«Γιατί οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις χρειάζονται τα Big Data και πως θα επωφεληθούν;».

Σε αυτό το ερώτηση απαντά μελέτη του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος με τίτλο: «Η αξιοποίηση μεγάλων συνόλων δεδομένων (Big Data) από τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις».

Όπως αναφέρεται στην μελέτη: Οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις θεωρούν ότι τα δεδομένα που χρειάζονται είναι περιορισμένου όγκου και ποιότητας και επομένως, δεν χρειάζονται εργαλεία Big Data, αγνοώντας τη δυναμική που μπορεί να προκληθεί από δεδομένα εφαρμογών και διαδικτύου που μέχρι τώρα αγνοούσαν. Επιπλέον, οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε ένα συγκεκριμένο τομέα και δεν διαθέτουν εξειδικευμένο προσωπικό που μπορεί να κατανοήσει τα οφέλη της χρήσης των Big Data. Αυτού του είδους οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συνήθως διακατέχονται από μία συντηρητική κουλτούρα, ακολουθούν συγκεκριμένη στρατηγική διοίκησης και δεν διαθέτουν τον απαραίτητο χρόνο για να ασχοληθούν με οτιδήποτε τοποθετείται εκτός του τομέα τους. Σε αυτές τις επιχειρήσεις θα πρέπει να επικοινωνηθεί ότι τα Big Data αποτελούν εξέλιξη της υφιστάμενης τεχνολογίας και ότι τα σχετικά εργαλεία αποτελούν μοχλό ανάπτυξης και είναι απαραίτητα για την διατήρηση της θέσης της επιχείρησης στον υφιστάμενο και μελλοντικό ανταγωνισμό. Σε αυτές τις προκλήσεις μπορεί να συμβάλλει θετικά η πολιτεία αλλά και οι κοινωνικοί φορείς. Η δημιουργία σεμιναρίων και σχετικής εκπαίδευσης σε απλή και κατανοητή γλώσσα, με παρουσίαση μελετών εργασίας (case studies) αλλά και η χρήση δοκιμαστικών εργαλείων είναι βέβαιο ότι θα συμβάλλει θετικά στην κατανόηση των Big Data.

Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται στην μελέτη, τα υφιστάμενα εργαλεία Big Data μπορούν να βοηθήσουν τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις στην έρευνα αγοράς των πελατών και των ανταγωνιστών, να πραγματοποιήσουν μετρήσεις για την λειτουργική αποτελεσματικότητα σε πραγματικό χρόνο, να πραγματοποιήσουν έλεγχο για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των εργαζομένων και για την αξιολόγηση του μάρκετινγκ και των πωλήσεων. Μερικά παραδείγματα τέτοιων εργαλείων είναι το IBM’s Watson Analytics και το Google Analytics. Το Watson Analytics είναι μια cloud εφαρμογή που προσφέρει όλα τα πλεονεκτήματα των προηγμένων και φαινομενικά δύσκολων αναλυτικών στοιχείων αφαιρώντας την πολυπλοκότητα. Καθοδηγεί την εξερεύνηση δεδομένων, αυτοματοποιεί τις προγνωστικές αναλύσεις και τα αποτελέσματα απεικονίζονται αυτόματα και μπορούν να ενσωματωθούν σε πίνακες εργαλείων (dashboards). Ο χρήστης μπορεί να λάβει άμεσα ασφαλείς απαντήσεις και νέες πληροφορίες προκειμένου να είναι σε θέση να λάβει σίγουρες αποφάσεις μέσα σε λίγα λεπτά χωρίς τη βοήθεια εξειδικευμένου προσώπου. Από την άλλη πλευρά, το Google Analytics είναι μια δωρεάν υπηρεσία από την Google, που παρέχει στατιστικά στοιχεία και βασικά αναλυτικά εργαλεία για την βελτιστοποίηση των μηχανών αναζήτησης (search engine optimization – SEO) καθώς και τη δημιουργία του κατάλληλου μάρκετινγκ. Το Google Analytics χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της απόδοσης και τη συλλογή πληροφοριών των επισκεπτών των ιστότοπων. Μπορεί να βοηθήσει τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις να προσδιορίσουν τις κύριες πηγές επισκεψιμότητας των χρηστών, να μετρήσουν την επιτυχία του μάρκετινγκ και τις διαδικτυακές καμπάνιες τους, να παρακολουθήσουν τους στόχους που έχουν θέσει σχετικά με τις αγορές, την προσθήκη προϊόντων στο καλάθι αγορών κτλ. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις μπορούν να αντλήσουν δημογραφικά ́δεδομένα των χρηστών αλλά και δεδομένα σχετικά με τις τάσεις κι συμπεριφορές των επισκεπτών.

Προτάσεις

Τα Big Data έχουν εισέλθει στην καθημερινότητα των επιχειρήσεων. Οι διαδικασίες επίλυσης διαφόρων τύπων προβλημάτων έχει βελτιστοποιηθεί σε αποτελεσματικότητα και ταχύτητα. Τα εργαλεία Big Data είναι διαθέσιμα, πλέον, σε όλους ενώ αρκετά από αυτά διατίθενται με μικρό κόστος. Για να επιτύχει το εγχείρημα θα πρέπει να βρεθούν λύσεις στα μειονεκτήματα που συνοδεύουν τα Big Data. Η ανάλυση μεγάλων δεδομένων, παραβιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τις αρχές της ιδιωτικότητας. Οι νομοθέτες και οι δημιουργοί των σχετικών εργαλείων θα πρέπει να το λάβουν σοβαρά υπόψη καθώς δεν θα πρέπει να θιγούν τα προσωπικά δεδομένα στο βωμό του ανταγωνισμού και της επίτευξης βέλτιστου κέρδους. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και η πιθανότητα με τη χρήση των εργαλείων Big Data να χειραγωγηθούν αρχεία πελατών. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η ανάλυση μεγάλων δεδομένων δεν είναι χρήσιμη μόνο βραχυπρόθεσμα. Τα οφέλη που πηγάζουν από τη χρήση αυτών των εργαλείων δύνανται να αξιοποιηθούν μακροπρόθεσμα. Η ορθή γνώση και η εξοικείωση με τα Big Data και τα εργαλεία τους θα πρέπει να προηγηθεί της χρήσης τους ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα απάτης και κακής χρήσης που ενδεχομένως να οδηγεί σε ζημιά για την επιχείρηση. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι σε θέση να φιλτράρουν τα αποτελέσματα των εργαλείων Big Data καθώς τα αποτελέσματα της ανάλυσης μεγάλων δεδομένων είναι μερικές φορές παραπλανητικά.

