Κρίσιμη η στήριξη, τόσο μέσα από εθνικούς αλλά και ευρωπαϊκούς πόρους, της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας προκειμένου να ενισχυθεί η ψηφιακή και η πράσινη μετάβασή της. Αυτό επισημάνθηκε σε μελέτη με θέμα “Η κατάσταση και οι προοπτικές των ΜμΕ” που παρουσιάστηκε στο συνέδριο “Εθνικό Παρατηρητήριο: Δημόσιες πολιτικές με αξιόπιστα δεδομένα για τις ΜμΕ” που διοργάνωσε, πρόσφατα, η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, στο Αμφιθέατρο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
Η υφυπουργός Ανάπτυξης Άννα Μάνη-Παπαδημητρίου, κατά την τοποθέτησή της, στάθηκε στη σημασία του Εθνικού Παρατηρητηρίου, μέσω του οποίου σχεδιάζονται και υλοποιούνται οι κυβερνητικές πολιτικές για την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που αθροίζουν το 99,9% του συνόλου των επιχειρήσεων στη χώρα μας.
Άννα Μάνη: Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα βρίσκεται στον πυρήνα της Εθνικής Στρατηγικής για τη Βιομηχανία, με ορίζοντα έως το 2030
Μεταξύ άλλων, τόνισε: «Οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις αποτελούν κινητήρια δύναμη της οικονομίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο με σημαντική συμβολή στην παραγωγή, την απασχόληση και την εξωστρέφεια. Γι’ αυτό και βρίσκονται στον πυρήνα της Εθνικής μας Στρατηγικής για τη Βιομηχανία, που σχεδιάστηκε και υλοποιείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με ορίζοντα έως το 2030.
Η σημαντική συμβολή τους στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας στην οικονομία, οδηγεί στην αναγκαιότητα των κατάλληλων δημόσιων πολιτικών για την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Κάτι που απαιτεί τη συγκέντρωση, επεξεργασία, αποτίμηση και ανάλυση αξιόπιστων στατιστικών δεδομένων σε επίπεδο δημόσιας διοίκησης. Το Εθνικό Παρατηρητήριο για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις έρχεται να καλύψει τη συγκεκριμένη ανάγκη και να συνεισφέρει στο σχεδιασμό, αλλά και την υλοποίηση τεκμηριωμένων δημόσιων πολιτικών. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει στηρίζει τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και θα συνεχίσει να το κάνει, διότι εκεί χτυπάει η καρδιά της ελληνικής οικονομίας».
Τον ρόλο του Εθνικού Παρατηρητηρίου για τον σχεδιασμό των αναγκαίων πολιτικών ανέδειξε στην ομιλία της και η γενική γραμματέας Βιομηχανίας, Θέμις Ευτυχίδου, ενώ χαιρετισμούς στην εκδήλωση απηύθυναν ο γενικός γραμματέας Δημοσίων Επενδύσεων- ΕΣΠΑ Δημήτρης Σκάλκος, η γενική διευθύντρια της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας Βασιλική Γεωργακοπούλου, ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ Παναγιώτης Λιαργκόβας και εκπρόσωποι παραγωγικών φορέων και κοινωνικών εταίρων.
Βραβεία
Στο πλαίσιο του Συνεδρίου, η κυρία Μάνη απένειμε τα βραβεία στους εθνικούς νικητές του Διαγωνισμού Ευρωπαϊκών Βραβείων Προώθησης της Επιχειρηματικότητας:
– Στην Ελληνική Αστυνομία για την πρωτοβουλία «Κοινές Ερευνητικές Δραστηριότητες Προώθησης Καινοτομίας & Επιχειρηματικότητας στον τομέα της Εσωτερικής Ασφάλειας» στην κατηγορία «Βελτίωση του Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Υποστήριξη της Διεθνοποίησης των Επιχειρήσεων».
– Στον Δήμο Αθηναίων για τις «Πρωτοβουλίες για την προώθηση της πρόσβασης υπηκόων τρίτων χωρών στην απασχολησιμότητα και την επιχειρηματικότητα», στην κατηγορία «Υπεύθυνη και Συνολική Επιχειρηματικότητα».
