Την Τετάρτη 5 Απριλίου, η διαΝΕΟσις διοργάνωσε μια δημόσια διαδικτυακή συζήτηση για τις κρίσιμες υποδομές στην Ελλάδα.
Στη συζήτηση, την οποία συντόνισε ο Διευθυντής Περιεχομένου της διαΝΕΟσις Θοδωρής Γεωργακόπουλος, συμμετείχαν οι: Γιώργος Δελλής, Καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, Ευθύμης Λέκκας, Καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής και Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών του ΕΚΠΑ – Πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού & Προστασίας (ΟΑΣΠ), Βασίλης Μπαρδάκης, Δρ. Πολιτικός Μηχανικός, Πρόεδρος του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Ελλάδος (ΣΠΜΕ), Διομήδης Σπινέλλης, Καθηγητής στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του ΟΠΑ και Ζωή Χριστοφόρου, Επίκουρη Καθηγήτρια στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, τον κύκλο των τοποθετήσεων άνοιξε η Ζωή Χριστοφόρου, η οποία ανέλυσε την κατάσταση του δικτύου μεταφορών στην Ελλάδα και αναφέρθηκε στο πώς πρέπει να αναπροσαρμοστεί η στρατηγική σε θέματα οδικών και σιδηροδρομικών υποδομών σε εθνικό επίπεδο. Ξεκίνησε επισημαίνοντας δύο ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η συγκοινωνιακή υποδομή συγκριτικά με την υπόλοιπες: 1) τη λειτουργία της ως σύστημα, και 2) τη σημασία της διασυνδεσιμότητας. Με βάση αυτά τα κριτήρια, η κ. Χριστοφόρου εξέφρασε την εκτίμησή της ότι όσον αφορά τους αυτοκινητόδρομους «έχουμε κάνει εξαιρετική δουλειά τα τελευταία χρόνια», έχοντας ένα καλό δίκτυο τόσο σε γεωγραφική κάλυψη όσο και σε ποιότητα. Ωστόσο, στο λοιπό οδικό δίκτυο, το οποίο από την μία έχει πολύ μεγάλο μήκος, και από την άλλη ειδικό βάρος, καθώς χρησιμοποιείται από ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες, υπογράμμισε πολλαπλές αστοχίες: 1) ανυπαρξία στα θέματα ήπιας κινητικότητας, 2) ανεπάρκεια στην κυκλοφοριακή συμφόρηση, 3) κακή συντήρηση.
Επίσης, τόνισε ότι το θέμα της συντήρησης αφορά άμεσα και τον σιδηρόδρομο και επεσήμανε την έλλειψη σχετικών δεδομένων για την εκτίμηση της κατάστασης. Είπε μάλιστα χαρακτηριστικά ότι «στα συγκοινωνιακά έργα η κατασκευή γίνεται μία φορά, αλλά η συντήρηση μπορεί να διαρκεί 50 ή 100 χρόνια». Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, υπογράμμισε την ανάγκη για αποτύπωση της κατάστασης του σιδηροδρομικού δικτύου, η οποία επιτρέπει στους υπεύθυνους την καλύτερη λήψη αποφάσεων. Πρότεινε την ένταξη νέων τεχνολογικών μέσων, όπως τα drones, στην πολιτική συντήρησης της Ελλάδας, καθώς έχουν τη δυνατότητα να πετύχουν καλή αποτύπωση με χαμηλό κόστος. Επίσης, ένα μέτρο που θα πρέπει να εφαρμοστεί, σύμφωνα με την κ. Χριστοφόρου, στη χώρα είναι οι μελέτες συντηρησιμότητας (maintainability) των υποδομών, δηλαδή ήδη από την κατασκευή μιας υποδομής να αξιολογείται ο καλύτερος τρόπος συντήρησής της στο μέλλον. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του συνολικού κόστους στον κύκλο ζωής της υποδομής, καθώς και τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Συνοψίζοντας, είπε ότι «η υποδομή εγγύτητας, της καθημερινότητας, τα οδικά δίκτυα, και κυρίως η συντήρηση του σιδηροδρομικού δικτύου είναι κρίσιμα για το μέλλον».
