Ο χώρος εργασίας σε παγκόσμια κλίμακα εξακολουθεί, παρά την επιστροφή σε κάποιας μορφής κανονικότητα μετά την πανδημία της COVID-19, να βρίθει από ανισότητες εις βάρος των γυναικών, σύμφωνα με τα συμπεράσματα δύο νέων ερευνών της PwC «Women in Work Index» και «Global Empowerment Index». Αναλυτικότερα, ο δείκτης Women in Work (WiW) της PwC παρουσιάζει ελαφρά αύξηση στο ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό ανάμεσα στις 33 χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και το 2021. Ωστόσο, η πρόοδος προς την πλήρη ισότητα των φύλων παραμένει πολύ αργή. Η σχετική ανάλυση καταδεικνύει ότι θα μπορούσαν να προκύψουν κέρδη τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα από το κλείσιμο της ψαλίδας στις αμοιβές μεταξύ των δύο φύλων. Η αύξηση του μέσου μισθού των γυναικών, προκειμένου αυτές να έρθουν σε ισορροπία με τον αντίστοιχο των ανδρών ομολόγων τους στις χώρες του ΟΟΣΑ, θα ενίσχυε τις γυναικείες αποδοχές κατά περισσότερα από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Ωστόσο, με βάση το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων των χωρών του ΟΟΣΑ, το οποίο ανερχόταν το 2021 σε 14%, και λαμβάνοντας υπ ́ όψιν τους ιστορικούς ρυθμούς προόδου προς την ισότητα των αμοιβών των φύλων, θα χρειαστούν περισσότερα από 50 χρόνια για να καλυφθεί η απόσταση αυτή.
Αντίστοιχα, σύμφωνα με τον δείκτη Global Empowerment της PwC (GEI) προκύπτει χάσμα 34 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ των γυναικών που απαντούν ότι η δίκαιη οικονομική ανταμοιβή για την εργασία τους είναι σημαντική για αυτές και του ποσοστού που πραγματικά τη βιώνει. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη «ψαλίδα» στο σύνολο της έρευνας.
Την ίδια στιγμή, ο δείκτης PwC Women in Work παρουσιάζει μια ελαφρά πτώση του ποσοστού ανεργίας για τις γυναίκες, από 6,7% σε 6,4% το 2021. Ωστόσο, παρόμοιες βελτιώσεις ήταν εμφανείς και στα αντίστοιχα ποσοστά των ανδρών, υποδηλώνοντας ότι τα επίπεδα απασχόλησης αποτελούν σύμπτωμα μακροοικονομικών παραγόντων και της γενικότερης ανάκαμψης της αγοράς εργασίας, και όχι κάποιας μορφής πρόοδο προς την ισότητα των φύλων.
Οι χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις στον δείκτη WiW το 2021 παραμένουν αμετάβλητες σε σχέση με το 2020, με ορισμένες ωστόσο, να βελτιώνουν τη θέση τους στη σχετική κατάταξη και άλλες να υποχωρούν ελαφρά. Το Λουξεμβούργο κατέλαβε την πρώτη θέση φέτος (από τη δεύτερη θέση ένα χρόνο πριν) ενώ η Νέα Ζηλανδία έπεσε στη δεύτερη. Η Σλοβενία παρέμεινε στην τρίτη θέση καταγράφοντας όμως πτώση στη βαθμολογία του σχετικού Δείκτη.
Η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ ώστε να φτάσει στα επίπεδα της Σουηδίας (η οποία και καταγράφει την κορυφαία επίδοση στα ποσοστά γυναικείας συμμετοχής στην αγορά εργασίας) θα είχε ως αποτέλεσμα πιθανά οικονομικά οφέλη σχεδόν 6 τρισ. δολ. ετησίως.
