Η αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αλλά και η ρευστότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) και σειρά επιπλέον εργαλείων προς τις επιχειρήσεις κάθε μεγέθους τέθηκαν στο επίκεντρο πάνελ με θέμα «Providing Liquidity to the Economy», στο πλαίσιο του FinForum 2023, το οποίο πραγματοποιείται στην Αθήνα, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ. 

Ειδικότερα ο Νίκος Μαντζούφας, διοικητής της Ειδικής Υπηρεσίας Συντονισμού του Ταμείου Ανάκαμψης του Υπουργείου Οικονομικών, στην παρέμβαση του σημείωσε ότι η πορεία διοχέτευσης των κοινοτικών πόρων πραγματοποιείται στη βάση εκπλήρωσης συγκεκριμένων οροσήμων. «Πρώτη φορά βλέπω ένα τόσο ολοκληρωμένο πρόγραμμα να σχεδιάζεται στην Ελλάδα, έχοντας την Κομισιόν ως απόλυτο σύμμαχο», επισήμανε, τονίζοντας τη μεγάλη προσπάθεια που προηγήθηκε ώστε όλα σήμερα να μπορούν να υποδεχτούν τα αιτήματα συμμετοχής στο Ταμείο Ανάκαμψης. 

Ο πρόεδρος του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ), Αιμίλιος Περδικάρης, στη διάρκεια του συντονισμού της συζήτησης, μέσω των ερωτήσεων του έδωσε την ευκαιρία στους ομιλητές να αναδείξουν το έργο αλλά και τα σχέδια των οργανισμών που διοικούν καθώς και να δώσουν το στίγμα της επόμενης ημέρας. 

Συγκεκριμένα, ο κ Μαντζούφας τόνισε ότι το πρόγραμμα (Ταμείο Ανάκαμψης) είναι εξαιρετικά απαιτητικό. Μέχρι στιγμής, έχουν εισρεύσει περισσότερα από 11 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ. «Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά. Συνεχίζουμε, καθώς πρόκειται για έναν μαραθώνιο. Έχουμε μια φιλόδοξη προσπάθεια και χαίρομαι που το πλάνο έχει μπει στις σωστές ράγες», συμπλήρωσε ο κ. Μαντζούφας, ο οποίος εξήρε και τον καθαρό ορίζοντα 4ετίας της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία διαθέτει μια απόλυτα μεταρρυθμιστική ατζέντα. 

Η Αθηνά Χατζηπέτρου, CEO της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (HDB), εστίασε στον ρόλο της HDB στην κάλυψη του επενδυτικού κενού. «Μέσα από καινούργια δάνεια συμβάλλαμε στο ΑΕΠ κατά περίπου 7,5 δισ. ευρώ. Δημιουργήσαμε έναν άλλο βρόγχο για την επιχειρηματικότητα, χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες», εξήγησε μεταξύ άλλων. Παράλληλα, έκανε λόγο για ένα νέο μοντέλο λειτουργίας στην HDB, το οποίο βασίστηκε στον εσωτερικό μετασχηματισμό. Όλα αυτά, όπως προσέθεσε, δημιούργησαν συνθήκες ευνοϊκές προς την οικονομία, με έμφαση στις ΜμΕ. Τέλος, επικαλούμενη ορισμένα στατιστικά στοιχεία, εξήγησε ότι το 20% όσων αιτούνται χρηματοδότησης δεν έχουν φορολογική ενημερότητα, το 6% δεν διαθέτει ασφαλιστική ενημερότητα, το 90% έχει κύκλο εργασιών έως 10 εκατ. ευρώ, το 81% απασχολεί έως 10 άτομα και το 20% παρουσιάζει αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα. 

