Η σύνθεση εννέα ετών εργασιών της Giec για το κλίμα ηχεί σήμερα ως σκληρή υπενθύμιση της ανάγκης η ανθρωπότητα να δράσει επιτέλους ριζικά αυτή τη δεκαετία προκειμένου να διασφαλίσει ένα “βιώσιμο μέλλον”.
Το συνθετικό αυτό κείμενο, που διαδέχεται εκείνο του 2014 και δεν θα το ακολουθήσει άλλο την τρέχουσα δεκαετία, είναι “ένας οδηγός επιβίωσης για την ανθρωπότητα”, υπογράμμισε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες.
“Η έκθεση αυτή είναι ένα μήνυμα ελπίδας”, επέμεινε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο πρόεδρος της Διακυβερνητικής ομάδας εμπειρογνωμόνων για την κλιματική αλλαγή (Giec), Χούσουνγκ Λι.
“Έχουμε την τεχνογνωσία, την τεχνολογία, τα εργαλεία, τους οικονομικούς πόρους και όλα όσα χρειάζονται προκειμένου να υπερβούμε τα κλιματικά προβλήματα τα οποία έχουμε ταυτοποιήσει”, όμως “αυτό που λείπει προς το παρόν, είναι η ισχυρή πολιτική βούληση να τα επιλύσουμε διαμιάς”, εκτιμά ο Κορεάτης διπλωμάτης.
Όπως τονίζει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, αυτή η επιστημονική συναίνεση της Giec θα είναι η πραγματολογική βάση των έντονων πολιτικών και οικονομικών διαπραγματεύσεων των επόμενων ετών. Αρχής γενομένης από τη σύνοδο κορυφής για το κλίμα τον Δεκέμβριο στο Ντουμπάι, την COP28, όπου ένας πρώτος απολογισμός των προσπαθειών κάθε χώρας στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού θα ανακοινωθεί και όπου το μέλλον της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα θα αποτελέσει επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Η υπερθέρμανση του κλίματος θα φθάσει τον 1,5 βαθμό Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή από τα έτη 2030-2035, προειδοποιεί η Giec, ενώ η θερμοκρασία έχει φθάσει ήδη σχεδόν τον 1,2 βαθμό κατά μέσο όρο.
Η προβολή αυτή ισχύει σε όλα σχεδόν τα σενάρια εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου βραχυπρόθεσμα, δεδομένης της συσσώρευσής τους εδώ και ενάμισι αιώνα.
Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που προέρχονται από τις υφιστάμενες υποδομές ορυκτών καυσίμων, αν δεν εξοπλιστούν με μέσα δέσμευσης, θα αρκούσαν από μόνες τους για να στρέψουν τον κόσμο προς τον 1,5 βαθμό Κελσίου.
Όμως “βαθιές, γρήγορες και παρατεταμένες μειώσεις εκπομπών (…) θα οδηγούσαν σε μια ορατή επιβράδυνση της παγκόσμιας υπερθέρμανσης σε περίπου δύο δεκαετίες”, γράφει επίσης η ομάδα των επιστημόνων για λογαριασμό του ΟΗΕ.
“Αυτή η συνθετική έκθεση υπογραμμίζει πόσο επείγον είναι να ληφθούν πιο φιλόδοξα μέτρα και δείχνει πως, αν ενεργήσουμε τώρα, μπορούμε πάντα να διασφαλίσουμε ένα βιώσιμο μέλλον για όλους”, επιμένει ο πρόεδρος της Giec, Χούσουνγκ Λι.
“Για κάθε επίπεδο υπερθέρμανσης στο μέλλον, πολλοί κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα είναι πιο υψηλοί απ΄ό,τι είχε εκτιμηθεί”, στην προηγούμενη συνθετική έκθεση του 2014, γράφουν οι επιστήμονες.
Στηρίζονται στον πολλαπλασιασμό που παρατηρήθηκε πρόσφατα ακραίων μετεωρολογικών γεγονότων όπως οι καύσωνες και σε νέες επιστημονικές γνώσεις, για παράδειγμα για τα κοράλλια.
“Λόγω της αναπόφευκτης αύξησης του επιπέδου των ωκεανών, οι κίνδυνοι για τα παράκτια οικοσυστήματα, τους ανθρώπους και τις υποδομές θα συνεχίσουν να αυξάνονται πέρα από το 2100”, υπογραμμίζουν επίσης.
Το θέμα των “απωλειών και των ζημιών” που προκαλούνται από την υπερθέρμανση και υφίστανται ήδη ορισμένες χώρες, ιδιαίτερα οι πιο φτωχές, θα είναι ένα από τα θέματα συζήτησης στην COP28.
“Η κλιματική δικαιοσύνη είναι κρίσιμης σημασίας γιατί εκείνοι που συνέβαλαν λιγότερο στην κλιματική αλλαγή επηρεάζονται με δυσανάλογο τρόπο”, υπογραμμίζει η Αντίτι Μουχέρτζι, μία από τους συγγραφείς της σύνθεσης.
“Τα πιο ζεστά χρόνια που έχουμε ζήσει μέχρι σήμερα θα είναι από τα πιο δροσερά μέσα σε μια γενιά”, συνοψίζει για το Γαλλικό Πρακτορείο η Φριντερίκε Ότο, από τους συγγραφείς της συνθετικής έκθεσης, που αποτυπώνει αυτή την πραγματικότητα με ένα γράφημα με περισσότερο ή λιγότερο έντονο κόκκινο χρώμα.
“Ορισμένα πράγματα είναι πιο εύκολο να γίνουν αποδεκτά στις κυβερνήσεις όταν βρίσκονται σε πληροφοριακά γραφήματα” παρά όταν αναφέρονται αναλυτικά στο κείμενο, εξηγεί.
Τα οκτώ τελευταία χρόνια ήταν ήδη τα πιο ζεστά που έχουν καταγραφεί ποτέ σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο μέλλον, θα συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο δροσερών του αιώνα, όποια κι αν είναι τα επίπεδα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Η διαπίστωση αυτή υπογραμμίζει την ανάγκη να συνδυαστούν οι προσπάθειες προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή με εκείνες για μείωση των εκπομπών προκειμένου να μην επιδεινωθεί περαιτέρω.
“Τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη του περιορισμού της κλιματικής υπερθέρμανσης στους 2 βαθμούς Κελσίου υπερβαίνουν το κόστος των μέτρων που υιοθετούνται”, δηλώνουν ακόμη οι ειδικοί.
Όμως κάθε επιπλέον καθυστέρηση θα μεγάλωνε το βήμα που πρέπει να κάνουμε, σημειώνει η Giec, καθώς ο κόσμος ωφελείται ήδη από τη ραγδαία πρόοδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
“Από το 2010 έως το 2019, τα κόστη μειώθηκαν μόνιμα για την ηλιακή ενέργεια (85%), την αιολική (55%) και τις μπαταρίες λιθίου (85%), υπενθυμίζει η συνθετική έκθεση.
Εκτός από την επίδραση στο κλίμα, οι επιταχυνόμενες και συνεχείς προσπάθειες “θα φέρουν πολλά σχετικά πλεονεκτήματα, ιδιαίτερα για την ποιότητα του αέρα και την υγεία”, γράφουν οι επιστήμονες, που δεν κρύβουν το τίμημα που θα πρέπει να καταβληθεί: “βραχυπρόθεσμα, οι ενέργειες περιλαμβάνουν επενδύσεις από υψηλότερη αφετηρία και εν δυνάμει ριζοσπαστικές αλλαγές”.