Επίσης, απένειμε την τιμητική διάκριση της «Εύφημης Μνείας» για την πρωτοβουλία «Ισχυροποίηση της εξωστρέφειας και υποστήριξη της Διεθνοποίησης των επιχειρήσεων», η οποία αφορά στην αναβάθμιση της προβολής, εξωστρέφειας και προώθησης των τοπικών προϊόντων αγροδιατροφής του Νομού Πιερίας, με βασικό σημείο αναφοράς τα κεράσια και τα μύδια Πιερίας.
Η μελέτη
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) διατηρούν και το 2022 τον ρόλο τους ως κινητήριος δύναμη της οικονομίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο με σημαντική συμβολή στην παραγωγή, την απασχόληση και την εξωστρέφεια, παρά τις αβεβαιότητες από την άνοδο του ενεργειακού κόστους και του πληθωρισμού, με την μεταπανδημική ανάκαμψη των ΜμΕ να συνεχίζεται, τόσο σε όρους προστιθέμενης αξίας, όσο και απασχόλησης.
Αυτό προκύπτει από τη μελέτη με θέμα «Η κατάσταση και οι προοπτικές των ΜμΕ» που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Εθνικού Παρατηρητηρίου για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και παρουσίασε ο Άγγελος Τσακανίκας, αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικής Αξιολόγησης Συστημάτων Τεχνολογίας, Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας διευθυντής Εργαστηρίου Βιομηχανικής και Ενεργειακής Οικονομίας (ΕΒΕΟ) του ΕΜΠ.
Όπως αναφέρθηκε, το 2022 οι ΜμΕ αποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία των εγχώριων επιχειρήσεων και επισημάνθηκε ότι αντίστοιχη είναι εικόνα και στην ΕΕ. Η πλειονότητα αυτών (94,4%) είναι πολύ μικρές (<10 άτομα) κι ενώ έχουν μεγάλη συνεισφορά στην απασχόληση δεν είναι ανάλογη του πλήθους τους η δημιουργία προστιθέμενης αξίας.
Σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα, το 2022 η τραπεζική χρηματοδότηση των ΜμΕ αυξήθηκε, αλλά όχι τόσο όσο των μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Ειδικότερα, το 2022 τα τραπεζικά δάνεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις με καθορισμένη διάρκεια ανήλθαν στα 22,2 δισ. ευρώ έναντι 11,9 δισ. ευρώ το 2021.
«Σταθερό» εύρημα είναι ότι η αυτοαπασχόληση παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των επιχειρήσεων που ιδρύονται τα τελευταία τρίμηνα, αυξάνεται, ωστόσο η συντριπτική τους πλειονότητα είναι ατομικές. Ειδικότερα, το ποσοστό των ατομικών επιχειρήσεων αντιπροσωπεύει το 68,1% του συνόλου, οι λοιπές νομικές μορφές το 18,8%, οι προσωπικές το 11,4% και οι κεφαλαιουχικές μόλις το 1,7%.
Στη διάρθρωση απασχόλησης ανά μέγεθος επιχείρησης στην Ελλάδα και την ΕΕ, 2022 φαίνεται η μεγάλη συμβολή των πολύ μικρών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, η συμμετοχή των πολύ μικρών επιχειρήσεων στη διάρθρωση της απασχόλησης ανέρχεται στο 46,6% στην Ελλάδα έναντι 29,4% στην ΕΕ. Η συμμετοχή των ελληνικών μικρών επιχειρήσεων στην απασχόληση είναι της τάξεως του 24,8% έναντι 19,4% της ΕΕ, των μεσαίων στο 12,1% έναντι 15,5% στην ΕΕ και των μεγάλων 16,5% έναντι 35,6% στην ΕΕ.
Επίσης, η Ελλάδα περιλαμβάνεται μεταξύ των χωρών της ΕΕ όπου καταγράφεται αύξηση στις δαπάνες και στην ένταση Έρευνας & Τεχνολογίας την περίοδο 2013-2021. Στην εξέλιξη αυτή συμβάλλουν και ο σημαντικός αριθμός νεοφυών επιχειρήσεων με τις εγγεγραμμένες στο εθνικό μητρώο Elevate Greece να ανέρχονται σε 728 το 2022 στις οποίες απασχολούνται 7,3 χιλ. άτομα, δηλαδή 10 απασχολούμενοι κατά μέσο όρο ανά επιχείρηση.
