Τα «βαθιά» της συλλυπητήρια στις οικογένειες και τους αγαπημένους των θυμάτων της τραγωδίας στα Τέμπη, εξέφρασε, μιλώντας στα ελληνικά, η επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Σόφι ιντ Βελτ, κατά την έναρξη της συνέντευξης Τύπου, που δόθηκε σήμερα στην Αθήνα μετά την ολοκλήρωση της επίσκεψης στην Ελλάδα (6-8 Μαρτίου)
«Οι λέξεις “ πάρε με όταν φτάσεις”, έχουν γίνει πλέον σύμβολο άκρατου πόνου και πένθους, καθώς αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι τόσοι νέοι άνθρωποι χάθηκαν άδικα. Γνωρίζουμε ότι αυτή η τραγωδία έχει σημαδέψει το πανελλήνιο και ως Ευρωπαίοι συμπαραστεκόμαστε στους Έλληνες και στις Ελληνίδες», συμπλήρωσε αμέσως, συνεχίζοντας να μιλά στα ελληνικά, η Ολλανδή ευρωβουλευτής της πολιτικής ομάδας Renew Europe.
Η διερευνητική αποστολή στην Ελλάδα διοργανώθηκε υπό την αρμοδιότητα της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών (LIBE) και σύμφωνα με τη εντολή της Ομάδας εργασίας για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα (DRFMG), και στόχος της αποστολής ήταν «να πραγματοποιηθεί απολογισμός των τελευταίων εξελίξεων στη χώρα, σε συνέχεια και του έργου της DRFMG για την κατάσταση στην Ελλάδα, με ιδιαίτερη έμφαση στην κατάσταση του κράτους δικαίου, την καταπολέμηση της διαφθοράς και την ελευθερία του Τύπου».
Στη αποστολή συμμετείχαν πέραν της κ. Βελτ, η Γερμανίδα ευρωβουλευτής, Katarina BARLEY (Ευρωσοσιαλιστές, S&D), η Γαλλίδα ευρωβουλευτής Gwendoline Delbos-Corfield (Πράσινοι), η Γαλλίδα ευρωβουλευτής Patricia Chagnon (Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID)) και ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Κώστας Αρβανίτης (The Left – Αριστερά). Στην αποστολή δεν συμμετείχε το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, καθώς με ανακοίνωσή του είχε χαρακτηρίσει την επίσκεψη «ανάρμοστη» αυτήν την περίοδο λόγω του εθνικού πένθους στη χώρας μας και απέσυρε τη συμμετοχή του μέλους της πολιτικής του ομάδας.
Τα μέλη της αντιπροσωπείας, σύμφωνα με το τελικό πρόγραμμα που κοινοποιήθηκε, είχαν συναντήσεις με ανεξάρτητες ελληνικές αρχές (Εθνική Αρχή Διαφάνειας, Αρχή Προστασίας Δεδομένων, Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, Συνήγορος του Πολίτη, Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Υπηρεσία Ασύλου), καθώς και με εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών, δημοσιογράφους, στελέχη του Frontex, την οικογένεια του δολοφονηθέντος δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, καθώς και την πρώην εισαγγελέα διαφοράς Ελένη Τουλουπάκη. Σχετικά με τη μη συνάντηση με μέλη της κυβέρνησης και άλλους φορείς, η κ. Ιντ Βελτ, απαντώντας σε ερωτήσεις μετά την αρχική της δήλωση, είπε ότι πρέπει να ρωτηθούν οι ίδιοι, ενώ σε άλλη ερώτηση για το λόγο που δεν αναβλήθηκε για μία ή δύο εβδομάδες η επίσκεψη έπειτα από αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης, είπε ότι αυτή είχε οργανωθεί προ μηνών.
Σύμφωνα, λοιπόν, και με τη σχετική ανακοίνωση του ΕΚ, «η επίσκεψη κάλυψε ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως η ελευθερία των ΜΜΕ και η ασφάλεια των δημοσιογράφων, η διαχείριση του μεταναστευτικού, τα ανθρώπινα δικαιώματα και θέματα ισότητας, η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού, το κράτος δικαίου και η καταπολέμηση της διαφθοράς».
Σόφι ιντ Βελτ: «Αν και η Ελλάδα διαθέτει ένα σταθερό θεσμικό και νομικό πλαίσιο, μια δυναμική κοινωνία των πολιτών και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, η αντιπροσωπεία επισημαίνει την ύπαρξη πολύ σοβαρών απειλών προς το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα»
Στην αρχική της δήλωση, σύμφωνα πάντοτε με την επίσημη μετάφραση του ΕΚ, καθώς η κ. Ιντ Βελτ μίλησε αρχικά στα ελληνικά και αμέσως μετά συνέχισε στα αγγλικά, είπε ότι «η αντιπροσωπεία εκφράζει την εκτίμησή της για τις πλούσιες και ειλικρινείς συζητήσεις με όλους τους συνομιλητές της και αποδοκιμάζει το γεγονός ότι κυβερνητικά στελέχη και αξιωματούχοι «δεν ήταν διαθέσιμοι ή αρνήθηκαν να συναντήσουν τους ευρωβουλευτές».
«Αν και η Ελλάδα διαθέτει ένα σταθερό θεσμικό και νομικό πλαίσιο, μια δυναμική κοινωνία των πολιτών και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης» – συνέχισε η κ. Ιντ Βελτ- «η αντιπροσωπεία επισημαίνει την ύπαρξη πολύ σοβαρών απειλών προς το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Οι πολιτειακές ασφαλιστικές δικλείδες, που είναι απαραίτητες για μια ισχυρή δημοκρατία, βρίσκονται υπό έντονη πίεση. Ο δημοκρατικός έλεγχος από εξειδικευμένους φορείς και ελεύθερα ΜΜΕ έχει καταστεί κενό γράμμα, ενώ και η δικαιοσύνη είναι εξαιρετικά αργή και αναποτελεσματική, δημιουργώντας κλίμα ατιμωρησίας. Η διαφθορά διαβρώνει τις δημόσιες υπηρεσίες και τα κοινά αγαθά. Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών βρίσκονται υπό τεράστια πίεση».
