Η μεγάλη έκταση των ζημιών από την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ΤΧΣ από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καθιστά αναγκαία μία αποτίμηση της παρέμβασης του ελληνικού Δημοσίου στη διάσωση των συστημικών κυρίως τραπεζών, εκτιμά το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) σε ανάλυση του.

 

Ειδικότερα, σε ανάλυση (για το 2023) με τίτλο «Η «αθέατη» πλευρά του φεγγαριού: Οι αρνητικές επιπτώσεις της αποεπένδυσης του ΤΧΣ από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα» οι αναλυτές του Κέντρου εκτιμούν ότι με βάση το ποσό της συνολικής επένδυσης από το ΤΧΣ (που ανέρχεται σε 46 δισ. ευρώ), οι υπαινισσόμενες ζημίες ανέρχονται σε 42 δισ. με 43 δισ. ευρώ. Εναλλακτικά εκτιμούν ότι η υπαινισσόμενη απόδοση κυμαίνεται μεταξύ -91,3% και -93,5%.

 

Στο πλαίσιο αυτό το ΚΠΕ μεταξύ άλλων διαπιστώνει ότι:

 

▪ Καθίσταται αναγκαίος ο λεπτομερής απολογισμός του έργου του ΤΧΣ σε όρους πλήρους διαφάνειας, όπως προτείνεται και από τη διεθνή βιβλιογραφία. Συγκεκριμένα συνιστάται, μεταξύ άλλων, να ανακοινωθούν τα ακριβή κονδύλια ενίσχυσης για κάθε μία τράπεζα από την οποία απεμπλέκεται το ΤΧΣ, ώστε να είναι δυνατό να υπολογισθεί το καθαρό αποτέλεσμα μετά και την πώληση του αντίστοιχου μεριδίου λαμβάνοντας υπόψη τυχόν άλλα σχετικά έσοδα.

 

▪ Οι ενδιαφερόμενοι φορείς του Δημοσίου, καθώς και η ακαδημαϊκή – ερευνητική κοινότητα, οφείλουν να αξιολογήσουν τις πρακτικές που υιοθετήθηκαν από το ΤΧΣ στο πλαίσιο της διεθνούς εμπειρίας.

 

▪ Ο κεντρικός στόχος της παραπάνω αξιολόγησης πρέπει να είναι πρακτικός και να καταλήγει σε προτάσεις πολιτικής σχετικά με το τι πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί, δεδομένων των περιορισμών που επέβαλε η οικονομική συγκυρία, ούτως ώστε να αποφευχθούν παρόμοιες ζημιογόνες ενέργειες στο μέλλον για το ελληνικό Δημόσιο.

 

Όπως εκτιμά το ΚΕΠΕ τα παραπάνω έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς και επείγοντα χαρακτήρα αν λάβουμε υπόψη τον υπερβολικό βαθμό κάλυψης των ιδίων κεφαλαίων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (οι οποίες είναι εν δυνάμει κρατική κεφαλαιακή ενίσχυση και το καθιστούν οιονεί δημόσιο). Επίσης από το γεγονός ότι σε άλλες χώρες, παρόμοιοι κρατικοί μηχανισμοί ύστερα από την αποεπένδυση κατέγραψαν είτε κέρδη είτε μικρότερες ζημίες.

 

Στην ανάλυσή του το ΚΕΠΕ αναφέρει μεταξύ άλλων ότι από τη συνολική έκθεση του ΤΧΣ στις ελληνικές τράπεζες των 46 δισ. ευρώ και τα στοιχεία κεφαλαιοποίησης τους προκύπτει ότι, ακόμα και αν το ΤΧΣ κατείχε το 100% των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, οι ζημίες που θα κατέγραφε από την πώληση των μετοχών θα άγγιζαν το ύψος σχεδόν των 30 δισ. ευρώ. Αυτό συνεπάγεται μία απόδοση κατά προσέγγιση ίση με -65%. Εναλλακτικά, για να υπήρχε απόσβεση των 46 δισ. ευρώ τότε θα έπρεπε η κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να ήταν τουλάχιστον 186% μεγαλύτερη από αυτή στις 6/10/2023.

 

Όπως αναφέρεται στην ανάλυση, πρόσφατα δόθηκε το εναρκτήριο λάκτισμα, σχετικά με την αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις ελληνικές τράπεζες, με την πώληση μεριδίου συμμετοχής στην Eurobank.

 

Η πρωτοβουλία της διάσωσης των τραπεζών μέσω κρατικών ενισχύσεων, τονίζει το ΚΕΠΕ, έχει απασχολήσει ποικιλοτρόπως τη βιβλιογραφία, η οποία εστιάζει σε ζητήματα όπως οι μακροοικονομικές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία, καθώς και στη χρηματοοικονομική υγεία και τις επιδόσεις των τραπεζών. Επίσης, σε ζητήματα που συνδέονται με την αναγκαιότητα της κρατικής παρέμβασης για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών οδηγιών αλλά και το δημοσιονομικό κόστος αυτής της παρέμβασης.

 

Για την συγκεκριμένη ανάλυση εργάστηκαν οι Ερευνητές του ΚΕΠΕ Γεώργιος Μπερτσάτος (μέλος του εργαστηρίου Gulf One Lab for Computational & Economic Research του Lancaster University) και Κωνσταντίνος Λοΐζος.