Ως ένας σπάνιος και ιδιαίτερος παράκτιος υγροβιότοπος, με εξαιρετική χλωρίδα και πανίδα, χαρακτηρίζεται το Έλος της Αγυιάς, που βρίσκεται ουσιαστικά μέσα στον αστικό ιστό της Πάτρας, αφού απέχει μόλις πέντε χιλιόμετρα από το κέντρο, προς την περιοχή του Ρίου και είναι το μοναδικό κομμάτι άγριας φύσης που έχει απομείνει στην πόλη.
Όπως αναφέρει, μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο βιολόγος-περιβαλλοντολόγος, της διεύθυνσης περιβάλλοντος, ενέργειας και πρασίνου του δήμου Πατρέων, Κωνσταντίνος Κωνσταντακόπουλος, «είναι πολύ σπάνιο να μπορούν να επισκεφθούν οι πολίτες έναν υγροβιότοπο μέσα στην πόλη τους».
«Για αυτόν ακριβώς τον λόγο», συνεχίζει, «ο δήμος Πατρέων ολοκλήρωσε τη διαμόρφωση ενός θεματικού πάρκου αναψυχής με οικολογική – πολιτιστική διάσταση, έχοντας ως σκοπό την ανάδειξη και οικολογική διαχείριση της περιοχής του Έλους».
Παράλληλα, όπως λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Κωνσταντίνος Κωνσταντακόπουλος, «υλοποιούνται εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές σχολείων, τα οποία ουσιαστικά είναι εργαστήρια στην φύση, με στόχο να καλλιεργηθεί μέσα από αυτές τις επισκέψεις η περιβαλλοντική ευαισθησία».
Ήδη, όπως τονίζει, «μέχρι τα τέλη του Ιουνίου αναμένεται να έχουν πραγματοποιηθεί περισσότερες από 80 επισκέψεις σχολείων», που ενημερώνονται από την περιβαλλοντική ομάδα, η οποία αποτελείται από τον ίδιο, την Βασιλική Μπαουστάνου, την Ελένη Τρομπούκη και την Μυρσίνη Ζούρου.
Σχετικά με την προστασία του υγροβιότοπου, ο Κωνσταντίνος Κωνσταντακόπουλος αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «κατά την διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου ο δήμος έχει αυξημένο προσωπικό πυρασφάλειας και παράλληλα έχει κατασκευάσει μία μεγάλη υδατοδεξαμενή, ώστε σε περίπτωση πυρκαγιάς να υπάρχει διαθέσιμο νερό για τα πυροσβεστικά μέσα».
Ταυτόχρονα, σημειώνει, ότι «η προστασία του υγροβιότοπου δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με το “απαγορεύεται”, αλλά κυρίως με την ενημέρωση και την περιβαλλοντική ευαισθησία».
Μάλιστα, όπως προσθέτει, «πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή, ώστε να μην κινδυνεύσει ο υγροβιότοπος από φωτιά, αλλά και την ανεξέλεγκτη απόρριψη απορριμμάτων».
Στο οικοσύστημα του υγροβιότοπου, σύμφωνα Κωνσταντίνο Κωνσταντακόπουλο, «παίζει καθοριστικό ρόλο το υδάτινο στοιχείο, επηρεάζοντάς το, τόσο από την πλευρά της ξηράς, όσο και από την πλευρά της θάλασσας», ενώ χαρακτηρίζει «ως πολύ θετικό το γεγονός ότι μέσα στον καλαμιώνα υπάρχουν σταθερά 40 έως 50 πόντοι νερού, παρότι τα τελευταία χρόνια έχουμε μεγάλες περιόδους ανομβρίας και ξηρασίας», εξηγώντας ότι «η τροφοδοσία του γίνεται από υπόγεια ύδατα».
Το Έλος της Αγυιάς έχει συνολική έκταση 225 στρεμμάτων, από τα οποία 139 στρέμματα είναι η υδάτινη επιφάνεια του και τα άλλα 86 στρέμματα είναι η περιμετρική έκταση που έχει διαμορφωθεί και έχουν γίνει φυτεύσεις. Βρίσκεται μεταξύ των εκβολών δυο ρεμάτων, τα οποία συγκεντρώνουν τα νερά από τη λοφώδη και ημιορεινή περιοχή δυτικά του Παναχαϊκού όρους, ενώ η ακτογραμμή διαμορφώνει το ακρωτήριο της Αγυιάς.
Οι κύριες παρεμβάσεις που έχουν γίνει για την ανάπλαση του χώρου, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
*Κατασκευή πεζογέφυρας που επιτρέπει την προσβασιμότητα των επισκεπτών στην «καρδιά» του οικοσυστήματος
*Διαμόρφωση μονοπατιών για περίπατο, άθληση και οικολογική ενημέρωση
*Τοποθέτηση εξοπλισμού παρατήρησης της βιοποικιλότητας
*Τοποθέτηση εξοπλισμού αναψυχής
*Χαμηλός φωτισμός των μονοπατιών για περίπατο και άθληση.
