Ενίσχυση της κερδοφορίας του Ομίλου το 2023 αναμένει η διοίκηση του Τιτάνα έχοντας θετικές εκτιμήσεις για την πορεία του σε ΗΠΑ και Ελλάδα και πιο συγκρατημένες για τις υπόλοιπες αγορές που δραστηριοποιείται.
Οι επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό υφιστάμενων εργοστασίων και την εξαγορά ή τη συμμετοχή σε μικρότερες εταιρείες με συναφές αντικείμενο, φέτος, θα είναι συνολικά για τον Όμιλο περίπου 200 εκατ. ευρώ. Από αυτές περίπου 60 εκατ. αφορούν την Ελλάδα.
Σύμφωνα με όσα είπαν χθες σε ενημέρωση των θεσμικών επενδυτών που πραγματοποιήθηκε στο κτήριο του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ο οικονομικός διευθυντής του Ομίλου Τιτάν, Μιχάλης Κολακίδης, και ο γενικός διευθυντής Τομέα Ελλάδος, Γιάννης Πανιάρας, το 2023 ο υψηλός πληθωρισμός, η αύξηση των επιτοκίων και η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης δημιουργούν ένα περιβάλλον προκλήσεων.
Ωστόσο, στις ΗΠΑ η Τιτάν δραστηριοποιείται και έχει τα εργοστάσιά της σε δύο περιοχές (Φλόριντα και Βιρτζίνια) για τις οποίες εκτιμάται ότι δεν θα σταματήσουν να αναπτύσσονται βοηθούμενες και από την εσωτερική μετανάστευση που δημιουργεί νέες ανάγκες στέγασης αλλά και τις σχεδιαζόμενες υποδομές. Το 100% της παραγωγής τσιμέντου της Titan America είναι τσιμέντο χαμηλότερης περιεκτικότητας σε άνθρακα (Τύπος IL) και το επενδυτικό της πρόγραμμα, ύψους 300 εκατ. δολ. στην τριετία 2021 – 2023 αφορά μεταξύ άλλων την βελτιστοποίηση των λειτουργιών των logistics.
Στην Ελλάδα τα έργα υποδομών, η αυξημένη κατασκευαστική δραστηριότητα για κατοικίες και επαγγελματικά ακίνητα και οι τουριστικές επενδύσεις ενισχύουν τη ζήτησε σε τσιμέντο.
Η εκτίμηση της Τιτάν είναι ότι η αυξημένη ζήτηση θα συνεχιστεί και το 2023 με χαμηλότερο ίσως ρυθμό αύξησης σε σχέση με το 2022, ενώ για το 2024 αναμένεται ισχυρή ανάπτυξη.
Αύξηση της ζήτησης, όπως επισημάνθηκε, αναμένεται για τα επόμενα 5 χρόνια καθώς Ταμείο Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ δίνουν τη δυνατότητα εκτέλεσης έργων έως και 40 δις. ευρώ.
Στην Αττική καταγράφεται υψηλότερος ρυθμός, από ότι ο μέσος όρος στη χώρα, όσο αφορά την κατανάλωση τσιμέντου. Περίπου το 1/3 των πωλήσεων της Τιτάν αφορούν έργα υποδομών και το υπόλοιπο ιδιωτικά έργα. Η κερδοφορία στην Ελλάδα αναμένεται ενισχυμένη και εξαιτίας των αυξημένων εξαγωγών κυρίως προς ΗΠΑ.
Η αγορά τσιμέντου στην Ελλάδα αυξήθηκε 16% τα τελευταία 4 χρόνια.
Στις αγορές της ΝΑ Ευρώπης (Αλβανία, Βουλγαρία, Κόσσοβο, Βόρειο Μακεδονία και Σερβία) υπάρχει η ζήτηση για να διατηρηθεί η απόδοση σε υψηλά επίπεδα και η Τιτάν είναι τοποθετημένη στρατηγικά και σε πολλές από αυτές τις χώρες έχοντας το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς.
Η Αίγυπτος θα επωφεληθεί από το πρόγραμμα του ΔΝΤ (απελευθέρωση συναλλάγματος, ιδιωτικοποιήσεις) ενώ η οικονομία στην Τουρκία αναμένεται να επιβραδυνθεί λόγω των επικείμενων εκλογών. Η δραστηριότητα της Τιτάν στην Τουρκία θα ενισχυθεί από τη νέα εγκατάσταση στη Σαμψούντα που προάγει τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ.
Επίσης, σύμφωνα με τα στελέχη της Τιτάν ο Όμιλος είναι προστατευμένος από την αύξηση των επιτοκίων καθώς πάνω από το 80% των δανείων του είναι με σταθερό επιτόκιο. Όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά, η αύξηση των επιτοκίων μας απασχολεί περισσότερο για τους πελάτες μας (εννοώντας τους επενδυτές που θα ξεκινήσουν ένα επαγγελματικό κτήριο ή όσους λαμβάνουν δάνειο για εξαγορά ή κατασκευή κατοικίας).
Η στρατηγική της Τιτάν γενικότερα επικεντρώνεται στην περαιτέρω ανάπτυξη της κύριας δραστηριότητάς της με στόχο τη βελτίωση της κερδοφορίας, στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και στην υιοθέτηση της Τεχνητής Νοημοσύνης στην παραγωγική διαδικασία. Οι όποιες εξαγορές δεν θα αφορούν εργοστάσια. Η διοίκηση επιδιώκει εξαγορές ή συμμετοχές σε εταιρείες όπως αυτή που ανακοινώθηκε προχθές.
Υπενθυμίζεται ότι η Τιτάν απέκτησε συμμετοχή στην εταιρία Περλίτες Αιγαίου, σε συνεργασία με την οικογένεια που κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών, εξασφαλίζοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες ανάγκες του Ομίλου σε ποζολάνη (προϊόν τσιμέντου με χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα).
Η κίνηση αυτή συμβάλει στην επίτευξη των στόχων του Τιτάνα για μείωση του ανθρακικού του αποτυπώματος και συγκεκριμένα στη μείωση των εκπομπών άνθρακα από τις δραστηριότητες του Ομίλου κατά 35% έως το 2030 (σε σχέση με τα επίπεδα του 1990) και στην αύξηση των πράσινων προϊόντων του χαρτοφυλακίου του κατά ποσοστό άνω του 50%.