Σημαντικό εύρημα, αποτελεί ο αριθμός των πολύ μικρών εξαγωγικών επιχειρήσεων, οι οποίες «καλύπτουν» ποσοστό 61% του συνόλου των εξαγωγέων της χώρας. Το ποσοστό των μικρών επιχειρήσεων (εξαγωγικές) είναι της τάξεως του 29%, των μεσαίων στο 8% και των μεγάλων στο μόλις 2%.
Ωστόσο, τα δεδομένα είναι αντιστρόφως ανάλογα όταν εξεταστεί η διάρθρωση της αξίας των εξαγωγών από επιχειρήσεις ανά τάξη μεγέθους. Σύμφωνα με την έρευνα, το 58% της αξίας των εξαγωγών προέρχεται από τις μεγάλες επιχειρήσεις, το 21% από τις μεσαίες, το 12% από τις μικρές και μόλις το 9% από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Στο πεδίο των εξαγωγών, υπενθυμίζεται ότι οι βασικότεροι εμπορικοί εταίροι της χώρας μας είναι η Ιταλία, η Βουλγαρία και η Γερμανία, με τις κατηγορίες, εγχώριων προϊόντων με τη μεγαλύτερη αξία εξαγωγών να είναι η διύλιση πετρελαίου, τα τρόφιμα, τα βασικά μέταλλα, τα χημικά προϊόντα, τα φάρμακα, τα αγροτικά προϊόντα, τα πετρελαιοειδή, τα ηλεκτρονικά, ο ηλεκτρολογικός εξοπλισμός, τα μηχανήματα και τα πλαστικά.
Πολιτικές και μέτρα στήριξης
Εν γένει, όπως αναφέρει η μελέτη, οι ΜμΕ στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται από χαμηλή χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, δραστηριοποίηση μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων σε εσωστρεφείς κλάδους δραστηριότητας, υψηλό ποσοστό αυτοαπασχόλησης και μικρό μέγεθος (συνήθως οικογενειακές επιχειρήσεις). Παράλληλα, το υψηλότερο κόστος δανεισμού των ΜμΕ σε σχέση με μεγάλες τούς στερεί πόρους για επενδύσεις, καθιστώντας τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό δυσκολότερο, επηρεάζοντας τελικά αρνητικά την ανταγωνιστικότητά τους.
Οι προκλήσεις αυτές επιτείνονται από έντονες πληθωριστικές πιέσεις που αυξάνουν το κόστος εισροών τους αλλά και την συνεπακόλουθη άνοδο των επιτοκίων που έχει αντίκτυπο στο κόστος κεφαλαίου, αποθαρρύνοντας τις επενδύσεις. Συνεπώς είναι κρίσιμη η στήριξη τόσο μέσα από εθνικούς αλλά και ευρωπαϊκούς πόρους προκειμένου να ενισχυθεί η ψηφιακή και η πράσινη μετάβαση των ΜμΕ, οι οποίες θα συμβάλλουν θετικά και στη μείωση του λειτουργικού τους κόστους.
Ταυτόχρονα, η ενίσχυση της εξωστρέφειας μέσα από την οργάνωση σε επίπεδο «συνεταιρισμών», τη βοήθεια των επιμελητηρίων και την στήριξη των επενδυτικών τους σχεδίων και της εξαγωγικής δραστηριότητας τους με τη χρήση χρηματοδοτικών εργαλείων είναι κομβικής σημασίας για τη βιώσιμη ανάπτυξή τους.
Πάντως, ένα συνεκτικό πλέγμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που αφορούν τη μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού κόστους, καθώς και της γραφειοκρατίας, τα κίνητρα μείωσης της φοροδιαφυγής, την εξάλειψη αστοχιών του κρατικού μηχανισμού (όπως για παράδειγμα παρατηρήθηκε στη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS) μπορούν να ενισχύσουν την υγιή επιχειρηματικότητα και τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία έτη, εν μέσω πανδημίας και της συνεπακόλουθης ενεργειακής κρίσης, οι ΜμΕ υποστηρίχθηκαν ενεργά από το κράτος τόσο μέσα από δημοσιονομικές παρεμβάσεις, αλλά και από χρηματοδοτικά εργαλεία διευκόλυνσης ρευστότητας. Ωστόσο, σημαντική χρηματοδοτική στήριξη μπορούν να λαμβάνουν από προγράμματα ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων όπως το ΕΣΠΑ, τον αναπτυξιακό νόμο, το ΤΑΑ, την Αναπτυξιακή Τράπεζα.