Τα Big Data προϋποθέτουν την γενικότερη «ψηφιοποίηση» των επιχειρήσεων. Οι προκλήσεις για τις επιχειρήσεις σχετικά με τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους αποτελεί κύριο στόχο για την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη δεκαετία 2020-2030. Η ενίσχυση των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων θα πρέπει να κινηθεί σε δύο άξονες α) ενισχύσεις για την αγορά εξοπλισμού και β) ενισχύσεις για κατάρτιση του προσωπικού.

Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (2022α) φαίνεται ότι οι επενδύσεις σε ψηφιακό εξοπλισμό των ΜΜΕ είναι πολύ μικρής κλίμακας και γίνονται με ίδια κεφάλαια. Οι εθνικές κυβερνήσεις θα πρέπει να συνδράμουν στον ευρωπαϊκό ψηφιακό μετασχηματισμό και να αναλάβουν σχετικές πρωτοβουλίες. Ο ψηφιακός εξοπλισμός θα πρέπει να επιδοτηθεί σε ένα μεγάλο ποσοστό είτε από ευρωπαϊκά προγράμματα είτε από εθνικά κονδύλια. Με την αγορά εξοπλισμού και την αξιοποίηση των προηγμένων συστημάτων και τεχνολογιών, οι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να ενισχύσουν τη λειτουργική ευελιξία τους, να βελτιώσουν την παραγωγή τους και την ανταγωνιστικότητά τους. Επιπλέον, τέτοιου είδους ενισχύσεις θα συνέβαλαν στη μαζική εφαρμογή εργαλείων Big Data στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις. Οι μικροί επιχειρηματίες δεν επενδύουν εύκολα σε projects στα οποία δεν είναι εξοικειωμένοι, ιδίως όσον αφορά τομείς εκτός του κλάδου τους όπως είναι ο τομέας της πληροφορικής που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Οι επιχειρήσεις χρειάζεται να αποκτήσουν ή να αναβαθμίσουν τις υπηρεσίες τους και τον εξοπλισμό του όσον αφορά τις ηλεκτρονικές πληρωμές, με τη χρήση τερματικών τελευταίας τεχνολογίας και κινητών συσκευών, τις ηλεκτρονικές πωλήσεις, με τη δημιουργία eshop, και τις εφαρμογές ηλεκτρονικής τιμολόγησης. Επιπλέον, χρειάζεται να υιοθετήσουν εργαλεία ψηφιακής διαφήμισης καθώς και συστήματα τηλεργασίας.

Το δεύτερο σκέλος το οποίο θα πρέπει να επιδοτηθεί από ευρωπαϊκά προγράμματα ή/και εθνικά κονδύλια αφορά την κατάρτιση του προσωπικού. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στη μετάβαση τους στην ψηφιακή εποχή είναι η έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων των στελεχών και εργαζομένων. Στο άμεσο μέλλον, οι περισσότερες θέσεις εργασίας θα απαιτούν ψηφιακές δεξιότητες ενώ οι περισσότεροι Έλληνες που αποτελούν το εργατικό δυναμικό δεν φαίνεται να διαθέτουν βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Υπό αυτό το πρίσμα, η ψηφιακή γνώση, από τις βασικές ψηφιακές ικανότητες έως τις πιο προηγμένες δεξιότητες τεχνητής νοημοσύνης, θα πρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμη από τους εργαζόμενους και να ενθαρρύνεται από τους εργοδότες. Η κατάρτιση του προσωπικού θα πρέπει να στοχεύσει αρχικά στις βασικές ψηφιακές δεξιότητες όπως η χρήση ΤΠΕ, η ψηφιακή επεξεργασία δεδομένων, η επικοινωνία μέσω ψηφιακών μέσων, η προστασία των ψηφιακών μέσων και των προσωπικών δεδομένων και η επίλυση απλών τεχνικών προβλημάτων. Οι προηγμένες δεξιότητες αφορούν στη γνώση προγραμματισμού, τεχνητής νοημοσύνης, business intelligence (BI), κυβερνοασφάλειας κτλ.

Η ψηφιακή μετάβαση αποτελεί πρόκληση για τις σύγχρονες επιχειρήσεις. Η «πληροφορία» βρίσκεται παντού, σε κάθε δραστηριότητα και συνήθως αποτυπώνεται σε κάποιο ψηφιακό μέσο. Η γνώση αυτής της «πληροφορίας» αποτελεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την επιχείρηση που γνωρίζει τον τρόπο να την αξιοποιήσει. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι η ψηφιακή μετάβαση αποτελεί μονόδρομο για τις επιχειρήσεις οι οποίες θα πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Η Ε.Ε., το κράτος και οι κοινωνικοί φορείς θα πρέπει να σταθούν αρωγοί στην προσαρμογή των επιχειρήσεων μέσω οικονομικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα συντελέσει στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων και τον υγιή ανταγωνισμό.