Ένα νέο συνεδριακό κέντρο, που θα μπορεί να φιλοξενεί από 80 έως 110 συνέδρους, πρόκειται να λειτουργήσει από τα μέσα του 2023, στο χαμηλό κτίριο της παλιάς εταιρείας φωταερίου της Θεσσαλονίκης, με τα καμπυλωτά μεγάλα ανοίγματα, την κεραμωτή στέγη και τον ελαφρύ διάκοσμο, δίπλα ακριβώς στη σημερινή οδό 26ης Οκτωβρίου. Εκεί που στις αρχές του 1890 ετοιμαζόταν να τεθεί σε λειτουργία η δεξαμενή, όπου γινόταν η καύση του λιθάνθρακα για να παράγει φωταέριο, θα συνεδριάζουν στο εξής το Περιφερειακό Συμβούλιο Κεντρικής Μακεδονίας και τα συλλογικά όργανα της Περιφέρειας, ενώ ο χώρος θα είναι διαθέσιμος και για φορείς όπως τα επιμελητήρια, οι επαγγελματικές ενώσεις, οργανισμοί και σύλλογοι της περιοχής.
Λίγα μέτρα παραδίπλα, στο πρώην κτίριο του επιστάτη, δίπλα από τον κύριο χώρο παραγωγής του φωταερίου, θα φιλοξενούνται βοηθητικές λειτουργίες, ενώ θα δημιουργηθεί και μια μικρή αίθουσα συνεδριάσεων. Στον περιβάλλοντα χώρο των διατηρητέων κτιρίων, στην αυλή του νέου κτιρίου υπηρεσιών της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, υπάρχει και ένα ακόμη διατηρητέο, ανοιχτό υπόστεγο, όπου τοποθετούνταν στο παρελθόν οι δεξαμενές όπου αποθηκευόταν το αέριο.
Οι εργασίες για την αποπεράτωση της κατασκευής του συνεδριακού κέντρου και την εγκατάσταση σύγχρονων οπτικοακουστικών συστημάτων για την υποστήριξή του ξεκινούν την ερχόμενη Δευτέρα, ενώ με την παράδοση του έργου ο χώρος θα φιλοξενήσει την πρώτη πανηγυρική συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου στο εν λόγω διατηρητέο. Το έργο θα χρηματοδοτηθεί αποκλειστικά από τον αγωγό φυσικού αερίου ΤΑΡ, με πόρους που θα αγγίξουν το 1,3 εκ. ευρώ και θα πραγματοποιηθεί με την εποπτεία της εφορείας Νεοτέρων Μνημείων της Κεντρικής Μακεδονίας και με σεβασμό στην ιστορία, τη μνήμη και την ιδιαίτερη αξία των κτιρίων αυτών.
Κατά τη διάρκεια εκδήλωσης με αφορμή την έναρξη των εργασιών ο Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας επισήμανε ότι «τα έργα στην Περιφέρεια αλλάζουν όχι απλώς την εικόνα, αλλά την καθημερινότητα και τις κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες και αυτό σε κάθε γωνιά αυτής της Περιφέρειας». Παράλληλα πρόσθεσε ότι το εν λόγω έργο «σηματοδοτεί αυτήν ακριβώς την ισχυρή βούληση για αλλαγή και την τεράστια σημασία της συνεργασίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στη συνεργασία μεταξύ της Περιφέρειας και του TAP, στη συνεργασία δηλαδή του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα που θεμελιώθηκε, όταν ο ΤΑΡ ξεκίνησε να κατασκευάζει τον διαδριατικό αγωγό φυσικού αερίου, ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα έργα που έγιναν στη βόρεια Ελλάδα τα τελευταία χρόνια».
«Έχουμε προετοιμάσει το έργο άριστα και ξεκινάει άμεσα, για να ενταχθεί στο πλέγμα των έργων που ήδη υλοποιούμε και σηματοδοτεί τη δημιουργία μιας νέας σχέσης εμπιστοσύνης με τη δυτική Θεσσαλονίκη», είπε ενώ επισήμανε ότι «η κοινωνική υπευθυνότητα του TAP έχει συγκεκριμένο αποτύπωμα στην κοινωνία, καθώς μαζί με την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, τους Δήμους, τους φορείς και τις τοπικές κοινωνίες έχει ήδη υλοποιήσει περισσότερα από 70 έργα ύψους 5,5 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ έχει δρομολογήσει ακόμα 15 έργα, ύψους περίπου 3,2 εκ. ευρώ».
Από την πλευρά του, ο Διευθυντής εξωτερικών υποθέσεων και κοινωνικών περιβαλλοντικών επενδύσεων του ΤΑΡ, Βουγκάρ Βεϊσάνωφ τόνισε ότι το συγκεκριμένο έργο εντάσσεται στο ευρύτερο πρόγραμμα Κοινωνικών και Περιβαλλοντικών Επενδύσεων του TAP που αναπτύχθηκε κατά τη φάση της κατασκευής του αγωγού και βρίσκεται σε φάση ολοκλήρωσης. Ο διευθυντής του TAP στην Ελλάδα, Ιωάννης Μαρής ανέφερε ότι «ο TAP είναι το μεγαλύτερο στρατηγικό ενεργειακό έργο της Ελλάδος. Είναι μέρος του νότιου διαδρόμου, μια υποδομή έκτασης 878 χιλιομέτρων, 550 χιλιόμετρα εκ των οποίων είναι στην Ελλάδα. Συμβάλλει στην ενεργειακή ασφάλεια και την ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης ενώ από τις πρώτες μέρες λειτουργίας του, στις αρχές του 2021, ο διαδριατικός αγωγός έχει μεταφέρει πάνω από 17 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου στην Ελλάδα καλύπτοντας περίπου το 20% των εισαγωγών στην Ελλάδα».
Η ιστορία των κτιρίων
Σημειώνεται ότι το εργοστάσιο που είχε δημιουργήσει αρχικά η οθωμανική εταιρεία παραγωγής αερίου λειτούργησε στις αρχές του 1890 ενώ μετά το 1907 που άρχισε να υπερισχύει η ηλεκτροδότηση, η χρήση του φωταερίου περιορίστηκε στα νοικοκυριά για λόγους θέρμανσης και για τη χρήση της κουζίνας. Το 1917, η μεγάλη πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη έδωσε τη χαριστική βολή στο φωταέριο, καθώς κατέστρεψε το δίκτυο των αγωγών διανομής του. Το εργοστάσιο σταμάτησε να λειτουργεί, το δίκτυο δεν επισκευάστηκε ποτέ και ο χώρος ερήμωσε. Αργότερα οι εγκαταστάσεις παραχωρήθηκαν στο υπουργείο Γεωργίας. Τα τρία κτίρια της εταιρείας φωταερίου διατηρήθηκαν, ενώ το 1994 κρίθηκαν διατηρητέα από το υπουργείο Πολιτισμού. Ο χώρος στη συνέχεια περιήλθε στην ιδιοκτησία της τότε νομαρχίας Θεσσαλονίκης.