«Η ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων είναι κάτι που συζητάμε εδώ και 20 χρόνια, από τη διακήρυξη της Θεσσαλονίκης», δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων μετά το άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Γρανάδα. Ο πρωθυπουργός τόνισε πως η Ελλάδα θα εξακολουθεί να αγωνίζεται υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και θα επιχειρηματολογεί υπέρ της ανάγκης όλες οι χώρες οι οποίες λαμβάνουν καθεστώς υποψήφιας χώρας να αντιμετωπίζονται με τους ίδιους κανόνες και να μην υπάρχουν, όπως σημείωσε, γεωπολιτικές προτεραιότητες που να ανατρέπουν τη διαδικασία η οποία είναι αυστηρά καθορισμένη.

 

«Προφανώς και αναφέρομαι στον τρόπο με τον οποίο πρέπει οι χώρες αυτές να προσαρμοστούν στο ευρωπαϊκό δεδομένο και στις αξιολογήσεις που θα γίνονται συνεχώς από την ευρωπαϊκή επιτροπή για να γνωρίζουμε αν πράγματι προχωρούν σε αυτόν τον δρόμο. Και σε αυτή την κατεύθυνση θέλω να τονίσω ότι για την Ελλάδα δεν νοούνται εκπτώσεις από τους κανόνες του κράτους δικαίου. Αυτό αφορά όλες τις υποψήφιες χώρες, δεν φωτογραφίζω καμιά χώρα συγκεκριμένα. Νομίζω ότι και οι ίδιες γνωρίζουν ότι πρέπει να κάνουν την προσπάθεια η οποία απαιτείται έτσι ώστε στο τέλος αυτής της διαδικασίας να μπορούν να διεκδικούν να γίνουν μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας», τόνισε ο πρωθυπουργός.

 

Παράλληλα ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε ότι αυτή η συζήτηση της σημαντικής διεύρυνσης «μας υποχρεώνει να ξεκινήσουμε και πάλι να επαναξιολογούμε τον τρόπο της ίδιας της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και εξήγησε: «Τις διαδικασίες λήψεως αποφάσεων αλλά και τα σημαντικά ζητήματα που αφορούν τον προϋπολογισμό, καθώς η είσοδος φτωχότερων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση προφανώς θα απαιτήσει περισσότερους πόρους αν δεν θέλουμε να θυσιάσουμε κρίσιμες δράσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως οι δράσεις συνοχής ή η κοινή αγροτική πολιτική, εις βάρος χωρών που ακόμα χρειάζονται τέτοια κεφάλαια».

 

Σε ερώτηση για το μεταναστευτικό ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε πως η πρόοδος που επιτεύχθηκε στο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου είναι σίγουρα στη θετική κατεύθυνση. «Έχουμε μια συμφωνία σε επίπεδο Συμβουλίου, θα μπούμε τώρα στη διαδικασία του τριλόγου αλλά σίγουρα είναι ένα πρόσθετο εργαλείο το οποίο θα έχουμε στη διάθεσή μας για να αντιμετωπίσουμε περιπτώσεις εργαλειοποίησης του μεταναστευτικού, όπως αυτές που είδαμε στο παρελθόν με μία χαλάρωση των σχετικών διαδικασιών για τις χώρες πρώτης υποδοχής. Αλλά από μόνο του το σύμφωνο αυτό δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα της μετανάστευσης. Χρειάζεται μια πολύ πιο συνολική προσέγγιση και μία μεγαλύτερη ενεργοποίηση όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των θεσμών αλλά και των κρατών μελών, και να υποστηρίξουν τις χώρες που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης», συνέχισε ο πρωθυπουργός ο οποίος είπε για παράδειγμα ότι η συμφωνία η οποία έχει επιτευχθεί με την Τυνησία είναι μία προσπάθεια στη σωστή κατεύθυνση και το ίδιο πρέπει να γίνει με την Λιβύη και την Αίγυπτο η οποία φιλοξενεί μεγάλο αριθμό μεταναστών και «θα ήταν πραγματικά μια καταστροφή αν αυτοί κατευθυνόντουσαν προς την Ευρώπη». «Και το ίδιο, σε έναν βαθμό, γίνεται και με την Τουρκία αυτή τη στιγμή, μέσα από μία συζήτηση η οποία γίνεται στα πλαίσια της βελτίωσης των σχέσεων Ελλάδος-Τουρκίας. Άρα προφανώς αυτό το θέμα έχει μία σημαντική ευρωπαϊκή διάσταση. Γι’ αυτό και η Ελλάδα θα επιχειρηματολογεί υπέρ της αύξησης του προϋπολογισμού στην αναθεώρηση του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου έτσι ώστε να μπορούμε να έχουμε περισσότερους πόρους στη διάθεσή μας για να μπορούμε να στηρίζουμε εκείνες τις χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές -το τονίζω- συνεργάζονται με την ΕΕ για την ανάσχεση του μεταναστευτικών ροών», προσέθεσε.

