Εκπρόσωποι της πολιτικής, ερευνητικής και επιχειρηματικής κοινότητας πήραν μέρος σε ένα δομημένο και πολυσυμμετοχικό διάλογο για το φαινόμενο της κινητικότητας του εξειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού, τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που το φαινόμενο αυτό έχει. «Μένω; Φεύγω; Επιστρέφω;», αυτά ήταν τα ερωτήματα που τέθηκαν κατά στο πλαίσιο διήμερου συνεδρίου που διοργάνωσε το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης στην Αθήνα, αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

«Η απόφασή μας να διοργανώσουμε ένα συνέδριο για την κινητικότητα ήταν ώριμη απόφαση και όχι παρορμητική. Γνωρίζουμε ότι το θέμα έχει πολλές πλευρές, σύνθετες και αντικρουόμενες, καθώς και ότι δεν έχουμε στη διάθεσή μας ακριβή στοιχεία για το τι πληθυσμό μιλάμε, παρά μόνο προσεγγιστικά», εξήγησε κατά την εισαγωγική της τοποθέτηση η διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, Εύη Σαχίνη. «Στόχος μας είναι να δούμε σφαιρικά μέσα από συντονισμένο διάλογο ένα θέμα που απασχολεί την ελληνική κοινωνία και οικονομία», πρόσθεσε η ίδια.

Δύο από τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής του συνεδρίου, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Λόης Λαμπριανίδης, και η καθηγήτρια του Πάντειου Πανεπιστημίου, Αντιγόνη Λυμπεράκη, παρουσίασαν δύο διαφορετικές αναγνώσεις και προτάσεις του φαινομένου του brain drain.

«Το brain drain υπάρχει και καλά κρατεί», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Λαμπριανίδης. Όπως εκτίμησε, σήμερα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων πτυχιούχων που κυμαίνεται στο 15-25% δουλεύουν στο εξωτερικό. «Οι Έλληνες επιστήμονες φεύγουν γιατί θεωρούν ότι υπάρχει αναξιοκρατία, νεποτισμός, γραφειοκρατία και κυρίως περιορισμένη ζήτηση για εξειδικευμένο προσωπικό και αυτό οδηγεί σε υψηλά ποσοστά υποαπασχόλησης, ετεροαπασχόλησης και χαμηλούς μισθούς», παρατήρησε και πρόσθεσε ότι «αν θέλουμε η χώρα μας να συγκαταλέγεται στις κερδισμένες χώρες πρέπει να γίνει στροφή προς το αναπτυξιακό υπόδειγμα στην κατεύθυνση της ποιοτικής ανάπτυξης που θα στηρίζεται στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό».

«Ο όρος brain drain είναι πολύ αξιακά φορτισμένος», παρατήρησε η κ. Λυμπεράκη. «Όμως, θα ήθελα να ξεχωρίσουμε τις επιστημονικές ανταλλαγές και την κινητικότητα υψηλού επιπέδου, που πρέπει να είναι παγκόσμια γιατί μόνο έτσι μπορεί να δημιουργήσει ένα ωστικό κύμα ευκαιριών και βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων», επεσήμανε και κατέθεσε τη δική της πρόταση: «Στην Ελλάδα έχουμε την κίνηση προς τα έξω γιατί δεν έχουμε την κίνηση προς τα μέσα, δηλαδή τα πανεπιστήμιά μας είναι περίκλειστα σε οποιονδήποτε θέλει να έρθει να σπουδάσει, γιατί πρέπει να περάσει πανελλήνιες εξετάσεις και αυτό είναι κάτι που ούτε τα δικά μας παιδιά δεν το καταφέρνουν, πόσο μάλλον τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει σε ένα άλλο σύστημα. Αν μας ενδιαφέρει να έχουμε πιο πολλούς εγκεφάλους ας φροντίσουμε να ανοίξουμε τα πανεπιστήμιά μας και σε ξένους, όπως γίνεται και σε άλλες χώρες».

 

Τι κάνει η κυβέρνηση για την επιστροφή του εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού;

Αυτό ήταν το ερώτημα που τέθηκε σε εκπροσώπους της κυβέρνησης.