Η Ειρήνη Μποτονάκη, Global Relationship Manager, Banking Sector Greece, European Investment Bank (ΕΤΕπ), περιέγραψε τον αναπτυξιακό ρόλο τής ΕΤΕπ αλλά και τη συνεισφορά της στην ελληνική οικονομία. «Στην Ελλάδα κλείνουμε 60 χρόνια παρουσίας. Έχουμε χρηματοδοτήσει 389 έργα και σήμερα έχουμε έκθεση 20 δισ. ευρώ, δηλαδή 10% του ΑΕΠ», επισήμανε μεταξύ άλλων. Είμαστε από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες της ελληνικής οικονομίας, συμπλήρωσε, αναφέροντας ότι «αποτελούμε μια σταθερή πηγή ρευστότητας προς τις ΜμΕ». Σ’ αυτό το πλαίσιο, υπενθύμισε ότι συνεργαζόμαστε με τις τράπεζες, παρέχοντας πόρους για τη χρηματοδότηση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων «Το χαμηλό κόστος θα πρέπει να μετακυλίεται», τόνισε, υπενθυμίζοντας ότι τα τελευταία χρόνια η ΕΤΕπ έχει διοχετεύσει στην πραγματική οικονομία περισσότερα από 5,5 δισ. ευρώ.

Τέλος, ο Chris Allen, DG ECFIN Resident Adviser in Athens, European Commission, έκανε λόγο για μια μεγάλη ευκαιρία της ελληνικής οικονομίας, σημειώνοντας ότι είναι σημαντικό η χώρα να συνεχίσει να προοδεύει. «Πρέπει να δούμε την επόμενη 10ετία ως μια ευκαιρία μεγάλης ανάπτυξης», συνέχισε. Σ’ αυτό το σημείο, χαιρέτισε την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην πορεία της Ευρωζώνης, η σταθερότητα της οποίας σχετίζεται άμεσα με τις προοπτικές και της Ελλάδας.

Oι ελληνικές τράπεζες στηρίζουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις  

Στο επίκεντρο τέθηκε επίσης ο ρόλος των τραπεζών στην αξιοποίηση των πόρων του ΤΑΑ αλλά και οι παράγοντες που κρατούν πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις εκτός χρηματοδότησης.

Όπως τόνισε ο Βασίλης Καζάς, διευθύνων σύμβουλος της Grant Thornton, το Ταμείο Ανάκαμψης παρέχει πολύ χαμηλό επιτόκιο (0,35%) στις μικρές επιχειρήσεις, με την πλειονότητα των 90.000 επιχειρήσεων, που έχουν λάβει χρήματα μέχρι στιγμής, να είναι μικρομεσαίες. «Υπάρχουν δύο σημαντικά ζητήματα για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Το πρώτο είναι η ελλιπής ενημέρωση για τα προγράμματα. Το δεύτερο είναι μια φοβία για τη διαδικασία, θεωρώντας ότι είναι χρονοβόρα και δεν μπορούν να ανταποκριθούν» είπε ο κ. Καζάς. Προβλήματα που δύναται να λυθούν με τη χρήση νέων τεχνολογιών από τις τράπεζες.

Στη διάρκεια της συζήτησης, που συντόνισε ο Γιάννης Παπαδογιάννης, ιδιοκτήτης και διευθυντής σύνταξης του BusinessDaily.gr, ο διευθύνων Σύμβουλος της Grant Thornton επισήμανε ότι στο Ταμείο Ανάκαμψης έχουν υπαχθεί συνολικά επενδυτικά σχέδια ύψους 16 δισ. ευρώ, με τις περισσότερες επενδύσεις να τοποθετούνται σε Μακεδονία, Θράκη και Πελοπόννησο. Η γρήγορη απορρόφηση των κονδυλίων είναι αποτέλεσμα της εξαιρετικής, όπως είπε, συνεργασίας πολιτείας – τραπεζών, με την Ελλάδα να είναι η μόνη χώρα που έλαβε τα χρήματα εννέα μήνες νωρίτερα. Σύμφωνα με τον κ. Καζά, τα επόμενα χρόνια θα «πέσουν» στην Ελλάδα περισσότερα κονδύλια από το σχέδιο Μάρσαλ και το μεγάλο στοίχημα είναι να εργαστούν όλοι αρμονικά για να τα απορροφήσουν προς όφελος της οικονομίας.