Τον λόγο στη συνέχεια έλαβε ο Ευθύμης Λέκκας, ο οποίος εμφανίστηκε από την Τουρκία, όπου βρισκόταν για να μελετήσει τις συνέπειες των πρόσφατων σεισμών. Ξεκινώντας την τοποθέτησή του έκανε μια σύγκριση των πιθανών συνεπειών ενός ισχυρού σεισμού στην Ελλάδα, με την κατάσταση στις σεισμόπληκτες περιοχές στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας, με αφορμή τη συμμετοχή του στην ελληνική αποστολή, μαζί με την ΕΜΑΚ και το ΕΚΑΒ, στην περιοχή. Μιλώντας για την Τουρκία ανέφερε ότι «με δυο λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο σεισμός ο οποίος προκάλεσε πάνω από 50.000 θανάτους, έχει ήδη 50.000 αγνοούμενους, 300.000 τραυματίες και 2,5 εκατομμύρια άστεγους, προκάλεσε τεράστιες επιπτώσεις στις υποδομές και στις κατασκευές. Οι υποδομές δεν άντεξαν και κυρίως δεν άντεξε το οδικό δίκτυο, οι γέφυρες και οι απλές κατασκευές». Έκανε ωστόσο ένα διαχωρισμό όσον αφορά τις σύγχρονες κατασκευές, οι οποίες ανταπεξήλθαν επιτυχώς στις περισσότερες περιπτώσεις. Ο κ. Λέκκας διαβεβαίωσε ότι στον ελλαδικό χώρο δεν θα συνέβαινε τέτοιου μεγέθους καταστροφή γιατί δεν έχουμε τόσο μεγάλα ρήγματα και τα κτήρια είναι πιο κατάλληλα κατασκευασμένα.
Στη συνέχεια, περιγράφοντας την υφιστάμενη κατάσταση των κτηρίων στην Ελλάδα, διαχώρισε την προστασία τους ανάλογα με τον χρόνο κατασκευής τους. Τόνισε τη σημασία της ίδρυσης του οργανισμού αντισεισμικού σχεδιασμού και προστασίας (ΟΑΣΠ) το 1982 και τη θεσμοθέτηση του πρώτου ελληνικού αντισεισμικού κανονισμού (1985), ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα πιο ανθεκτικές κατασκευές. «Το πρόβλημα λοιπόν έγκειται στο τι γινόταν πριν το 1985», όπως είπε ο κ. Λέκκας, και παρόλο που τότε οι μηχανικοί λειτουργούσαν μόνο με συστάσεις, η κατάσταση αυτού του δομημένου ιστού είναι σε καλό επίπεδο, αρκεί να έχει γίνει κανονικά η συντήρηση και να μην έχουν γίνει παρεμβάσεις. Από το 1928 μέχρι το 1959 ο δομημένος ιστός μπορεί να μην πληροί τις σύγχρονες τεχνικές προδιαγραφές, είχε όμως δομηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ανθεκτικός. Η συντήρηση, υπογράμμισε, είναι κομβικής σημασίας σε όλες τις υποδομές, και ανέφερε τις κανονιστικές διατάξεις του ΟΑΣΠ, ΚΑΝΕΠΕ και ΚΑΔΕΤ, για το πώς μπορούμε να ενισχύσουμε τα κτήρια τα οποία έχουν χαμηλό βαθμό δείκτη αντισεισμικής επάρκειας.
