Της Τέτης Ηγουμενίδη
Σημαντικά αυξημένες σε σχέση με το διάστημα 2019 – 2023 θα είναι οι επενδύσεις της τσιμεντοβιομηχανίας Ηρακλής, μέλος του ομίλου Holcim, την επόμενη τετραετία 2024 – 2027. Από 170 εκατ. που ήταν θα διαμορφωθούν σε 600 εκατ. ευρώ.
Κινητήριος δύναμη είναι το σε εξέλιξη μεγάλο πρόγραμμα κατασκευής υποδομών στην Ελλάδα και η αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας που ήδη έχουν ενισχύσει σημαντικά τα μεγέθη της Ηρακλής και στόχος ο πράσινος μετασχηματισμός της παραγωγικής διαδικασίας και των προϊόντων της.
Σύμφωνα με όσα είπε χθες κατά τη διάρκεια ενημέρωσης του Τύπου ο διευθύνων σύμβουλος της Ηρακλής, Δημήτρης Χανής, «η Ελλάδα έχει μπροστά της τουλάχιστον 10 χρόνια ισχυρής ανάπτυξης των υποδομών. Οι αποφάσεις του ομίλου Holcim για τις προαναφερόμενες επενδύσεις αποτελούν ψήφο εμπιστοσύνης στη θυγατρική στην Ελλάδα που, μεταξύ άλλων, κατάφερε να επιβιώσει τα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης, όταν η κατανάλωση τσιμέντου είχε μειωθεί δραματικά, λόγω έλλειψης κατασκευαστικού αντικειμένου. Η Holcim δραστηριοποιείται σε 19 χώρες της Ευρώπης με την Ελλάδα, στην οποία η Ηρακλής έχει μερίδιο 47%, να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις 6 με 7 μεγάλες».
Ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων της Ηρακλής θα κατευθυνθούν στο Olympus Project που αφορά στον πράσινο μετασχηματισμό του εργοστασίου στο Μηλάκι, την μετατροπή του δηλαδή σε εγκατάσταση μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα (net zero carbon), με αξιοποίηση καινοτόμων τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα.
Το έργο έχει εξασφαλίσει την στήριξη του Ταμείου Καινοτομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EU Innovation Fund).
Πρόκειται ειδικότερα για επένδυση συνολικού ύψους 300 εκατ., εκ των οποίων το Ταμείο Καινοτομίας της ΕΕ θα καλύψει κεφαλαιουχικές δαπάνες 124,5 εκατ. ευρώ. Για το ίδιο έργο η Ηρακλής έχει υποβάλει αίτημα υπαγωγής στο καθεστώς των στρατηγικών επενδύσεων και εφόσον εγκριθεί θα εξασφαλίσει ποσό της τάξεως των 25 εκατ. ευρώ.
Όπως επισημαίνεται από τη διοίκηση της τσιμεντοβιομηχανίας από τη λειτουργία της τεχνολογίας που θα υιοθετηθεί στο Μηλάκι, η ετήσια αποφυγή εκπομπών CO2 υπολογίζεται στους 1 εκατ. τόνους, ενώ από το τέλος του 2028 θα διαθέτει στην αγορά το τσιμέντο ECOPlanetZERO με μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα.
Παράλληλα, η Ηρακλής εστιάζει στην ενεργειακή αξιοποίηση εναλλακτικών καυσίμων με στόχο το 2028 να έχει υποκαταστήσει κατά 90% τα ορυκτά καύσιμα, από 45% το 2023.
Με την είσοδο της στο μεταξύ το 2022 στο Συλλογικό Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης Αποβλήτων Εκσκαφών, Κατασκευών και Κατεδαφίσεων (ΑΕΚΚ) ΠΕΔΜΕΔΕ ECO, έχει φτάσει σε σημείο φέτος να ανακυκλώσει – αξιοποιήσει 100.000 τόνους ΑΕKΚ, ως πρώτη ύλη στην παραγωγή τσιμέντου, διαθέτοντας σήμερα 3 μονάδες επεξεργασίας ΑΕΚΚ .
Επίσης, προχωρά στη σταδιακή αντικατάσταση του στόλου οχημάτων μεταφοράς των προϊόντων της με ηλεκτρικά οχήματα. Τα πρώτα 100% ηλεκτρικά οχήματα μεταφοράς σκυροδέματος αξιοποιούνται στο Ελληνικό, έργο στο οποίο η Ηρακλής έχει εγκατασταθεί με μονάδα παραγωγής σκυροδέματος και έχει τροφοδοτήσει με «πράσινο» τσιμέντο υψηλών προδιαγραφών τις πρώτες αναπτύξεις, μεταξύ άλλων, τον οικιστικό πύργο Riviera Tower και την υπογειοποίηση της Ποσειδώνος.
Βάσει των στοιχείων που παρέθεσε η διοίκηση της Ηρακλής ο τζίρος της εταιρείας, από 220 εκατ. το 2019, το 2022 διαμορφώθηκε σε 370 εκατ., φέτος εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 420 εκατ., το 2024, 500 εκατ. και στόχος είναι το 2030 να αγγίξει τα 800 εκατ. ευρώ.
Αντίστοιχα τα EBIT (κέρδη προ φόρων και τόκων) το 2019 ήταν 18 εκατ., πέρυσι 30 εκατ., φέτος εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν σε 45 εκατ., το 2024 σε 70 εκατ. και το 2030, σε περίπου 200 εκατ. ευρώ.
Η ανάπτυξη της εν λόγω τσιμεντοβιομηχανίας με το μεγαλύτερο μερίδιο στην ελληνική αγορά (το μερίδιο της Τιτάν είναι της τάξεως του 35% με 37%, της Χάλυψ 7% με 9% και των εισαγωγών κυρίως από Τουρκία 4% με 5%) συμβαδίζει με την συνολική αύξηση της κατανάλωσης τσιμέντου η οποία φέτος εκτιμάται σε 3,7 εκατ. τόνους από 2,6 εκατ. πέρυσι. Κατά μέσο όρο τα τελευταία χρόνια η αγορά τσιμέντου αυξάνεται με ρυθμό 8% και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της διοίκησης της Ηρακλής το 2027 η συνολική κατανάλωση θα κινηθεί στο επίπεδο των 4,5 εκατ. τόνων.
Ανάλογα αυξάνεται και το προσωπικό της εταιρείας που σήμερα αριθμεί 950 άτομα (από 617 το 2019) και το επόμενο διάστημα θα ξεπεράσει τα 1.000.