Αναφερόμενη στη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ είπε ότι έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια και οι αστυνομικές έρευνες δεν έχουν σημειώσει ορατή πρόοδο. «Έτσι όχι μόνο δεν αποδίδεται δικαιοσύνη στην οικογένεια του θύματος, αλλά στέλνεται ένα μήνυμα ότι η ασφάλεια των δημοσιογράφων δεν αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση και ότι η υπόθεση θα πρέπει να διερευνηθεί χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση και ότι η αντιπροσωπεία (της Επιτροπής του ΕΚ) προτρέπει τις αρχές να ζητήσουν στήριξη από την Europol», προσέθεσε.
Αναφερόμενη γενικότερα στους δημοσιογράφους, είπε ότι πολλοί βρίσκονται αντιμέτωποι «με απειλές για τη σωματική τους ακεραιότητα, λεκτικές επιθέσεις, παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής με λογισμικό κατασκοπείας και στρατηγικής φύσεως προσφυγές στη δικαιοσύνη», ενώ σχετικά με την ιδιοκτησία των ΜΜΕ, μίλησε για «μικρό αριθμό ολιγαρχών», κάτι που «επιδρά αρνητικά στην πολυφωνία, οδηγώντας σε δραματικά ελλιπή κάλυψη ορισμένων θεμάτων» και «το πρόβλημα αυτό ανέδειξε και η κοινή δήλωση ενώσεων Ελλήνων δημοσιογράφων στον απόηχο του σιδηροδρομικού δυστυχήματος».
Δικαιοσύνη και δημοκρατικός έλεγχος
Σύμφωνα πάντοτε με την επίσημη μετάφραση του ΕΚ, εξέφρασε ανησυχία «για την υποχρηματοδότηση, την υποστελέχωση, τον περιορισμό των εξουσιών, τις αδιαφανείς διαδικασίες διορισμού και την παρενόχληση και τον εκφοβισμό υπαλλήλων ανεξάρτητων δημόσιων φορέων, όπως ο Διαμεσολαβητής, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων και η Αρχή για την Ασφάλεια και την Ιδιωτικότητα των Επικοινωνιών» και, όπως αναφέρεται, «σημειώνουμε επίσης ότι η Εθνική Υπηρεσία Διαφάνειας, η οποία θα πρέπει να διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στον έλεγχο των δημόσιων αρχών, δεν φαίνεται να είναι αποτελεσματική και έχουν διατυπωθεί ανησυχίες σχετικά με την ανεξαρτησία της» και ότι «η συνεχιζόμενη παρενόχληση της εισαγγελέως με αρμοδιότητα τα θέματα διαφθοράς Ελένης Τουλουπάκη προκαλεί επίσης σοβαρές ανησυχίες».
Επιπλέον, «η μακρά διάρκεια της εκδίκασης υποθέσεων, σε συνδυασμό με τις αμφιβολίες για την ακεραιότητα τμημάτων της αστυνομίας και τις συγκρούσεις συμφερόντων στο υψηλότερο επίπεδο, οδηγούν στη δημιουργία κλίματος ατιμωρησίας, στο οποίο ευδοκιμεί η διαφθορά» και «τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να αποτελέσουν άμεση προτεραιότητα» και «οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων πρέπει να εφαρμόζονται».
Ισότητα, κράτος δικαίου και σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Ως ανησυχητική χαρακτήρισε «τη μεταχείριση των μεταναστών και αιτούντων άσυλο στα εξωτερικά σύνορα και στο εσωτερικό της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των καταγγελιών περί συστηματικών επαναπροωθήσεων, χρήσης βίας, αυθαίρετης κράτηση και κλοπής αντικειμένων», ενώ είπε ότι πρέπει να αρθούν οι περιορισμοί που επιβάλλονται στις ΜΚΟ και σε δημοσιογράφους που καλύπτουν τα ζητήματα του μεταναστευτικού, ενώ «όλες οι πρωτοβουλίες που συμβάλλουν στην ενίσχυση της διαφάνειας, όπως ο μηχανισμός υποβολής καταγγελιών για επαναπροωθήσεις της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, πρέπει να αξιοποιηθούν και να ενισχυθούν».
Τέλος, όσον αφορά την ίση μεταχείριση, η Ελλάδα έχει «ένα στέρεο νομικό πλαίσιο και έχουν γίνει βήματα στη σωστή κατεύθυνση, όπως η δημιουργία της νέας Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», ωστόσο «η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική για τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ, τους Ρομά και άλλες εθνοτικές μειονότητες και γυναίκες». Όπως είπε «η πλειοψηφία της αντιπροσωπείας καλεί όλες τις πολιτικές δυνάμεις να ηγηθούν της προσπάθειας στον τομέα αυτό και να προωθήσουν την κοινωνική αλλαγή» με ιδιαίτερα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν να είναι «η ενδοοικογενειακή βία, η αστυνομική βία και η ισότητα των γάμων». Επιπλέον, όπως αναφέρεται και στην επίσημη ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, «η νομοθετική διαδικασία πρέπει να βελτιωθεί με τη χρήση πραγματικών και ουσιαστικών διαβουλεύσεων και με την κατάργηση της αμφιλεγόμενης πρακτικής των πολυνομοσχεδίων».