Από την πλευρά του ο Κωνσταντίνος Βασιλείου, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος και επικεφαλής Corporate & Investment Banking της Τράπεζας Eurobank, υπογράμμισε ότι οι τράπεζες ανταποκρίθηκαν στις πολύ δύσκολες συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία, κατά τη διάρκεια της οποίας η οικονομία σταμάτησε κι έπρεπε να κινητοποιηθούν πάρα πολλά κεφάλαια σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Αναφερόμενος στην κριτική για την πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, υπογράμμισε πως οι τράπεζες έχουν διαδραματίσει τον ρόλο τους, μπορούν όμως να πάρουν κάποιες επιπλέον πρωτοβουλίες. «Μία από αυτές είναι η καλύτερη ενημέρωση των πελατών μας για τα χρηματοδοτικά εργαλεία που υπάρχουν σήμερα» τόνισε ο κ. Βασιλείου. Χαρακτήρισε ως εμπόδιο την άρνηση πολλών μικρών επιχειρήσεων να παρέχουν αναλυτικά οικονομικά στοιχεία στις τράπεζες, προκειμένου να αξιολογηθεί η πιστοληπτική ικανότητά τους και αναφέρθηκε σε ένα νέο προϊόν που παρέχει η Eurobank, εγκρίνοντας δάνεια ανάλογα με τα στοιχεία που λαμβάνει από μια επιχείρηση.

Ερωτηθείς για τους κλάδους που θα πρωταγωνιστήσουν, εστίασε στην ενέργεια, τις υποδομές, τις επικοινωνίες, τον τουρισμό, τις αστικές αναπλάσεις, τη βιομηχανία και τη μεταποίηση. Ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος και Επικεφαλής Corporate & Investment Banking της Τράπεζας Eurobank στάθηκε επίσης στην έλλειψη εργατικού δυναμικού και στην ανάγκη να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές και να επιταχυνθεί η απονομή της δικαιοσύνης.

Ο Θεόδωρος Τζούρος, εκτελεστικός Γενικός Διευθυντής, Επικεφαλής Corporate & Investment Banking στην Τράπεζα Πειραιώς, εξέφρασε την άποψη ότι οι ελληνικές τράπεζες στηρίζουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έχοντας δεσμεύσει και εκταμιεύσει ό,τι ποσό είναι διαθέσιμο. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην πράσινη μετάβαση, μιλώντας για μια παγκόσμια πραγματικότητα που επηρεάζει μια σειρά από δραστηριότητες. «Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, στην χώρα μας η πράσινη μετάβαση απαιτεί 500 δισ. ευρώ δαπάνες μέχρι το 2050, δηλαδή 18 δισ. ευρώ ετησίως. Πρόκειται αναμφίβολα για μεγάλο νούμερο, αλλά εφικτό, καθώς υπάρχουν τα κεφάλαια για τη μετάβαση» εξήγησε ο κ. Τζούρος.

Επισήμανε ότι υπάρχει μεγάλη μεταβλητότητα γύρω από την πράσινη μετάβαση, καθώς έχει μετασχηματιστεί η δομή της αγοράς, έχει διπλασιαστεί το κόστος χρηματοδότησης, ενώ αλλάζουν συνεχώς οι διεθνείς τιμές. Εκτίμησε ότι η πράσινη ενεργειακή μετάβαση θα οδηγήσει βραχυπρόθεσμα σε αύξηση του κόστους και της μεταβλητότητας, μακροπρόθεσμα όμως θα υπάρχουν οφέλη. Ο εκτελεστικός Γενικός Διευθυντής, Επικεφαλής Corporate & Investment Banking στην Τράπεζα Πειραιώς αναφέρθηκε, τέλος, στον καθοριστικό ρόλο που παίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς είναι έτοιμο να χρηματοδοτήσει τις νέες επενδύσεις.