Κλείνοντας, υπογράμμισε τη σημασία της πρόσφατης, πριν 15 μέρες, θεσμοθέτησης του υποχρεωτικού πρωτοβάθμιου ελέγχου σε όλα τα δημόσια κτήρια της χώρας. Πιο συγκεκριμένα, αυτός θα υλοποιηθεί στα σχολεία και στα νοσοκομεία (στόχος ο πρώτος αυτός κύκλος να έχει ολοκληρωθεί σε ένα χρόνο) και στη συνέχεια θα επεκταθεί σε όλα τα δημόσια κτήρια. Αποτελεί μία συνεργασία του ΤΕΕ, του ΟΑΣΠ, του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης & Πολιτικής Προστασίας και της ΚΕΔΕ, και θα εκτελεστεί περίπου από 5.000 μηχανικούς που θα επιλέξει το ΤΕΕ σε όλη την Ελλάδα, τους οποίους θα εκπαιδεύσει ο ΟΑΣΠ στη συμπλήρωση των νέων δελτίων πρωτοβάθμιου ελέγχου. Επιπλέον, ανέφερε την αναβάθμιση της τράπεζας δεδομένων του ΟΑΣΠ, με σκοπό να υποδεχτεί αυτό τον νέο όγκο πληροφορίας. «Με την διαδικασία αυτή μπορούμε να διακρίνουμε αν ένα κτήριο θα πρέπει να πάει σε μελέτη και επισκευή ή όχι», διευκρίνισε, ενώ επεσήμανε ότι «για πρώτη φορά θέτουμε τις βάσεις για να έχουμε μια επαρκή εικόνα του τι γίνεται με τον δομημένο ιστό και τις υποδομές της χώρας σε σχέση με τον σεισμικό κίνδυνο, αλλά και για τους άλλους, συνοδούς κινδύνους».
Ο Διομήδης Σπινέλλης, ο οποίος είναι και επιστημονικός υπεύθυνος της μελέτης της διαΝΕΟσις για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, εστίασε στα πληροφοριακά συστήματα ως κρίσιμες υποδομές.
Τόνισε τη σημασία τους δίνοντας μερικά νούμερα από δημόσια συστήματα πληροφορικής, όπως για παράδειγμα, «στο gov.gr σήμερα υπάρχουν περίπου 1520 υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται από 8 εκατομμύρια πολίτες, οι οποίοι συνολικά έχουμε εκτελέσει περίπου 230 εκατομμύρια συναλλαγές, ενώ παράλληλα λειτουργεί το κέντρο διαλειτουργικότητας, με 700 εκατομμύρια ταυτοποιήσεις και 800 εκατομμύρια άλλων υπηρεσιών». Επίσης, αναφέρθηκε και στο γεγονός ότι στο Ταμείο Ανάκαμψης έχουν προϋπολογιστεί περίπου 6 δις ευρώ για έργα πληροφορικής και άλλο 1 δις στο ΕΣΠΑ.
Τόνισε, λοιπόν, τη σημασία της συντήρησης, αλλά και της μέριμνας για τη συνεχή εξέλιξη και αναβάθμισή τους, στις οποίες πρέπει δοθεί προσοχή συγκεκριμένα για τρεις λόγους: 1) Την συνεχή αλλαγή του περιβάλλοντος γύρω από τα έργα πληροφορικής, λόγω της εκθετικής εξέλιξης της τεχνολογίας και των νομοθετικών αλλαγών, 2) Την ευαλωτότητα των συστημάτων σε κακόβουλες επιθέσεις, 3) Τις λεγόμενες ευέλικτες πρακτικές ανάπτυξης, «δηλαδή να μην το σχεδιάζουμε όλο το έργο από την αρχή, αλλά να το εξελίσσουμε σιγά σιγά». Αναπτύσσοντας τον τρίτο λόγο, ο κ. Σπινέλλης υπογράμμισε ότι στην Ελλάδα εφαρμόζουμε την αντίθετη τακτική, «με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να υλοποιηθούν τα έργα καθώς όταν μπαίνει σε λειτουργία ένα έργο περιλαμβάνει άχρηστα στοιχεία και πολλές ατέλειες» και ως εκ τούτου αντιμετωπίζουμε σπατάλη πόρων, συστήματα που λειτουργούν σε κακή κατάσταση ή καθόλου, και κίνδυνο για την κυβερνοασφάλεια της χώρας.
