Με επιταχυνόμενο βηματισμό ξεκίνησε το 2023 ο επιχειρηματικός τομέας, επιτυγχάνοντας σημαντικό εύρος ανόδου κατά το 1ο τρίμηνο, τόσο στις πωλήσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των κλάδων όσο και στο σύνολο των λειτουργικών δεικτών του επιχειρείν. Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, στο πρόσφατο τεύχος της σειράς μελετών «Τάσεις του Επιχειρείν» από τη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, εξετάζονται οι τάσεις των επιμέρους τομέων, με ισχυρή δυναμική να εντοπίζεται στους κλάδους της «νέας οικονομίας» έχοντας ως αιχμή του δόρατος την Επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη (R&D). Συνεπικουρούμενη από την ανοδική τάση των κατασκευών, η ποιοτική αυτή στροφή του επιχειρηματικού τομέα εκτιμάται ότι θα εξασφαλίσει υγιείς ρυθμούς ανάπτυξης για τη διετία 2023-2024.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην ανάλυση της τράπεζας, η δυναμική εκκίνηση της χρονιάς για τις ελληνικές επιχειρήσεις αποτυπώθηκε σε ετήσια αύξηση πωλήσεων 8% το 1ο τρίμηνο σε αποπληθωρισμένους όρους (από 4,6% το προηγούμενο εξάμηνο) – με όλους τους βασικούς κλάδους να σημειώνουν άνοδο (εκτός του λιανικού εμπορίου). Προς την ίδια θετική κατεύθυνση κινήθηκε το σύνολο των λειτουργικών δεικτών του επιχειρείν, όπως οι επενδύσεις και η κερδοφορία (ετήσια άνοδος 8% και 5% αντίστοιχα το 1ο τρίμηνο), ενώ ιστορικά υψηλά σημειώνονται σε προσλήψεις και δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Η επίδοση αυτή εξασφάλισε την υπεροχή του ελληνικού επιχειρείν έναντι των ευρωπαίων ανταγωνιστών σε όρους κλίματος, όπως φανερώνει το ρεκόρ θετικής απόκλισης του δείκτη εμπιστοσύνης της Ελλάδας έναντι του μέσου όρου της ΕΕ. Παράλληλα, σημειώνουμε ενδείξεις περιορισμού της πληθωριστικής πίεσης, κυρίως σε βιομηχανία και χονδρικό εμπόριο (αντανακλώντας τις ευεργετικές επιπτώσεις στο κόστος των επιχειρήσεων από την αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών ενέργειας και πρώτων υλών).
Όσον αφορά τους πρωταγωνιστές ανάπτυξης, πέρα από τους κλάδους τουρισμού και κατασκευών που ανακάμπτουν από χαμηλά επίπεδα (σημειώνοντας άνοδο της τάξης του 17-18% το 1ο τρίμηνο σε αποπληθωρισμένους όρους), οι κλάδοι της «νέας οικονομίας» ξεχωρίζουν με εντυπωσιακές επιδόσεις:
-Ο κλάδος R&D κατέγραψε την υψηλότερη άνοδο πωλήσεων κατά το 1ο τρίμηνο (+54% σε αποπληθωρισμένους όρους), ενώ κατά το τελευταίο εννεάμηνο έχει σταθερά μια σημαντικά ισχυρότερη επίδοση από το λοιπό επιχειρείν (με την απόκλιση απόδοσης να αγγίζει κατά μέσο όρο τις 20 ποσοστιαίες μονάδες). Η δυναμική αυτή αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό (i) τα πρώτα απτά αποτελέσματα από το συνεχώς αναπτυσσόμενο οικοσύστημα των tech startups καθώς και (ii) την αυξανόμενη έμφαση που δίνεται στην ερευνητική δραστηριότητα από μεγαλύτερες επιχειρήσεις (όπως οι φαρμακοβιομηχανίες). Παράλληλα, σημάδια αφύπνισης της καινοτομικής δραστηριότητας είναι εμφανή υπό το πρίσμα πολλαπλών δεικτών, όπως αύξηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (διπλασιασμός αιτήσεων για πατέντα στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας την τελευταία δεκαετία) και σταδιακή ενίσχυση στο αποτύπωμα της high-tech βιομηχανίας (¼ των ελληνικών εξαγωγών, από 20% το 2011). Σημειώνεται ότι η πρόσφατη κάθετη άνοδος του κλάδου επιταχύνει την ήδη δυναμική πορεία των επιχειρηματικών δαπανών έρευνας και ανάπτυξης στην Ελλάδα (με διπλασιασμό την τελευταία δεκαετία σε 0,7% του ΑΕΠ, από 0,3% το 2011), επιβεβαιώνοντας ότι η χώρα ακολουθεί πορεία ταχείας σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (1,5% του ΑΕΠ).
-Πληροφορική και υπηρεσίες πληροφορίας επίσης ξεχωρίζουν θετικά, με τις (αποπληθωρισμένες) πωλήσεις τους το 1ο τρίμηνο 2023 να αυξάνονται κατά 25% σε ετήσια βάση.
Όπως τονίζουν οι αναλυτές της ΕτΕ: «Κοιτώντας μπροστά, παρά τον σχετικά αδύναμο Απρίλιο, αναμένουμε ανάκτηση ισχύος για το υπόλοιπο της χρονιάς (σε συνέπεια με τις αισιόδοξες προσδοκίες των επιχειρήσεων). Συνεπώς για το σύνολο του 2023 εκτιμάται άνοδος (αποπληθωρισμένων) πωλήσεων της τάξης του 6%, παραμένοντας σε υγιή επίπεδα ανάπτυξης το 2024 (άνω του 4%). Ειδικότερα, η επόμενη διετία αναμένεται να χαρακτηριστεί από την υλοποίηση του πρώτου κύματος επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF) και την ενίσχυση της τεχνολογικής και εξωστρεφούς ανακατεύθυνσης που ήδη υλοποιείται στην ελληνική οικονομία. Έτσι, τίθενται οι βάσεις για το μετασχηματισμό του ελληνικού επιχειρείν σε ένα πρότυπο πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με ισχυρότερη παρουσία τομέων υψηλής προστιθέμενης αξίας».