Η ολοκλήρωση της συμφωνίας BriQ Properties ΑΕΕΑΠ και Intercontinental International ΑΕΕΑΠ (ICI) εκτιμάται ότι θα ολοκληρωθεί μέσα 2024.
Θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας ΑΕΕΑΠ με αξία χαρτοφυλακίου 250 εκατ. από 136 εκατ. σήμερα.
Όπως είπε χθες κατά την ενημέρωση των αναλυτών για τα αποτελέσματα του 2022 η διευθύνουσα σύμβουλος της BriQ, Άννα Αποστολίδου, η αγορά 17 ακινήτων συνολικής αξίας 60,577 εκατ. της ICI (πρώτο στάδιο υλοποίησης της συμφωνίας), θα γίνει με δανεισμό.
Κατά την ολοκλήρωση της συμφωνίας θα αυξηθεί η έκθεση της ΑΕΕΑΠ στον τραπεζικό δανεισμό (αναλογία καθαρού κέρδους, Net Debt Ratio – Δάνεια – Ταμειακά Διαθέσιμα/Επενδύσεις σε ακίνητα) από 23,2% σε 48%.
Το προαναφερόμενο ύψος στο δείκτη μόχλευσης του Ομίλου σύμφωνα με την κα. Αποστολίδου εν θεωρείται ικανοποιητικό σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί. Δεν θα πάει παραπάνω και θα γίνουν κινήσεις για τη βελτίωσή του, να πέσει δηλαδή τουλάχιστον στο 40% που είναι το επιθυμητό.
Η επικεφαλής της εταιρείας δεν θέλησε να αποκαλύψει το ακριβές επιτόκιο του δανείου με το οποίο θα χρηματοδοτηθεί η εξαγορά των ακινήτων της ICI, ωστόσο, είπε ότι θα είναι ικανοποιητικό δεδομένων των συνθηκών σήμερα στην αγορά.
Γενικότερα, όπως και σε όλες τις εταιρείες, η αύξηση των επιτοκίων προβληματίζει και αυξάνει τα χρηματοοικονομικά έξοδα με την επικεφαλής της BriQ να σημειώνει ότι «είμαστε σε συνεχή επικοινωνία με τις τράπεζες…». Εκτίμησε δε ότι τα επιτόκια δεν θα αποκλιμακωθούν άμεσα για αυτό και δεν προχωρούν σε αγορά ακινήτου με απόδοση μικρότερη του 7%.
«Αν μας έρθει μια πρόταση για αγορά ακινήτου με απόδοση 6% δεν θα το κοιτάξουμε καν. Για μας οι αποδόσεις και η υπεραξία που μπορούμε να έχουμε είναι κυρίαρχα συστατικά των αποφάσεών μας» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Κατά το δεύτερο στάδιο της προς την υλοποίηση συμφωνίας και αφού η ICI προχωρήσει σε μείωση του μετοχικού της κεφαλαίου και διανομή του καθαρού αποτελέσματος της πώλησης των εν λόγω ακινήτων στους μετόχους της, η BriQ θα αγοράσει πακέτο μετοχών της ICI από την Ajolico (η εταιρεία του βασικού μετόχου που είναι η οικογένεια Χαλικιά) συνολικής αξίας 10,2 εκατ. που θα αντιστοιχεί σε ποσοστό περίπου 26% του μετοχικού κεφαλαίου της ICI, όπως αυτό θα έχει διαμορφωθεί μετά τις διανομές του πρώτου σταδίου.
Ακολούθως, η BriQ θα προχωρήσει σε συγχώνευση με απορρόφηση της ICI με έκδοση νέων μετοχών της BriQ, έτσι ώστε για κάθε υφιστάμενη μετοχή της ICI να εκδοθούν περίπου 1,4178 νέες μετοχές της BriQ.
Έπειτα από την ολοκλήρωση της συμφωνίας οι βασικοί μέτοχοι της BriQ (Θεόδωρος Φέσσας και Ευτυχία Κουτσουρέλη) θα έχουν ποσοστό στην ΑΕΕΑΠ περίπου 42% και αντιστοίχως η οικογένεια Χαλικιά 16%, ενώ στη διασπορά θα βρίσκεται 40 με 41% (η μεγαλύτερη διασπορά που έχει πετύχει ΑΕΕΑΠ).
Η κα. Αποστολίδου απαντώντας σε σχετικά ερωτήματα ανέφερε ότι οι αποφάσεις για τις επόμενες κινήσεις όσο αφορά τα χρηματοοικονομικά της εταιρείας θα ληφθούν αφού ολοκληρωθεί η συμφωνία με την ICI και δεν απέκλεισε απόφαση για αύξηση κεφαλαίου ή έκδοση ομολογιακού δανείου.
Όπως είπε «είμαστε η μόνη ΑΕΕΑΠ που έχουμε αναπτυχθεί και με τους τρεις διαθέσιμους τρόπους: αύξηση κεφαλαίου το 2019, δανεισμός και τώρα οργανική ανάπτυξη με την συγχώνευση άλλης εταιρείας».
«Με μια ήπια κίνηση διπλασιάζουμε το χαρτοφυλάκιο μας κάτι που θα ήταν δύσκολο να γίνει σταδιακά, αποκομίζοντας οικονομίες κλίμακος και βελτίωση των περιθωρίων κέρδους» πρόσθεσε η ίδια.
Αναφορικά με τις αναπτύξεις που βρίσκονται σε εξέλιξη η διοίκηση της BriQ αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις αποθήκες που κατασκευάζει στον Ασπρόπυργο. Το ένα κτήριο 25 χιλ. τ.μ. έχει ολοκληρωθεί και παραδοθεί στον μισθωτή του (όμιλος Quest). Το δεύτερο κτήριο 19,237 χιλ. τμ. είναι υπό κατασκευή και θα ολοκληρωθεί στα μέσα του 2024. Δεν έχει ακόμα μισθωτή.
Η συνολική επένδυση είναι 30 εκατ. ευρώ και τα αναμενόμενα ετήσια έσοδα για την ΑΕΕΑΠ 2,5 εκατ. ενώ η απόδοση θα κινηθεί μεταξύ 8,1% και 8,5% ανάλογα με το μίσθωμα που θα επιτευχθεί στο δεύτερο κτήριο.
Για το ακίνητο που έχει εξαγοράσει στην Ποσειδώνος (Καλλιθέα) έχει αποφασιστεί να γκρεμιστεί το υφιστάμενο κτήριο και στη θέση του να κατασκευαστεί νέο με την ανώτερη δυνατή περιβαλλοντική πιστοποίηση, επένδυση ύψους 5 εκατ. ευρώ.