Επίσης, αναφέρθηκε στο ζήτημα της ανομίας, λέγοντας πως οι υποδομές πληροφορικής είναι «και ακριβές και ευάλωτες, συχνά ακούμε για βανδαλισμούς και κλοπές». Επεσήμανε ότι το υφιστάμενο μοντέλο της φύλαξής τους δεν μπορεί να κλιμακωθεί και πρότεινε να εξετάσουμε μία διαφορετική προσέγγιση στο θέμα της φυσικής ασφάλειας των υποδομών. Συμπερασματικά, είπε ότι «η πρόοδος της πληροφορικής λόγω της φύσης της τεχνολογίας κάνει πιο επιτακτική τη μέριμνα της διαρκούς συντήρησης και της ανάπτυξης των έργων πληροφορικής» τονίζοντας ότι πρέπει να υπολογίζουμε το κόστος αυτό από την αρχή ενός έργου πληροφορικής.
Στη συνέχεια, ο Βασίλης Μπαρδάκης, ο οποίος ήταν και ο συντονιστής της έρευνας της διαΝΕΟσις για την κατάσταση των γεφυρών στην Ελλάδα που ετοίμασε ομάδα μηχανικών το 2019, εστίασε στις γέφυρες της χώρας. Ξεκινώντας τόνισε και αυτός τη σημασία της συντήρησης και της αναβάθμισης των τεχνικών έργων, δίνοντας ένα παράδειγμα από μια γέφυρα στην Κοζάνη, στην οποία μάλιστα βρέθηκε αυτές τις μέρες. Εκεί κλήθηκε να αξιολογήσει εναλλακτικές διαδρομές, καθώς η γέφυρα έχει αποκλειστεί από την κυκλοφορία για να αποφευχθεί κάποια σημαντική βλάβη ή κάποιο ατύχημα, με αποτέλεσμα την ταλαιπωρία του ντόπιου πληθυσμού. Για το θέμα της ασφάλειας, που συζητιέται έντονα λόγω του δυστυχήματος στα Τέμπη, τόνισε την ανάγκη να «αναδείξουμε ότι αυτά τα έργα είναι ο εθνικός δομικός μας πλούτος», καθώς έχουν επενδυθεί κονδύλια, κρατικά και ευρωπαϊκά, και «είναι στην ευθύνη μας να τα συντηρούμε και να τα αναβαθμίζουμε και να μην φτάνουν σε αυτό το σημείο».
Σχετικά με τον αριθμό των γεφυρών σήμερα στην Ελλάδα, ο κ. Μπαρδάκης εκτίμησε ότι υπάρχουν περίπου 6000 γέφυρες, μεσαίες και μεγάλες (δηλαδή πάνω από έξι μέτρα), και αρκετές χιλιάδες ακόμα αλλά τεχνικά έργα. Ωστόσο, επεσήμανε ότι «δεν μπορούμε να το πούμε με ακρίβεια το νούμερο αυτό γιατί δεν έχουν προχωρήσει οι επιθεωρήσεις και άρα οι καταχωρήσεις στο μητρώο υποδομών», το οποίο είχε προταθεί και από την έρευνα της διαΝΕΟσις. Ανέφερε όμως ότι έχει γίνει ένα σημαντικό βήμα με την σύγχρονη πλατφόρμα που θα υποδέχεται τα αποτελέσματα των επιθεωρήσεων. Τέλος, υπογράμμισε τη σημασία της επιθεώρησης και του δευτεροβάθμιου ελέγχου ώστε με αυτό τον τρόπο να διακρίνονται τα πιο εύτρωτα έργα και να «τα προλάβουμε πριν αστοχήσουν και έχουμε ατυχήματα ή πριν έρθουμε στη δύσκολη θέση να τα βγάλουμε εκτός λειτουργίας».
