα και τους σπόρους του (περιέχει 9 αμινοξέα απαραίτητα στον ανθρώπινο οργανισμό), το φόνιο (ένα είδος κεχριού), το τάρο που είναι μια εδώδιμη ρίζα και τέλος, την κέρνζα, ένα πολυετές σιτηρό, που προέρχεται από ερευνητικό Ινστιτούτο των ΗΠΑ για να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή.

Θα ήταν παράληψη, επισημαίνει ο καθηγητής κ. Παπαχατζής, να μην αναφερθούν τα διάφορα όσπρια (φασόλια κάθε είδους, ρεβίθια, φακές, φάβα, κ.ά), που πρέπει να εμπλουτίσουν περεταίρω τη διατροφή μας και που χρειάζονται πολύ λιγότερο αρδευτικό νερό, ενώ ταυτόχρονα αφήνουν στους παραγωγούς και ένα αξιόλογο εισόδημα.

Τέλος, σύμφωνα με τον ίδιο και όπως τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, στη νέα ΚΑΠ, θα πρέπει να δοθεί βαρύτητα στην επέκταση της καλλιέργειας της ελιάς (ενός καθαρά μεσογειακού δέντρου), ενώ κλείνει επισημαίνοντας ότι, για ακόμη μεγαλύτερη καλλιεργητική πρόσοδο, θα μπορούσαμε να φυτεύσουμε και δεντροκομικές καλλιέργειες, προσαρμοσμένες απόλυτα στην κλιματική αλλαγή, όπως οι χαρουπιές, οι συκιές, οι δαμασκηνιές, οι αμυγδαλιές, οι φιστικιές Αιγίνης (κελυφωτό Φιστίκι), ακόμη και θαμνώδεις, όπως τα φραγκόσυκα και η κάπαρη.