Πηγή Εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Απόφαση σταθμός από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά της ρήτρας αναπροσαρμογής , η οποία για το Δικαστήριο δεν παράγει νόμιμες χρεώσεις και καθίσταται παράνομη, δικαιώνοντας έτσι τον επιχειρηματία που είχε προσφύγει κατά του προμηθευτή ενέργειας για να μπλοκάρει τη διακοπή της παροχής ρεύματος, για οφειλές που προήλθαν από τη ρήτρα αναπροσαρμογής.

Ο καταναλωτής διεκδίκησε το ελάχιστο από τη Δικαιοσύνη και πέτυχε το μέγιστο.

Η απόφαση σύμφωνα με την δικηγόρο Αριάδνη Νούκα που χειρίστηκε την υπόθεση λέει ότι με την εκδοθείσα απόφαση η ρήτρα αναπροσαρμογής σε σύμβαση κυμαινόμενης χρέωσης κρίθηκε άκυρη.

Το σκεπτικό του Δικαστηρίου στηρίχθηκε, αφενός, στην ασαφή δομή του συμβατικού κειμένου ως προς τα κριτήρια ενεργοποίησης και υπολογισμού της ρήτρας αναπροσαρμογής που προκάλεσαν την αδυναμία του καταναλωτή να αξιολογήσει, αν η όποια αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας αφορά κεκαλυμμένο ή επ΄ ευκαιρία κέρδος του παρόχου ή αν περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στη μεταβολή των παραγόντων που
αυξάνουν το κόστος παραγωγής του ηλεκτρικού ρεύματος και αφετέρου, στην ανυπαρξία σχετικής πληροφόρησης του καταναλωτή κατά το προσυμβατικό στάδιο.

Προσθέτει ότι η αναγνώριση εκ μέρους του Δικαστηρίου της ακυρότητας της ρήτρας αναπροσαρμογής έχει ως συνέπεια την αδυναμία να παράξει νόμιμες χρεώσεις στους λογαριασμούς ρεύματος και τα χρηματικά ποσά που χρεώθηκαν στους λογαριασμούς του συγκεκριμένου καταναλωτή με την ενεργοποίηση της να κριθούν ως μη οφειλόμενα με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να διατάξει, ως ασφαλιστικό μέτρο, την απαγόρευση απενεργοποίησης της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος».

Οι λειτουργοί τη Δικαιοσύνης με μία πληρέστατη αιτιολογημένη απόφαση απαγορεύει στον προμηθευτή ενεργείας να ζητήσει τη διακοπή ρεύματος στην επιχείρηση για οφειλή 35 .000 ευρώ ενώ ο νομικοί εκπρόσωποι του προμηθευτή ενέργειας κατανοούν απόλυτα ότι δεν νομιμοποιούνται να προχωρήσουν σε άλλα ένδικα μέσα για την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού.

Η απόφαση της Κύριας Αγωγής η οποία θα ακολουθήσει δεν πρόκειται να ανατραπεί, σύμφωνα με έγκυρους νομικούς κύκλους διότι η δικαστική απόφαση αιτιολογεί ένα προς ένα τα νομικά τερτίπια του προμηθευτή ενέργειας , ο οποίος χρησιμοποίησε αλλά καρτ την ελληνική νομοθεσία για να εφαρμόσει στα μουλωχτά τη ρήτρα αναπροσαρμογής , η οποία αντιστοιχεί στο 90% του συνολικού κόστους του τιμολογίου ρεύματος. .

Το σκεπτικό της απόφασης των Ασφαλιστικών Μέτρων ανοίγει το δρόμο στις επιχειρήσεις που πλήρωναν τη ρήτρα αναπροσαρμογής να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη και να απαιτήσουν με τυμπανοκρουσίες την επιστροφή των χρημάτων που αντιστοιχούν στο τέχνασμα της ρήτρας αναπροσαρμογής.

Περισσότεροι από 7 εκατομμύρια καταναλωτές έχουν νομικά ερείσματα να διεκδικήσουν πίσω τα χρήματα που ανταποκρίνονται στη ρήτρα αναπροσαρμογής.

Το σκεπτικό του Δικαστηρίου στηρίχθηκε, αφενός, στην ασαφή δομή του συμβατικού κειμένου ως προς τα κριτήρια ενεργοποίησης και υπολογισμού της ρήτρας αναπροσαρμογής που προκάλεσαν την αδυναμία του καταναλωτή να αξιολογήσει, αν η όποια αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας αφορά κεκαλυμμένο ή επ΄ ευκαιρία κέρδος του παρόχου ή αν περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στη μεταβολή των παραγόντων πουαυξάνουν το κόστος παραγωγής του ηλεκτρικού ρεύματος και αφετέρου, στην ανυπαρξία σχετικής πληροφόρησης του καταναλωτή κατά το προσυμβατικό στάδιο.

