Είναι, δυστυχώς, όλο και πιο σπάνια όμως εξακολουθούν να υπάρχουν και μερικά καλά νέα σχετικά με το κλίμα, γράφει ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος σε άρθρο του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Όπως τονίζει, περίπου το 60% των Ελβετών πολιτών ψήφισαν υπέρ της λήψης νέων μέτρων για τη δραστική μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίων. Η Ελβετία παρακολουθεί τρομοκρατημένη την ταχύτητα με την οποία λειώνουν οι χιλιάδων χρόνων πάγοι στις Άλπεις. Τα μέτρα θέτουν ως επιδίωξη «μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών αερίων θερμοκηπίου» το 2050 και προβλέπουν ένα κονδύλι τριών δισ. ελβετικών φράγκων για να ενισχύσουν τη διακοπή χρήσης ορυκτών καυσίμων από εταιρείες και σπίτια. Πάντως, το πρόγραμμα που εγκρίθηκε είναι λιγότερο φιλόδοξο από αυτό που ζητούσαν οι επιστήμονες και οι ακτιβιστές-οικολόγοι.
Η Ελβετία και η Ιταλία είναι οι δύο ευρωπαϊκές χώρες όπου οι πολίτες έχουν εύκολα τη δυνατότητα να προκαλούν δημοψηφίσματα για την έγκριση ή την απόρριψη μέτρων και πολιτικών. Το συγκεκριμένο δημοψήφισμα το είχε προκαλέσει το ελβετικό Λαϊκό Κόμμα, το μεγαλύτερο σε επιρροή κόμμα της χώρας, το οποίο οι αναλυτές χαρακτηρίζουν ως «εθνικιστικό», «δεξιό συντηρητικό» ή «λαϊκιστικό». Το βασικό επιχείρημα του Λαϊκού Κόμματος ήταν ότι τέτοια μέτρα θα αυξήσουν τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος.
Μετατοπίζεται η κοινή γνώμη
Το αποτέλεσμα δείχνει μία σταδιακή αλλά σημαντική μετατόπιση της ελβετικής κοινής γνώμης, αφού μόλις το 2021 οι Ελβετοί είχαν απορρίψει με μικρή πλειοψηφία (51%) τα κυβερνητικά σχέδια για έναν φόρο επί των καυσίμων των αυτοκινήτων και των αεροπορικών εισιτηρίων.
Βέβαια, αν και θετικό, το αποτέλεσμα έχει και κάτι απογοητευτικό. Διερωτάται κανείς πώς είναι δυνατό τρεις δεκαετίες μετά την αναγνώριση από όλη την παγκόσμια κοινότητα στη διάσκεψη του Ρίο του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής και την υπογραφή της πρώτης παγκόσμιας συμφωνίας για την αντιμετώπισή της, ενώ βλέπουν πια με τα μάτια τους τους πάγους να λειώνουν και ακούν για όλο και συχνότερα «ακραία καιρικά φαινόμενα» από όλον τον κόσμο, τέσσερις στους δέκα πολίτες της πάμπλουτης Ελβετίας να θεωρούν πιο σημαντική την ενδεχόμενη αύξηση των λογαριασμών από την αντιμετώπιση ενός φαινομένου που απειλεί την επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού, αν όχι του ανθρώπινου είδους;
Το Βερολίνο
Αντίθετα, σε πρόσφατο τοπικό δημοψήφισμα στο Βερολίνο δεν έγινε δυνατή η έγκριση πρότασης για δραστικότερη αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Σήμερα, το Βερολίνο, όπως και όλη η Γερμανία, έχει θέσει ως επιδίωξη να πετύχει κατάσταση «μηδενικού ισοζυγίου εκπομπών αερίων θερμοκηπίου» το 2045. Η πρόταση που ετέθη σε δημοψήφισμα προέβλεπε να έρθει αυτή η επιδίωξη στο 2030 αντί του 2045. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων (50,9%) τάχθηκε υπέρ, όμως δεν συμμετείχαν αρκετοί πολίτες για να θεωρηθεί έγκυρο το δημοψήφισμα. Η επίσπευση της επίτευξης μηδενικού ισοζυγίου θεωρείται πολύ δύσκολη και δαπανηρή λόγω της μεγάλης εξάρτησης της γερμανικής πρωτεύουσας από ορυκτά καύσιμα για τη θέρμανση και τις μεταφορές της και ίσως εκεί οφείλεται η αποτυχία του δημοψηφίσματος. Μερικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι ο λόγος αποτυχίας ήταν ακριβώς η συνείδηση του κόστους της μετάβασης και η αμφιβολία για το κατά πόσο τέτοιοι στόχοι μπορούν όντως να πραγματοποιηθούν, ακόμα και αν προβλεφθούν από νόμους.
Αν και απέτυχαν να αποσπάσουν το «ναι» στο δημοψήφισμα, οι οργανωτές του σημείωσαν μία μερική επιτυχία. Άσκησαν μεγάλη πίεση στα κόμματα και τα ανάγκασαν να δεσμευτούν στη διάθεση ενός κονδυλίου τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ για κλιματική προστασία. Όπως σχολίασε στην Tagesspiegel ο δημοσιογράφος Daniel Böldt, «χωρίς αυτούς, το κονδύλι πιθανότατα δεν θα είχε υπάρξει. Με τη μη ρεαλιστική νομοθετική πρότασή τους, τουλάχιστον έχουν βοηθήσει στην τήρηση του ισχύοντος νόμου προστασίας του κλίματος».
Από τους δρόμους και τα δημοψηφίσματα στα δικαστήρια
Πάντως, οι ενδιαφερόμενοι για το περιβάλλον δεν περιορίζονται πλέον στις πολιτικές καμπάνιες, αλλά έχουν μεταφέρει τον αγώνα τους και στις δικαστικές αίθουσες. Μία ομάδα ηλικιωμένων γυναικών από την Ελβετία ήδη προσφεύγει κατά της ελβετικής κυβέρνησης στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υποστηρίζοντας ότι η κλιματική πολιτική της θέτει την υγεία και τα ατομικά δικαιώματά τους σε κίνδυνο.
Προηγήθηκε μία εξαετής δικαστική μάχη, που έχασαν, στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, το ανώτερο δικαστήριο της Ελβετίας. Η κυβέρνηση κέρδισε τη δίκη υποστηρίζοντας ότι είναι αλήθεια πως η κλιματική αλλαγή μπορεί να επηρεάσει την υγεία, όμως δεν μπορούν οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου να συνδεθούν συγκεκριμένα με την κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η κλιματική πολιτική πρέπει να αποφασιστεί από τους πολιτικούς και όχι από τα δικαστήρια.
Η απόφαση που θα πάρει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θα δημιουργήσει προηγούμενο και θα έχει πολύ μεγάλες συνέπειες όχι μόνο για την Ελβετία αλλά για όλη την Ευρώπη, αφού σχεδόν όλα τα κράτη της ηπείρου έχουν αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του.