 

Ερωτηθείς για το ζήτημα του προϋπολογισμού της ΕΕ, του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου, ο πρωθυπουργός σημείωσε πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταθέσει μία πρόταση η οποία καλύπτει τις ελληνικές ανησυχίες.

 

«Ζητάμε πολλά περισσότερα χρήματα για την Ουκρανία -και καλά κάνουμε γιατί θα εξακολουθούμε να στηρίζουμε την Ουκρανία- αλλά επιχειρηματολόγησα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ότι είναι αδύνατο να διαθέτουμε σημαντικούς πρόσθετους πόρους για την Ουκρανία και ταυτόχρονα να διαθέτουμε λιγότερους πόρους, πολύ λιγότερους πόρους σε σχέση με αυτούς που δίνουμε για την Ουκρανία, για την στήριξη Ευρωπαίων πολιτών που βρίσκονται αντιμέτωποι με φυσικές καταστροφές», ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης και προσέθεσε:

 

«Το Ταμείο Αλληλεγγύης είναι πάρα πολύ μικρό, έχει ήδη εξαντληθεί. Η Ελλάδα κατάφερε και πέτυχε να διεκδικήσει μέγιστη ευελιξία στην αξιοποίηση πόρων που είχε στη διάθεσή της για να στηριχθεί απέναντι στις φυσικές καταστροφές οι οποίες έπληξαν πρωτίστως τη Θεσσαλία. Αλλά είναι σαφές ότι αυτό δεν αρκεί, διότι είναι πολύ πιθανό να βρεθούμε αντιμέτωποι και με άλλα τέτοια φαινόμενα στο μέλλον. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι η αύξηση του Ταμείου Αλληλεγγύης κατά 2,5 δισεκατομμύρια, σε μία συνολική αναθεώρηση που ξεπερνάει τα 65 δισ., είναι ένα ποσό το οποίο δεν θα έπρεπε να μας προβληματίσει. Νομίζω ότι οι θέσεις αυτές γίνονται περισσότερο κατανοητές στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αν και ακόμα απέχουμε από μία συνολική συμφωνία».

 

Σε ό,τι αφορά τους δημοσιονομικούς κανόνες, επανέλαβε ότι η Ελλάδα στηρίζει επί της αρχής την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για περισσότερη ευελιξία στη δημοσιονομική προσαρμογή, αναλαμβάνοντας πάντα και την ευθύνη των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που πρέπει να γίνουν προκειμένου η χώρα μας και η οικονομία μας να γίνει πιο ανταγωνιστική.

 

«Η Ελλάδα έχει αποδείξει ότι μπορεί να ξεπερνάει τους στόχους τους οποίους θέτει. Δεν είμαστε πια το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ευρώπης, μάλλον είμαστε η ευχάριστη έκπληξη και ως προς τις δημοσιονομικές μας επιδόσεις, όχι μόνο ως προς τις αναπτυξιακές μας επιδόσεις. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα πολύ αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο το οποίο δεν θα αναγνωρίζει αφενός τα λάθη τα οποία έγιναν στο παρελθόν και τα οποία δεν πρέπει να επαναληφθούν, αλλά θα πρέπει να λαμβάνει και υπόψη του το γεγονός ότι χρειαζόμαστε σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις σε τομείς κρίσιμους για την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, με σημαντικότερο τον τομέα της άμυνας», τόνισε και συμπλήρωσε:

 

«Δεν θα κουραστώ να λέω ότι οι αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ένα διαφορετικό πρόσημο στον τρόπο με τον οποίο συμπεριλαμβάνονται στους υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που ξοδεύει πολλά για την άμυνά της. Αλλά αυτές οι δαπάνες έχουν και μία ευρωπαϊκή διάσταση. Δεν θωρακιζόμαστε μόνο για να διαφυλάξουμε την εθνική μας κυριαρχία, προσθέτουμε με αυτό τον τρόπο και στις συνολικές δυνατότητες της Ευρώπης να ενισχύσει τη στρατηγική της αυτονομία.

 

Είναι βούλησή μας και νομίζω και βούληση της ισπανικής Προεδρίας αυτή η συζήτηση να τελειώσει πριν από το τέλος του έτους».