Σύμφωνα με τον δείκτη GEI, προκύπτει σημαντικό χάσμα ενδυνάμωσης μεταξύ των φύλων, με τους άνδρες να έχουν μεγαλύτερη εξουσία στον εργασιακό χώρο από τις γυναίκες συναδέλφους τους. Ο δείκτης αυτός βασίζεται σε μια ανάλυση απόψεων και εμπειριών που σχετίζονται με το φύλο από σχεδόν 22.000 εργαζόμενες γυναίκες παγκοσμίως αξιολογώντας 12 παράγοντες ενδυνάμωσης σε τέσσερις διαστάσεις: αυτονομία, επίπτωση, νόημα και αίσθηση του ανήκειν, αυτοπεποίθηση και ικανότητα.
Οι τέσσερις πιο σημαντικοί παράγοντες ενδυνάμωσης στον χώρο εργασίας για τις γυναίκες, οι οποίοι έχουν αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας σε περιπτώσεις αλλαγή καριέρας, είναι η δίκαιη ανταμοιβή (72%), η ικανοποίηση μέσω της εργασίας (69%), ένας χώρος εργασίας όπου μπορούν πραγματικά να είναι ο εαυτός τους (67%) και η ύπαρξη μιας ομάδας που νοιάζεται για την ευημερία τους (61%).
Οι άνδρες και οι γυναίκες προσομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό ως προς τη σημασία που δίνουν σε κάθε παράγοντα ενδυνάμωσης. Ωστόσο, οι άνδρες ήταν πιο πιθανό να πουν ότι πράγματι ωφελήθηκαν από αυτούς τους παράγοντες στον εργασιακό τους χώρο. Οι τομείς στους οποίους εντοπίζεται το μεγαλύτερο χάσμα για τις γυναίκες έναντι των ανδρών είναι η δίκαιη ανταμοιβή (χάσμα 34 μονάδων), η επιλογή του χρόνου (27 μονάδες), του τόπου (22 μονάδες) και του τρόπου (22 μονάδες) απασχόλησης, η ικανοποίηση που λαμβάνουν μέσω της εργασίας (διαφορά 20 μονάδων) και η ύπαρξη κάποιου διευθυντή που αναζητά την άποψή τους κατά τη λήψη αποφάσεων (19 μονάδες).
Οι γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα και κατέγραψαν τις υψηλότερες βαθμολογίες αναφορικά με την ενδυνάμωση έχουν περισσότερες πιθανότητες να ζητήσουν αύξηση (55%) και προαγωγή (52%). Αυτό συγκρίνεται με αντίστοιχες βαθμολογίες 31% (απόκλιση 24 μονάδων) και 26% (απόκλιση 26 μονάδων) αντίστοιχα για το μέσο όρο των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα. Οι πιο ενδυναμωμένες γυναίκες είναι επίσης πιο πιθανό να συστήσουν την επιχείρηση στην οποία απασχολούνται ως χώρο εργασίας (67%), ποσοστό 32 ποσοστιαίων μονάδων υψηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο. Επιπλέον, είναι σημαντικά πιθανότερο να δηλώσουν πολύ ικανοποιημένες με τη δουλειά τους (54%), σε σύγκριση με το 25% των γυναικών συνολικά (29 μονάδες διαφορά).
Σύμφωνα με τον δείκτη GEI, οι γυναίκες με τα υψηλότερα ποσοστά ενδυνάμωσης εργάζονται στους τομείς της Τεχνολογίας, των Μέσων Ενημέρωσης και των Τηλεπικοινωνιών. Στη κορυφή βρίσκεται ο κλάδος της Τεχνολογίας, στον οποίο οι γυναίκες έχουν ελαφρώς μεγαλύτερη δύναμη από τους άνδρες. Αντίστοιχα, οι γυναίκες που απασχολούνται στους τομείς των Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών και της Ενέργειας, των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας και των Πόρων καταγράφουν τα δεύτερα και τα τρίτα υψηλότερα ποσοστά ενδυνάμωσης, ωστόσο στους κλάδους αυτούς τα ποσοστά των ανδρών είναι σημαντικά υψηλότερα.