Τους θαλάσσιους καύσωνες, δηλαδή το ακραίο καιρικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από σημαντική αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της θάλασσας για αρκετό χρονικό διάστημα, τις συνέπειες που έχουν στον καιρό αλλά και τη συσχέτιση με την κλιματική αλλαγή, είναι έτοιμοι να μελετήσουν επιστήμονες του Εργαστηρίου Παράκτιας και Θαλάσσιας Έρευνας του Ιδρύματος Τεχνολογίας Έρευνας, που από τις αρχές του 2023 ξεκινούν ένα νέο ερευνητικό έργο, με σκοπό την πλήρη και ακριβή αποτύπωση τέτοιων φαινομένων, όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής του Εργαστηρίου, Νίκος Καμπάνης.
«Το εργαστήριό μας αναμένεται να ξεκινήσει το νέο έτος τη μελέτη των θαλάσσιων καυσώνων στη Μεσόγειο αλλά και στις γειτονικές θαλάσσιες περιοχές, όπως και τις επιπτώσεις τους στον καιρό και το κλίμα στην περιοχή. Το έργο αυτό θα συντονίσει η δρ Σοφία Δαρμαράκη και χρηματοδοτείται από το ΕΛΙΔΕΚ» ανέφερε ο κ. Καμπάνης. Η χρονική στιγμή που επιλέγεται για να γίνει αυτή η μελέτη, είναι χαρακτηριστική, εξήγησε ο διευθυντής του Εργαστηρίου, καθώς το 2022 ήταν για την Μεσόγειο συνολικά, η χρονιά που χαρακτηρίστηκε από ένα έντονο θαλάσσιο καύσωνα, ο οποίος διατήρησε πολύ αυξημένες τις θερμοκρασίες του νερού μέχρι και αρχές Σεπτεμβρίου, με ιδιαίτερη έμφαση στη ΒΔ Μεσόγειο.
«Ήταν ένας θαλάσσιος καύσωνας που είχε μεγάλη διάρκεια και πολύ υψηλή απόκλιση από τις μέσες θερμοκρασίες θάλασσας της εποχής και περιοχής, εστιάστηκε στη Βορειοδυτική Μεσόγειο, προκλήθηκε από τις υψηλές θερμοκρασίες που επικράτησαν την άνοιξη στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, και που οι γενικότερες μετεωρολογικές συνθήκες επέτρεψαν να περάσει μεγάλη ποσότητα θερμότητας στη θάλασσα και να ανέβουν οι θερμοκρασίες» ανέφερε ο κ. Καμπάνης. Όπως εξήγησε, σε συνεργασία με την δρ Κατερίνα Σπανουδάκη, αναλύοντας δεδομένα του συστήματος «Κοπέρνικου» (Copernicus Mediterranean environmental marineservices/CMEMS), παρατήρησαν ότι ιδιαίτερα στην περιοχή της βορειοδυτικής Μεσογείου ο θαλάσσιος αυτός καύσωνας διήρκησε με αμείωτη ένταση από τον Μάιο μέχρι και τον Αύγουστο, επιφέροντας αυξημένες θερμοκρασίες μέχρι και 5 βαθμούς πάνω από τη συνήθη μέση τιμή, που είναι περί τους 22 βαθμούς για τη συγκεκριμένη περιοχή. Μάλιστα στη συγκεκριμένη περιοχή, η αύξηση στη μέση θερμοκρασία έφτασε μέχρι και τα 120 μέτρα βάθος. Το φαινόμενο, όπως τόνισε ο κ. Καμπάνης, παρουσιάστηκε για περίπου ένα δεκαήμερο στα μέσα Ιουνίου και δυτικά της Κρήτης που τα νερά της θάλασσας κατέγραψαν άνοδο στη θερμοκρασία κατά περίπου τέσσερις βαθμούς κελσίου από τους περίπου 24 βαθμούς μέσο όρο για την εποχή, ενώ στην ιταλική και γαλλική Ριβιέρα, μέχρι και τον κόλπο του Γιβραλτάρ η ένταση και η διάρκεια του φαινομένου ήταν τέτοια, που τα νερά επέστρεψαν στις μέσες θερμοκρασίες, μήνες μετά.