Σχετικά με την οικολογική σημασία του Έλους Αγυιάς, ο Κωνσταντίνος Κωνσταντακόπουλος αναφέρει ότι «από μόνο του το γεγονός, ότι ο υγρότοπος έχει καταγραφεί ως αξιοσημείωτος υγρότοπος από το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων, καταδεικνύει την μεγάλη οικολογική αξία του».
Σύμφωνα με τη καταγραφή που έχουν κάνει, ο Κωνσταντίνος Κωνσταντακόπουλος, ο βιολόγος Φώτης Περγαντής και το Πανεπιστήμιο Πατρών, «το Έλος Αγυιάς παίζει σημαντικό ρόλο για την ομαλή και ισορροπημένη λειτουργία της φύσης στην περιοχή της Αγυιάς και ευρύτερα στην πόλη της Πάτρας» και προστίθεται: «Διαθέτει αξιόλογη βιοποικιλότητα, αφού φιλοξενεί μεγάλο αριθμό ειδών άγριας ζωής, τα οποία αναπτύσσονται εξαρτώμενα από το υδάτινο στοιχείο. Εκεί αναπτύσσεται ένα περίπλοκο σύστημα τροφικών σχέσεων, οι οποίες δεν απαντώνται στο αστικό, αλλά ούτε στο αγροτικό περιβάλλον, δηλαδή αποτελεί ένα ζωντανό εργαστήριο της φύσης.
Η χλωρίδα
Στην παραλία και μόνο προς το ακρωτήριο παρατηρούνται σποραδικά μονοετή ή διετή αμμόφιλα φυτά, χαρακτηριστικά των παραλιών, όπως η κίτρινη παπαρούνα, ο παράλιος φλώμος, το θαλασσάγκαθο, το πολυγόνι, η κακίλη η παράλια, η μαλάχη η αμελημένη και συστάδες δέντρων, όπως το αλμυρίκι.
Στο υγρό μέρος της περιοχής αναπτύσσεται ο καλαμιώνας, ο οποίος καλύπτεται βασικά από αγριοκάλαμο, κατέχοντας ένα ποσοστό περίπου 65% της όλης έκτασης. Επίσης, στην περιοχή αυτή υπάρχουν διάφορα είδη φυτών, όπως ο κύπειρος ο μακρός, το ψαθί, το σπαργάνιο, η λαπάτσα, το λύθρο, η βερούλη η όρθια και η τσουκνίδα.
Στο όριο της έκτασης με τις παρακείμενες καλλιέργειες και γενικά σε στεγνότερα εδάφη, συναντώνται τα σημαντικά είδη υδρόβιων δέντρων, όπως το αλμυρίκι και η ιτιά, καθώς και ποώδη φυτά, όπως το κίρσιο το κρητικό, η πιερίδα, η περιπλοκάδα, η καμπανέλα, το χωνάκι, η κολλιτσίδα, η ορχιδέα και το πολυτρίχι.
Η πανίδα
Στο Έλος της Αγυιάς η σημαντικότερη ομάδα πανίδας είναι τα πουλιά.
Ειδικότερα, φωλιάζουν πουλιά, όπως ο νανοτσικνιάς, η νερόκοτα, η νεροκοτσέλα, η καλαμοποταμίδα, η τσιχλοποταμίδα, το ψευταηδόνι και η κιστικόλη.
Κατά τις μεταναστευτικές περιόδους, δηλαδή άνοιξη και φθινόπωρο, ο καλαμιώνας είναι καταφύγιο ανάπαυσης και διατροφής για διάφορα είδη ερωδιών, αλλά και ορισμένων άλλων υδρόβιων πουλιών, όπως ο καλαμοκανάς.
Αντίστοιχα, το χειμώνα, παρατηρούνται διάφορα είδη πάπιας, ενώ στη ζώνη που έχει διαμορφωθεί πολλά είδη μικρών πουλιών, όπως καρδερίνες, φλώροι, σκαρθάκια, σπίνοι και τσιφτάς εκμεταλλεύονται την πλούσια παραγωγή σπόρων.
Επίσης, παρατηρούνται και εντομοφάγα είδη, που συνηθίζουν να αναζητούν την τροφή τους, ενώ η αλκυόνη και η νερόκοτα τρέφονται ανενόχλητες στα αυλάκια.
Ακόμη, σπάνια ή απειλούμενα μεταναστευτικά είδη, όπως η χαλκόκοτα, ο λευκοτσικνιάς και ο κρυπτοτσικνιάς, αναζητούν την τροφή τους κατά τις σύντομες στάσεις τους.
Παράλληλα, ο καλαμιώνας έχει μεγάλη οικολογική αξία, λόγω του απρόσιτου της περιοχής, και για άλλες ζωικές ομάδες, όπως τα αμφίβια και είδη νεροχελώνας.
Επίσης, απαντώνται είδη φιδιών, όπως η οχιά και ο σαπίτης, ενώ ενδημούν και διάφορα είδη σαύρας.
Ακόμη, παρατηρούνται η λευκονυχτερίδα, καθώς και κοινά είδη θηλαστικών, όπως ο σκαντζόχοιρος, ο ασβός, το κουνάβι, η νυφίτσα, αλλά και είδη τρωκτικών, ενώ πλούσια είναι και η εντομοπανίδα».