«Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν 2.120 τοποθεσίες με 4.890 σημεία φόρτισης. Το 2025 αναμένονται τα σημεία αυτά να γίνουν 13.000, ενώ το 2030 θα ξεπεράσουν τα 100.000 σημεία. Όλα αυτά, γιατί η ηλεκτροκίνηση τα τελευταία χρόνια γνωρίζει πολύ μεγάλη άνθηση στην χώρα μας». Αυτό δήλωσε μεταξύ άλλων ο πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Ηλεκτροκίνητων Οχημάτων (ΕΛ.ΙΝ.Η.Ο), Γεώργιος Αγερίδης στο ειδικό συνέδριο με θέμα «αποθήκευση ενέργειας ΑΠΕ και υποδομές φόρτισης για την ηλεκτροκίνηση» που πραγματοποιήθηκε σε κεντρικό ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης, με διοργανωτή το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο και εντάσσεται στο πλαίσιο της γερμανικής επιχειρηματικής αποστολής στην χώρα μας.
Η εκδήλωση αποτέλεσε ένα ενεργειακό επαγγελματικό ταξίδι με την συμμετοχή επτά γερμανικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον ενεργειακό τομέα και οι οποίες παρουσίασαν, εκτός των επίσημων θέσεων τους για την ηλεκτροκίνηση, καινοτόμα προϊόντα και εφαρμογές. Στο συνέδριο παρουσιάστηκαν σύγχρονες λύσεις που συνδυάζουν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με τις υποδομές φόρτισης και τα συστήματα αποθήκευσης με μπαταρίες. «Το ευχάριστο στην Ελλάδα είναι ότι συνεχώς τα τελευταία χρόνια η ηλεκτροκίνηση γνωρίζει μεγάλη αύξηση. Βλέπουμε να μεγαλώνουν οι αυτονομίες των αυτοκινήτων, να αυξάνονται οι υποδομές φόρτισης και οι εταιρείες θα γίνονται ανταγωνιστικές, θέλοντας να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς τους στα καινούρια αυτοκίνητα. Όμως είμαστε αρκετά μακριά από την πλήρη αποανθρακοποίηση της ηλεκτροκίνησης», ανέφερε ο κ. Αγερίδης. «Το μεγάλο ερώτημα είναι πως θα λυθεί το πρόβλημα της φόρτισης αυτοκινήτων στα κέντρα των πόλεων. Αν και υπάρχει υψηλή επιδότηση, η ηλεκτροκίνηση δεν μπορεί να αναπτυχθεί αν δεν υπάρχουν σημεία φόρτισης. Όσο φθηνό και αν είναι ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο, ο καταναλωτής δεν θα το αγοράσει εάν δεν έχει τη δυνατότητα φόρτισης. Επίσης, σήμερα υπάρχει μεγάλος χρόνος αναμονής στην φόρτιση, σε σχέση με τα ελάχιστα λεπτά που χρειάζεται για να γεμίσει με καύσιμο ένα συμβατικό αυτοκίνητο», τόνισε.
Από την πλευρά του ο προϊστάμενος διεύθυνσης ΑΠΕ και Αποθήκευσης Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων Ενέργειας και Υδάτων, Ιωάννης Χαραλαμπίδης αναφέρθηκε στις προκλήσεις και τις επενδυτικές προοπτικές στον τομέα της αποθήκευσης ενέργειας στην Ελλάδα, τονίζοντας πως «οι άδειες αποθήκευσης ενέργειας που έχουν δοθεί σήμερα από την ΡΑΕ στην Ελλάδα είναι 617. Υπάρχουν και 20 άδειες αντλησιοταμίευσης. Μεγάλο μερίδιο για την παραγωγή ενέργειας στην Ελλάδα είναι τα φωτοβολταϊκά. Ένα μεγάλος τομέας ανάπτυξης αποτελούν οι δυνατότητες αποθήκευσης της ενέργειας. Τα επόμενα χρόνια θα υπάρξει μεγάλη διείσδυση σε αυτόν τον τομέα».
Το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας και Κλιματικής Προστασίας εκπροσώπησε ο Jan-Philip Grosz ο οποίος αναφέρθηκε στην πολύ καλή σχέση Ελλάδας και Γερμανίας. «Φέτος περίπου 4,5 τουρίστες ήρθαν στην Ελλάδα. Μέσα από αυτή την καλή σχέση των δύο χωρών, μαζί θα αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις για τους καινοτόμους τομείς αποθήκευσης ενέργειας» επισήμανε.
Για τις τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας και τις υποδομές φόρτισης για την ηλεκτροκίνηση στην πράξη αναφέρθηκε ο εκπρόσωπος της εταιρείας Fraunhofer Gesellschaft IAO, Hendrik Brockmeyer τονίζοντας πως «οι ανάγκες για αποθήκευση ενέργειας είναι τεράστιες. Οι μπαταρίες δεύτερης ζωής από τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα θα παίξουν σημαντικό ρόλο στο μέλλον. Οι μπαταρίες ζουν μέσα από τις φορτίσεις και τις αποφορτίσεις και αυτό δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε».
Τις ιπτάμενες ανεμογεννήτριες, παρουσίασε η υπεύθυνη της εταιρείας Enerkite GmbH, Nikole Allgaier η οποία δήλωσε πως «στηρίζονται πάνω στην φιλοσοφία ενός χαρταετού. Υπάρχει μια βάση και μια κινούμενη μονάδα που παράγει ενέργεια. Ο χαρταετός πετάει ακόμη και με χαμηλό άνεμο. Το κόστος κατασκευής της ανεμογεννήτριας είναι μικρό, είναι ελαφριά, συναρμολογείται εύκολα και η τιμή της Kwh είναι χαμηλή. Κοντά στα 10 λεπτά του ευρώ».
Τέλος, για την αναγκαιότητα της αποθήκευσης ενέργεια μίλησε και η εκπρόσωπος της εταιρείας Power Consult Kehrer GmbH, Kathrin Kehrewr- Billhardt η οποία επισήμανε πως: «το μεγάλο στοίχημα έχει να κάνει με την αποθήκευση της περισσευούμενης ενέργειας η οποία θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε χρονικές περιόδους όπου υπάρχει μεγάλη ζήτηση. Και πάνω από όλα για να πετύχει το εγχείρημα θα πρέπει να υπάρξει σωστή διαχείριση από όλους τους φορείς», τόνισε.