Σε επίπεδο Ε.Ε. οι πολιτικές για την στήριξη των ΜμΕ υλοποιούνται μέσα από διάφορα Ταμεία, (ΕΤΠΑ, Ταμείο Συνοχής, ΕΚΤ [ESF+ / ΕΚΤ+], το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης) τα οποία υποστηρίζουν τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό τους, την ενίσχυση της απασχόλησης και την πράσινη μετάβαση. Στον τομέα της Ε&Α, πρόγραμμα «Horizon Europe» και στον πρωτογενή τομέα η ΚΑΠ.
Επίσης, άλλες χώρες έχουν υιοθετήσει πετυχημένες πρακτικές, όπως το κρατικό πρόγραμμα του ΗΒ “Climate Change Agreement” όπου παρέχονται κίνητρα για την μείωση της κατανάλωσης ενέργειας των ΜμΕ με αντιστάθμισμα την έκπτωση του σχετικού φόρου που επιβάλλεται στους λογαριασμούς ενέργειας, ενώ προωθείται και η εγκατάσταση έξυπνων μετρητών.
Σε κάθε περίπτωση, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ενίσχυσης μιας ΜμΕ, σύμφωνα με τη μελέτη, επιτυγχάνεται όταν η χρηματοδότηση συνοδεύεται και από συμβουλευτικές υπηρεσίες και στο πλαίσιο αυτό είναι κρίσιμη η συμβολή των επιμελητηρίων και των επαγγελματικών ενώσεων.
Το Εθνικό Παρατηρητήριο ΜμΕ
Το Εθνικό Παρατηρητήριο για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις είναι ο θεσμοθετημένος μηχανισμός της Πολιτείας για τη συστηματική παρακολούθηση και ανάλυση δεδομένων και στοιχείων που τις αφορούν.
Σκοπός του Παρατηρητηρίου είναι η ποιοτική αναβάθμιση του σχεδιασμού δημόσιων πολιτικών για τις ΜμΕ μέσω της παραγωγής τεκμηριωμένων συστάσεων πολιτικής προς την πολιτεία και τους αρμόδιους φορείς. Οι άμεσοι στόχοι του είναι:
– Η αποτελεσματική παρακολούθηση και ο συντονισμός, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, των πολιτικών και δράσεων για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας.
– Η αναβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας και της πληροφόρησης προς επαγγελματίες και επιχειρήσεις.
– H καταγραφή της επιχειρηματικής δημογραφίας των ΜμΕ όπως ορίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο σύμφωνα με τη Σύσταση 2003/361 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
– Η συστηματική παρακολούθηση και ανάλυση δεδομένων και στοιχείων για την τεκμηριωμένη διαμόρφωση προτάσεων πολιτικής για την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας σε τομείς, όπως ο σχεδιασμός στοχευμένων δράσεων κρατικών ενισχύσεων και σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων για την κάλυψη των ιδιαίτερων αναγκών των επιχειρήσεων (ανά μέγεθος και φάση ανάπτυξής τους), η δεύτερη ευκαιρία και η μεταβίβαση επιχειρήσεων.
– Η επεξεργασία και αξιοποίηση στοιχείων και πληροφοριών για τη διαμόρφωση συγκεκριμένων προτάσεων για την ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας για τη θεσμική στήριξη και διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας σε θέματα που αφορούν τις ΜΜΕ.
– Η παρακολούθηση της εξέλιξης των ΜμΕ και η παροχή στοχευμένης και συστηματικής αξιόπιστης πληροφόρησης στο πλαίσιο της εφαρμογής της ευρωπαϊκής πολιτικής για το «Μικρό Επιχειρείν» (Small Business Act) στη χώρα.
– Η ενημέρωση των επιχειρήσεων και των αρμόδιων φορέων εκπροσώπησης των επιχειρήσεων με αξιόπιστα δεδομένα και στοιχεία μελετών και ερευνών αναφορικά με τις τάσεις και τις προοπτικές των ΜμΕ.
– Η τεκμηριωμένη λήψη αποφάσεων για επίτευξη του επιχειρησιακού στόχου 2.4 – επενδυτική προτεραιότητα 11i του Θεματικού Στόχου 11 «Ενίσχυση της θεσμικής ικανότητας των δημοσίων αρχών και των ενδιαφερομένων φορέων και της αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης».
– Η διάχυση της πληροφορίας και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.