Το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται η πολιτική για την πράσινη μετάβαση της χώρας, περιέγραψε ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, ενώ πρόσθεσε ότι «στον σχεδιασμό είναι και η δυνατότητα να γίνουμε ένα τοπικό κέντρο αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα».
Στην τοποθέτησή του στο συνέδριο «Green Deal Greece 2023», που οργάνωσε το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, σε συνεργασία με το economix.gr στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, τη χαρακτήρισε «μία πολύ οραματική βιομηχανία».
Όπως εξήγησε, η νέα αυτή τεχνολογία που αναπτύσσεται σε όλο τον κόσμο, είναι πολύ φιλόδοξη και στηρίζεται στην εξής λογική: «οι ενεργοβόρες βιομηχανίες αντί να πληρώνουν τα πιστοποιητικά του CO2 θα μπορούν να κάνουν caption, να το υγροποιούν και να το στέλνουν σε υπόγειες αποθήκες».
Σύμφωνα με τον κ. Αϊβαλιώτη, η Ελλάδα διαθέτει μία τέτοια αποθήκη που είναι στον Πρίνο, οι εξαντλημένες αποθήκες εκμετάλλευσης πετρελαίου μπορούν να φέρουν έως 2,5 εκατομμύρια τόνους ετησίως συνολική ανάπτυξη διοξειδίου του άνθρακα».
Δίκτυα για ΑΠΕ
Εξάλλου, ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών έκανε, στην τοποθέτησή του, εκτενή αναφορά στον στόχο να γίνει η Ελλάδα εξαγωγός χώρα ενέργειας. Υπογράμμισε πως «αυτή την στιγμή έχουμε εγκατεστημένες ΑΠΕ 11,5 γίγα, έχουμε δώσει όρους σύνδεσης για άλλα 16 γίγα και έχουμε μια ουρά γύρω στα 30 γίγα».
Ωστόσο, παρατήρησε ότι «η ανάπτυξη των δικτύων σημαίνει κόστος καθώς οτιδήποτε κάνει ο ΑΔΜΗΕ, ο ΔΕΔΔΗΕ, η ΔΕΣΦΑ, στο τέλος περνάει στον καταναλωτή μέσα από τα τιμολόγια ρεύματος».
«Η πρόκληση είναι να δώσουμε ώθηση στις επενδύσεις και ταυτόχρονα να προσέξουμε να μην υπερβούμε τα κόστη για τον καταναλωτή, να μην υπερσχεδιάσουμε σε ταχύτητα» υπογράμμισε ο κ. Αϊβαλιώτης.
Δίνοντας το στίγμα της πολιτικής που ακολουθείται, ο Γενικός Γραμματέας σημείωσε ότι «πρώτον είμαστε φιλόδοξοι, δεύτερον αναπτύσσουμε καινοτομία, τρίτον θέλουμε να γίνουμε εξαγωγός χώρα ενέργειας και τέταρτον, ταυτόχρονα κατά το δυνατόν να μην επιβαρύνουμε υπερβολικά το Έλληνα καταναλωτή».