Τον κύκλο των τοποθετήσεων ολοκλήρωσε ο Γιώργος Δελλής, ο οποίος μίλησε για τις δημόσιες συμβάσεις και το σημαντικό τους ρόλο καθώς αποτελούν βασική προϋπόθεση για την έγκαιρη και σωστή υλοποίηση όλων των παραπάνω έργων. Διευκρίνισε ότι η δημόσια σύμβαση χωρίζεται σε δύο κόσμους: αφενός στον κόσμο της ανάθεσης και της αναζήτησης του αντισυμβαλλόμενου, και αφετέρου στην υλοποίηση του αντικειμένου. Στο πρώτο ζήτημα, ανέφερε την εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της «εξονυχιστικής νομοθεσίας για να υπάρχει ελεύθερη αγορά στο πού κατευθύνεται το δημόσιο χρήμα». Ως αρνητικό στην ανάθεση εντόπισε το γεγονός ότι είναι ότι είναι «μια πολύπλοκη, χρονοβόρα, και ιδιαίτερα τυπολατρική διαδικασία». Παράλληλα, στο στάδιο της εκτέλεσης, παρατήρησε ότι προκύπτουν «άλλα ζητήματα που έχουν σχέση με τον συχνά στριφνά τεχνικό χαρακτήρα των συμβατικών κειμένων, αλλά και της νομοθεσίας».
Στην ερώτηση αν το μοντέλο των δημοσίων συμβάσεων είναι πετυχημένο, ο κ. Δελλής απάντησε «όχι», και ανέλυσε τους λόγους για τους οποίους αυτό συμβαίνει τους οποίους συνέδεσε με τους παρακάτω πέντε «παίκτες»: 1) πολιτικοί-πελατειακές σχέσεις, 2) εργολάβοι που λειτουργούν σε οπορτουνιστικές συνθήκες, 3) δημόσια διοίκηση με ελλιπή κίνητρα για ανάληψη ευθυνών, 4) κοινωνία των πολιτών που αγανακτά, αλλά δεν διεκδικεί κάτι καλύτερο, και 5) εξωτερικά θεσμικά αντίβαρα-δικαιοσύνη, η οποία «αν λειτουργούσε αποτελεσματικά θα μπορούσε να αλλάξει τους προηγούμενους παίκτες». Μιλώντας για τη δικαιοσύνη παρατήρησε «έναν άκρατο νομικιμισμό και φοβερή τυπολατρεία» τονίζοντας τη δυσκολία αυτά τα προβλήματα να ξεπεραστούν.
Ως προς τα νομικά ζητήματα το μόνο που θα μπορούσε να αλλάξει, σύμφωνα με τον κ. Δελλή, είναι η απλοποίηση της νομοθεσίας και η συμφωνία ότι δεν θα αλλάζει συχνά. Με άλλα λόγια, με τη δημιουργία ενός κώδικα δημοσίων συμβάσεων. Συνέχισε προσθέτοντας τρία ακόμα κρίσιμα στοιχεία που θα ήταν πιθανότερο να αλλάξουν: 1) Αλλαγή της οικονομικής λογικής στη σχέση μεταξύ ιδιώτη και δημοσίου, με περαιτέρω αξιοποίηση των ΣΔΙΤ ή της παραχώρησης και του ρόλου της τράπεζας, 2) Έμφαση στη διαφάνεια και το Εθνικό Σύστημα Ηλεκτρονικών Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΣΗΔΗΣ), και 3) Κεντρικός τρόπος ανάπτυξης των μεγάλων έργων.
Ακολούθησε ένας δεύτερος κύκλος τοποθετήσεων από τους ομιλητές, οι οποίοι απάντησαν σε κάποιες από τις δεκάδες ερωτήσεις και τα σχόλια των συμμετεχόντων που είχαν διατυπωθεί κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Πιο συγκεκριμένα, συζητήθηκαν θέματα όπως τα εργαλεία και οι δομές στην δημόσια διοίκηση, η θωράκιση της κυβερνοάσφαλειας, το μητρώο των γεφυρών, ο μετασεισμικός έλεγχος, η διαφάνεια των ελέγχων στα δημόσια κτήρια, η ανάγκη για ισχυρό κρατικό μηχανισμό, και η αναβάθμιση των υποδομών του οδικού δικτύου και του σιδηροδρομικού συστήματος.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε ολόκληρη τη συζήτηση στη διεύθυνση https://www.youtube.com/watch?v=cCGcT4u-jHY.