«Πρόκειται για ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο που είχε πολύ μεγάλη διάρκεια και ένταση. Το συν πέντε βαθμοί για τη θερμοκρασία του νερού, είναι μια μεγάλη απόκλιση. Εξαιρετικά ενδιαφέρον όμως, ήταν το γεγονός ότι η πτώση άρχισε να καταγράφεται από τον Σεπτέμβριο και μάλιστα με αργούς ρυθμούς. Τον μήνα Σεπτέμβριο η θερμοκρασία έπεσε περίπου μισό με έναν βαθμό στην βορειοδυτική Μεσόγειο, τον Οκτώβριο έκανε μια παλινδρόμηση γύρω στους 2 βαθμούς από τον μέσο όρο, ενώ μέχρι και τα τέλη Νοεμβρίου αρχές Δεκεμβρίου παρέμενε αυξημένη περί τον ένα βαθμό» σημείωσε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής του Εργαστηρίου Παράκτιας και Θαλάσσιας Έρευνας του ΙΤΕ, ο οποίος χαρακτήρισε «ιδιαίτερα σημαντική την παρακολούθηση τέτοιων φαινομένων στη θάλασσα ως ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας για τη συμπεριφορά του καιρού μακροπρόθεσμα αλλά και του κλίματος μεσο-μακροπρόθεσμα».
Σε ό,τι αφορά τη σύνδεση μεταξύ των καιρικών φαινομένων, ο κ. Καμπάνης ανέφερε ότι ο συγκεκριμένος θαλάσσιος καύσωνας και η περιοχή που εκδηλώθηκε με μεγαλύτερη έμφαση, συσχετίζονται με τη δημιουργία μεσογειακών κυκλώνων και καταιγίδων όπως τα ακραία καιρικά φαινόμενα, που έπληξαν τη χώρα στα μέσα και τα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου.
«Η θάλασσα ως κινητήρια δύναμη του καιρού και του κλίματος έχει μια “νωχελική” ανταπόκριση στις μεταβολές που υφίσταται. Αυτό είναι μια βασική αρχή που έρχεται από τη μηχανική των ρευστών, όπου ρευστά “λιγότερο παχύρευστα” ή όπως χαρακτηρίζονται στη φυσική “με μικρότερο ιξώδες”, μεταβάλλουν την κατάσταση τους με πιο ζωηρό τρόπο από αυτά με μεγαλύτερο, στην περίπτωσή μας ο αέρας σε σχέση με το νερό. Αυτές οι υψηλότερες θαλάσσιες θερμοκρασίες στην περιοχή της ΒΔ Μεσογείου, πολύ περιγραφικά μιλώντας, θέρμαιναν τον αέρα και βοηθούμενες από άλλους μετεωρολογικούς παράγοντες, δημιουργούσαν χαμηλά βαρομετρικά στην περιοχή. Έχει λοιπόν ο θαλάσσιος καύσωνας του καλοκαιριού, ένα σημαντικό ρόλο στη δημιουργία των καταιγίδων, που ξεκίνησαν από τα δυτικά της βόρειας Ιταλίας και προχώρησαν προς την Ελλάδα, στα μέσα και στα τέλη Οκτωβρίου» είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Καμπάνης που πρόσθεσε ότι είναι «σημαντικό να κατανοήσομε ένα ακραίο φαινόμενο, που στην άμεση εκδήλωση του είναι μάλλον ευχάριστο, καθώς κολυμπάμε σε μια λιγότερο κρύα θάλασσα, αλλά έχει έντονα αρνητικά αποτελέσματα στον καιρό, όπως πρόκληση καταστροφικών καταιγίδων αλλά και στο οικοσύστημα αναλογιζόμενοι πόσα είδη μπορεί να “δυσφορούν” στις ψηλότερες θερμοκρασίες και να μειώνεται ο πληθυσμός τους, ενώ σε άλλα που δεν τους άρεσαν τα “πιο δροσερά νερά” να αυξάνεται».
Το νέο έργο του Εργαστηρίου Παράκτιας και Θαλάσσιας Έρευνας του Ιδρύματος Τεχνολογίας Έρευνας, φιλοδοξεί να κατανοήσει σε βάθος το φαινόμενο και τους μηχανισμούς δημιουργίας του, όπως και τις επιπτώσεις του. Ο προηγούμενος τέτοιος θαλάσσιος καύσωνας στη Μεσόγειο, παρουσιάστηκε το 2003 και ήταν λίγο μικρότερης έντασης. Μένει να εκτιμήσουμε πόσο αλλάζει ο ρυθμός εμφάνισης και η ένταση αυτού του φαινομένου υπό την επήρεια της κλιματικής αλλαγής, κατέληξε ο κ. Καμπάνης.