«Η Ελλάδα έχει αλλάξει “πίστα” στο ενεργειακό τοπίο», δήλωσε η κα Αλεξάνδρα Σδούκου γενική γραμματέας Ενέργειας και Φυσικών Πόρων του ΥΠΕΝ, κατά τη διάρκεια του Regional Growth Conference, που πραγματοποιήθηκε στην Πάτρα.
Όπως ανέφερε, «ο κλάδος της ενέργειας τα τελευταία τρία χρόνια έζησε ακραίες συνθήκες επηρεάζοντας τις χώρες, τις επιχειρήσεις, την οικονομία και πάνω από όλα την κοινωνία. Στην Ελλάδα με τις εμπροσθοβαρείς πολιτικές, και εμπεδώνοντας μία νέα κουλτούρα συνεργασιών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, καταφέραμε όχι μόνο να αφήσουμε τα χειρότερα πίσω, αλλά να έχουμε πολύ στέρεες βάσεις για να μετασχηματισουμε το ενεργειακό μας σύστημα».
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, η κα Σδούκου αναφέρθηκε στη δυναμική διείσδυση των ΑΠΕ, στις στρατηγικές υποδομές που δημιουργούνται για το φυσικό αέριο, στις ηλεκτρικές διασυνδέσεις, αλλά και τις έρευνες υδρογονανθράκων.
Ενώ, ειδική αναφορά έκανε στον τομέα της πράσινης μετάβασης και την ανάπτυξη ΑΠΕ, της εξοικονόμησης ενέργειας, την ηλεκτροκίνηση, εκφράζοντας την έντονη αισιοδοξία της «στο να συνεχίσουμε να επενδύουμε στις προοπτικές της χώρας».
«Οι προοπτικές της χώρας είναι πολύ μεγάλες και αυτά τα οφέλη πρέπει να ακουμπήσουν στην περιφέρεια και την κοινωνία», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Το ενεργειακό τοπίο το 2023 είναι εντελώς διαφορετικό και παρά τις κρίσεις έχουμε θέσει πραγματικές βάσεις, με ορόσημο το 2025 και με απώτερο στόχο το 2030. Είμαστε σε πολύ καλό δρόμο», εκτίμησε.
Και πρόσθεσε ότι: «Είμαστε στα μέσα της διαδρομής για την ενεργειακή μετάβαση και δεν πρέπει να χάσουμε ούτε ένα λεπτό για τις επενδύσεις που ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια και την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων με αποτύπωμα στην κοινωνία, έτσι ώστε η ενέργεια να είναι φθηνή και άφθονη για όλες τις Ελληνίδες και όλους τους Έλληνες».
Όπως είπε η κα Σδούκου, «στις ΑΠΕ έχουμε προσθέσει σε τρία χρόνια 3,5 Gwatt, και το 2025 πρόκειται να προστεθούν άλλα δύο. Αυτό δεν έγινε τυχαία. Προσπαθήσαμε να εφαρμόσουμε πολιτικές που θα ενισχύσουν το ενεργειακό περιβάλλον και τις επενδύσεις, με μείωση της γραφειοκρατίας, και την αφαίρεση εμποδίων» τόσο για την αγορά όσο και για τους πολίτες.
Από την πλευρά του ο κ. Γιάννης Γιαρέντης πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Διαχειριστή Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εγγυήσεων Προέλευσης (ΔΑΠΕΕΠ), ανέφερε ότι τα τελευταία 3,5 χρόνια, υπήρξε μία πραγματική αναστροφή στην πορεία που υπήρχε κατά το παρελθόν. Έχουν τεθεί σε λειτουργία 6.500 νέες συμβάσεις με 4 GW, ανέφερε και πρόσθεσε ότι «πριν λίγες εβδομάδες σπάσαμε το φράγμα των 10GW».
Μάλιστα, όπως είπε, «η Ελλάδα πρωτοπορεί στην Ευρώπη έχοντας πολύ φιλόδοξους στόχους» και εξήγησε ότι οι συντελεστές της αγοράς που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο έχουν να κάνουν με τη σοβαρη εκσυγχρονιστική προσπάθεια από το ΥΠΕΝ και τον ΔΑΠΕΕΠ».
Όπως έκανε γνωστό ο κ. Γιαρέντης, «σήμερα προχωρούμε στη Πληροφοριακό Σύστημα των ΑΠΕ έτσι ώστε να έχουμε ένα ψηφιακό σύστημα που θα μας δίνει το στίγμα στο δρόμο της ενεργειακής μετάβασης» όπως είπε και συμπλήρωσε ότι ήδη ο ΔΑΠΕΕΠ προχωράει στη διαμόρφωση της Πλατφόρμας Διαδικασιών Εγγυήσεων Προέλευσης. Η εν λόγω πλατφόρμα ταυτόχρονα θα είναι και η πλατφόρμα διαπραγμάτευσης των RES PPA’s που θα είναι συνδεδεμένα και θα πιστοποιούνται με τις Εγγυήσεις Προέλευσης των ΑΠΕ, όπως είπε.
Ο κ. Γιαρέντης επεσήμανε τέλος, ότι «τα τελευταία 3,5 χρόνια έχει επέλθει μία απόλυτη εξυγίανση του Ειδικoύ Λογαριασμού ΑΠΕ και αυτός είναι ο λόγος που λειτουργεί απρόσκοπτα το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, που έχει ανακουφίσει ουσιαστικά την κοινωνία κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης και ταυτόχρονα έχει διαμορφώσει ένα ελκυστικό κλίμα για τους επενδυτές».
Στο πάνελ συμμετείχαν επίσης οι κκ Λουκάς Λαζαράκης, Head, Energy Intrakat, Γιώργος Ρόκας, Chairman & CEO, R Energy1, Αναστάσιιος Τόσιος, Deputy Chief Exec. Director, ΕΥΔΑΠ, Δρ. Κώστας Ανδριοσόπουλος, Country Manager, Akuo Energy Greece, Σπύρος Κυριατζής, Manager New Technologies & Alternative Energy Sources, HELLENiQ ENERGY. Το σύνολο των συμμετεχόντων επεσήμαναν την υψηλή προστιθέμενη αξία που προσφέρει η πράσινη ενέργεια στο περιβάλλον και την κοινωνία., αλλά και την ανάγκη διευκόλυνσης περισσότερων επενδύσεων για την επίτευξη των κλιματικών στόχων, με ταυτόχρονη αναβάθμιση του δικτύου, και άρση των εμποδίων.