Να δοθούν περαιτέρω κίνητρα για να παραμείνουν οι νέοι στην ύπαιθρο και να απασχοληθούν στον πρωτογενή τομέα ζήτησε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Λευτέρης Αυγενάκης κατά την ομιλία του σε Ημερίδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, με θέμα «Το όραμα του ΕΛΚ για μια οικονομική και κοινωνική βιωσιμότητα στην αγροτική παραγωγή».
Σύμφωνα με τον ίδιο μόλις το 2,88% των νέων κάτω των 24 ετών και το 5,1% των ατόμων κάτω των 35 ετών απασχολείται στον αγροτικό τομέα και προκειμένου να αναστραφεί αυτή η τάση, χρειάζονται να αναπτυχθούν πολιτικές και δράσεις στους εξής τομείς:
* Τη δημιουργία χρηματοδοτικών εργαλείων,
* την παροχή διευκολύνσεων,
* τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας,
* τη συνεχή εκπαίδευση και κατάρτιση των επαγγελματιών του αγροτικού τομέα,
*την προώθηση της εφαρμογής καινοτόμων μεθόδων και τεχνολογιών στον πρωτογενή τομέα.
Παράλληλα, θα πρέπει να διαμορφωθεί και ένα «συνολικό πλαίσιο πολιτικών (στην παιδεία, την υγεία, τις υποδομές, τον πολιτισμό, σε όλους τους τομείς), προκειμένου να καταπολεμήσουμε την ερημοποίηση των αγροτικών περιοχών και να κάνουμε ελκυστική την διαβίωση στις αγροτικές κοινότητες και την ενασχόληση με τον αγροδιατροφικό τομέα» όπως είπε.
Ο κ. Αυγενάκης σημείωσε ότι η κλιματική αλλαγή επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην αγροτική παραγωγή, καθώς η πρόσφατη εμπειρία των φυσικών καταστροφών στην Ελλάδα αλλάζει σημαντικά τις πολιτικές στον αγροτικό τομέα, ενώ οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την οικονομική και κοινωνική βιωσιμότητα της γεωργίας.
Επιπλέον μίλησε για τις καταστροφές που προκάλεσε η καταιγίδα Daniel στη Θεσσαλία, στην οποία το 49% του εργατικού δυναμικού απασχολείται σε εταιρείες μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, αλλά και για τις πυρκαγιές που έπληξαν τον Έβρο, όπου παράγεται το 23% των ενεργειακών καλλιεργειών.
Τέλος, υπογράμμισε ότι οι πολιτικές θα πρέπει να έχουν ως στόχο την ενίσχυση των επενδύσεων και τις καινοτομίας αλλά και στην προστασία των αγροτών μέσω ενός πλαισίου κανόνων της λειτουργίας της αγοράς. «Οφείλουμε να έχουμε κανόνες στις εμπορικές πολιτικές και να διασφαλίσουμε ότι τα εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα πληρούν τα ίδια πρότυπα και προϋποθέσεις».