 

 

Τα νομικά επιχειρήματα της απόφασης

1 )Ειδικότερα κατά το προσυμβατικό στάδιο ,σύναψης της ως άνω σύμβασης ουδόλως η καθ’ης παρείχε στον αιτούντα έστω και προφορικά ενημέρωση για τη δυνατότητα να επιβάλλει ρήτρα αναπροσαρμογής της χρέωσης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, τους όρους αυτής καθώς και τον λόγο επιβολής της. Η διαφάνεια στην παροχή από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας προς τους πελάτες τους όλων των πληροφοριών που διέπουν την τιμολόγηση και τη εν γένει συμβατική τους σχέση εντάσσεται στον πυρήνα των δικαιωμάτων του καταναλωτή και συνιστά προϋπόθεση για τη αποτελεσματική τους άσκηση. Το ενωσιακό δίκαιο επιβάλλει τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια σχετικά με τους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις τη γενική πληροφόρηση και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. (Οδηγία 2009/72 άρθρο 3παρ.7). Η θεσπιζόμενη με την οδηγία 2009/72 αρχή της διαφάνειας έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο μέσω της διάταξης του άρθρου 49 Ν 4001/2011. Περαιτέρω ο Κώδικας Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας έχει εξειδικεύσει τα συναφή με τη αρχή της διαφάνειας δικαιώματα των πελατών, καταναλωτών και αντιστοίχως τις υποχρεώσεις των προμηθευτών τόσο στο προ συμβατικό στάδιο όσο και κατά την κατάρτιση και τη εξέλιξη.

2) Περαιτέρω λόγω του ασαφούς περιεχομένου του επίμαχου όρου, δεν παρέχεται η δυνατότητα στον αιτούντα ως καταναλωτή, να προσδιορίσει εκ τωνπροτέρων και κατά το χρονικό σημείο ‘σύναψης της σύμβασης το μέγεθος του οικονομικού βάρους που αναλαμβάνει αφού δεν καθίστανται στον αιτούντα σαφείς οι δυσμενείς επιπτώσεις από την εφαρμογή της επίμαχης ρήτρας εκ μέρους της καθ ης καθώς και δεν είναι εξ αρχής προσδιορισμένο το ύψος της αντιπαροχής του.

Όπως συνάγεται, ελλείψει οιασδήποτε κατανοητής επεξηγήσεως περιλαμβανομένης στο κείμενο της συμβάσεως η παρασχεθείσας πριν και κατά τη σύναψη της από την καθ’ ης αλλά και κατά τη διάρκεια αυτής ουδόλως ήταν σε θέση ο αϊτών να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες της εν λόγω ρήτρας αναπροσαρμογής του τιμήματος κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας που περιείχε ο ανωτέρω όρος και συγκεκριμένα των οφειλόμενων ποσών που θα καλείται να καταβάλει ως τίμημα για την παρασχεθείσα στον αιτούντα ηλεκτρική ενέργεια και κυρίως εάν η όποια αύξηση της τιμής αφορά κεκαλυμμένο κέρδος για την καθ ης ή αν συνδέεται με την μεταβολή άλλων παραγόντων που δεν αναφέρονται στον επίμαχο όρο και σε ποιο βαθμό και έκταση . Συνεπώς σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να εκτιμήσει ακριβώς το μέγεθος της οικονομικής επιβάρυνσης που αναλάμβανε κατά τη σύναψη της ως άνω σύμβασης λόγω συμπερίληψης σε αυτήν του προσβαλλόμενου ΓΟΣ ούτε να αντιληφτεί ότι λόγω αυτού θα ήταν εκτεθειμένος στην άσκηση του δικαιώματος αναπροσαρμογής του συμφωνηθέντος τιμήματος για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στον αιτούντα εκ μέρους της καθ’ ης. Άλλωστε και παρά το γεγονός ότι στον επίμαχο όρο ελλείπει οιαδήποτε αναφορά σε οιονδήποτε παράγοντα με τη μεταβολή του οποίου συνδέεται το δικαίωμα της καθ ης να μεταβάλλει μονομερώς το τίμημα σε κάθε περίπτωση επισημαίνεται ότι για την επαρκή πληροφόρηση του καταναλωτή δεν αρκεί να γίνεται μνεία των παραγόντων εκείνων, η μεταβολή των οποίων θα νομιμοποιεί τον προμηθευτή να προβαίνει σε αύξηση του τιμήματος αφού οι ενδεχόμενες μεταβολές του κόστους θα πρέπει να προβλέπονται βάσει κριτηρίων σαφών και κατανοητών στον καταναλωτή.