Σε προϊόντα που θα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και θα είναι ευκολότερα στην επισκευή και την ανακύκλωση, στοχεύει η συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον νέο Κανονισμό για τον οικολογικό σχεδιασμό βιώσιμων προϊόντων. Εκτιμάται ότι με τον νέο Κανονισμό θα βελτιωθούν, επίσης, οι όροι του ανταγωνισμού εντός της ευρωπαϊκής αγοράς και θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων που προσφέρουν βιώσιμα προϊόντα.
Ο νέος κανονισμός, σύμφωνα με την ΕΕ, θα επιτρέψει τον σταδιακό καθορισμό των προϋποθέσεων σε ό, τι αφορά τις επιδόσεις και τις βασικές πληροφορίες για τα προϊόντα που διατίθενται στην ευρωπαϊκή αγορά. Η σχετική λίστα προϊόντων θα υιοθετηθεί και θα ανανεώνεται.
Προτεραιότητα θα δοθεί σε προϊόντα με μεγάλο αποτύπωμα όπως ρούχα και παπούτσια, έπιπλα και στρώματα, προϊόντα σιδήρου, ατσαλιού και αλουμινίου, ελαστικά, χρώματα, λιπαντικά και χημικά. Επίσης, στις πρώτες θέσεις τις λίστας θα βρεθούν και προϊόντα που σχετίζονται με την ενέργεια, την πληροφορική και τις τηλεπικοινωνίες.
Οι νέες απαιτήσεις του Ecodesign δεν θα περιορίζονται στην ενεργειακή απόδοση αλλά θα έχουν στόχο να ενισχύσουν την κυκλικότητα καλύπτοντας μεταξύ άλλων:
- ανθεκτικότητα, δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης, αναβάθμισης και επισκευής του προϊόντος
- παρουσία χημικών ουσιών που εμποδίζουν την επαναχρησιμοποίηση και την ανακύκλωση υλικών
- ενεργειακή απόδοση και αποδοτική χρήση των πόρων
- ανακυκλωμένο περιεχόμενο
- αποτύπωμα άνθρακα και περιβαλλοντικό αποτύπωμα
- Ψηφιακό Διαβατήριο Προϊόντος.
Ο νέος κανονισμός θα περιλαμβάνει και καινοτόμα μέτρα προκειμένου να μπει τέλος στην επιβλαβή για το περιβάλλον πρακτική της καταστροφής των προϊόντων που έμειναν αδιάθετα. Συγκεκριμένα, οι εταιρείες θα κληθούν να λάβουν μέτρα για να σταματήσει αυτή η πρακτική, ενώ θα πρέπει να θεσπιστεί η άμεση απαγόρευση της καταστροφής μη πωληθέντων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και προϊόντων υπόδησης, με παρεκκλίσεις για τις μικρές επιχειρήσεις και μεταβατική περίοδο για τις μεσαίες επιχειρήσεις.
Επιπλέον, οι μεγάλες επιχειρήσεις θα πρέπει σε ετήσια βάση να δημοσιεύουν στοιχεία για το πόσα προϊόντα πέταξαν επειδή έμειναν απούλητα και γιατί. Αυτό αναμένεται να αποθαρρύνει σημαντικά τις επιχειρήσεις από την εφαρμογή αυτής της πρακτικής.
Εφόσον χρειαστεί, αντίστοιχες απαγορεύσεις μπορούν να τεθούν και για άλλες κατηγορίες προϊόντων.
Σε ό, τι αφορά το Ψηφιακό Διαβατήριο, πρόκειται για μια εύκολα προσβάσιμη ετικέτα που θα παρέχει άμεση πληροφόρηση σχετικά με τη βιωσιμότητα του προϊόντος και θα χρησιμεύσει όχι μόνο στους καταναλωτές αλλά και στις τελωνειακές αρχές και τις αρχές εποπτείας της αγοράς.
Επόμενο βήμα είναι η επίσημη υιοθέτηση του νέου Κανονισμού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο. Μόλις ο Κανονισμός τεθεί σε ισχύ, αναμένεται να υιοθετηθεί το πρώτο πρόγραμμα εργασίας που θα περιλαμβάνει τη λίστα των προϊόντων που θα μπουν στο στόχαστρο.
Σημειώνεται ότι τα προϊόντα χρησιμοποιούν τεράστιες ποσότητες υλικών, ενέργειας και άλλων πόρων και προκαλούν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους, από την εξόρυξη πρώτων υλών έως τη μεταποίηση, τη μεταφορά, τη χρήση και το τέλος του κύκλου ζωής τους.
Αρκεί να σημειωθεί ότι, το ήμισυ των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και το 90% της απώλειας βιοποικιλότητας προκαλούνται από την εξόρυξη και την επεξεργασία πρωτογενών πρώτων υλών. Στις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις περιλαμβάνονται η σημαντική εξάντληση των πόρων, η παραγωγή εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και η ρύπανση.
Στόχος του Κανονισμού για τον οικολογικό σχεδιασμό για βιώσιμα προϊόντα είναι να καταστούν κανόνας στην αγορά της ΕΕ και να μειωθούν οι συνολικές περιβαλλοντικές και κλιματικές επιπτώσεις τους. Το μοντέλο «αγορά-παραγωγή-χρήση-απόρριψη» μπορεί να αποφευχθεί και μεγάλο μέρος των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός προϊόντος καθορίζεται στο στάδιο του σχεδιασμού. Ο νέος κανονισμός θα επεκτείνει το υφιστάμενο πλαίσιο οικολογικού σχεδιασμού με δύο τρόπους: πρώτον, με την κάλυψη του ευρύτερου δυνατού φάσματος προϊόντων και δεύτερον, όπου είναι δυνατόν, να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται τα προϊόντα.