Η υφυπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, Δόμνα Μιχαηλίδου, αναφέρθηκε σε πρωτοβουλίες που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής στη χώρα, «ένα πλέγμα κοινωνικών υπηρεσιών που πρέπει να υπάρχει για να παροτρύνει κάποιον ή να μην δίνει αντικίνητρα σε κάποιον να γυρίσει στον τόπο του». Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στα διευρυμένα ολοήμερα σχολεία και την εισοδηματική διεύρυνση της πρόσβασης σε βρεφονηπιακούς σταθμούς.
Ο υφυπουργός Εργασίας, Πάνος Τσακλόγλου, τόνισε ότι «το γενικό που έχει να κάνει το κράτος είναι να φροντίσει για την οικονομική ανάπτυξη, ώστε να έχουμε υψηλότερους μισθούς, και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Αυτά θα φέρουν τον κόσμο προς τα εδώ». Μιλώντας για ειδικότερα μέτρα, αναφέρθηκε στα φορολογικά κίνητρα που δόθηκαν για την επιστροφή Ελλήνων που ζούσαν στο εξωτερικό και πρόσθεσε ότι «αυτά τα κίνητρα φαίνεται να δουλεύουν σε κάποιο βαθμό αλλά το κύριο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι να βοηθήσει το κράτος να υπάρξει ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη, άνοδος της παραγωγικότητας, να έχουμε καλύτερους παιδικούς σταθμούς και σχολεία, καλύτερο ΕΣΥ, καλύτερες υποδομές. Αυτά δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά έχουμε καλύτερη πορεία».

«Η Ελλάδα έχει μόνο να κερδίσει από την εμπειρία που αποκτούν οι νέοι στο εξωτερικό, από τις αλλαγές παραστάσεων, από το οξυγόνο που φέρνουν με την νοοτροπία που έχουν αλλάξει, με τις ιδέες που έχουν πάρει απ’ έξω», παρατήρησε ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κωνσταντίνος Κυρανάκης. Τόνισε ότι «ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να πετύχουμε επιστροφή καλών μυαλών από το εξωτερικό, ώστε να αποτελέσουν προστιθέμενη αξία για την πατρίδα μας θα είναι να γίνει πιο εξωστρεφής η ελληνική επιχειρηματικότητα και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κέντρο της Pfizer στην Θεσσαλονίκη». Πρόσθεσε εξάλλου ότι «χρειάζεται δεκαετής στρατηγική από το γυμνάσιο μέχρι την εύρεση μιας καλής θέσης εργασίας για τους σημερινούς 12χρονους με βάση τις σημερινές και μελλοντικές ανάγκες στην Πληροφορική, ώστε να αντιστοιχήσουμε αυτές τις θέσεις σε εισακτέους και οι εισακτέοι να αντιστοιχηθούν σε ένα οργανωμένο πρόγραμμα επαγγελματικού προσανατολισμού στα ελληνικά σχολεία».

Ο ειδικός γραμματέας Μακροπρόθεσμου Σχεδιασμού της Κυβέρνησης, Γιάννης Μαστρογεωργίου, περιέγραψε την περίπτωση του ανώτερου ερευνητή της Google DeepMind, Γιάννη Ασσαέλ, ο οποίος θα εκπροσωπήσει αφιλοκερδώς την Ελλάδα στο διεθνή οργανισμό «Global Partnership on Artificial Intelligence» (GPAI).

Η πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδας, Γιώτα Παπαρίδου, ανέφερε από την πλευρά της ότι «η επιστροφή δεν είναι μόνο θέμα μισθού αλλά συνολικής ποιότητας ζωής» και συμπλήρωσε ότι ένα τεράστιο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρηματίες που θέλουν να επιστρέψουν είναι η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις από το τραπεζικό σύστημα.

Τέλος, ο επενδυτής και αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας, Αρίστος Δοξιάδης, εκτίμησε ότι «η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ηγέτιδα παγκοσμίως, όπως και άλλες μικρές οικονομίες, στην οικονομία της γνώσης», ωστόσο οι περιορισμοί που υπάρχουν σήμερα προς αυτή την κατεύθυνση είναι ο κατακερματισμός των ερευνητικών ινστιτούτων που συνεπάγεται μικρούς προϋπολογισμούς, η περιορισμένη χρηματοδότηση της έρευνας από εθνικούς πόρους, και οι χαμηλές αμοιβές των εξειδικευμένων επιστημόνων στο Δημόσιο.