Την επιστημονική μελέτη, σχετικά με τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης στην ελληνική οικονομία, παρουσίασε και στην Αθήνα το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος.
Στην μελέτη, μεταξύ άλλων επισημαίνεται ότι «…η Ελλάδα, βιώνει μια πρωτοφανή αύξηση των τιμών, ιδιαιτέρως του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος. Η Πολιτεία, με τις παρεμβάσεις της, έχει καταφέρει να περιορίσει σε έναν βαθμό την απώλεια στο εισόδημα των πολιτών και στα έξοδα των επιχειρήσεων. Όμως, η προσπάθεια αυτή έχει, από τη φύση της, περιορισμένα αποτελέσματα. Δεδομένων των στενών δημοσιονομικών περιθωρίων και των κατακόρυφων αυξήσεων των ενεργειακών τιμών, οι ενισχύσεις – όχι μόνο της ελληνικής, αλλά όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων – καλύπτουν ένα μικρό μέρος της επιβάρυνσης.
Αυτό σημαίνει ότι επιβάλλεται, άμεσα, μια ευρωπαϊκή λύση, η οποία θα είναι ολιστική και δεν θα μεταθέτει το πρόβλημα στο μέλλον. Η ευρωπαϊκή αυτή λύση πρέπει να έχει δύο άξονες:
• την ελάφρυνση του βάρους νοικοκυριών και επιχειρήσεων και
• τη διασφάλιση των κανόνων λειτουργίας της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, ώστε οι μειώσεις των διεθνών τιμών να περνούν άμεσα στη λιανική. ‘Ετσι, θα αποφευχθεί ο κίνδυνος εγκαθίδρυσης πληθωριστικών τιμών και αντίληψης, δηλαδή λιανικών τιμών υψηλότερων από αυτές που αντιστοιχούν στην πορεία των διεθνών.».
Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του επιμελητηρίου, η μελέτη εκπονήθηκε υπό την επίβλεψη του πρώην υπουργού, Γιάννη Μανιάτη και καταγράφει τα δεδομένα στην αγορά ενέργειας, τις επιπτώσεις της ανόδου των τιμών στην ελληνική και άλλες οικονομίες, και προτείνει λύσεις, μέσω συγκεκριμένων προτάσεων.
Όπως είπε ο κ. Μανιάτης, κατά την παρουσίαση, «ανήκω στους βαθιά φιλοευρωπαίους και είμαι υπερήφανος για την Ευρώπη. Σήμερα, όμως, αισθάνομαι βαθιά απογοητευμένος από μια εξαιρετικά αδύναμη Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία, αντί να κάνει τη δουλειά της, που είναι να συντονίζει, να κατευθύνει και να εξομαλύνει τις διαφορές ανάμεσα στα κράτη – μέλη, το μόνο που κάνει είναι να σέρνεται πίσω από επιλογές ενός – δύο κρατών. Και ο νοών, νοείτο».
Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Νίκος Βέττας, τόνισε ότι «το πρώτο, που θα πρέπει να κάνουμε, είναι να επικοινωνήσουμε και μεταξύ μας, αλλά κυρίως προς τον μέσο πολίτη, ότι μπροστά μας έχουμε ένα πρόβλημα, το οποίο δεν θα έχει γρήγορη και εύκολη λύση. Διότι δημιουργείται πολλές φορές η εντύπωση ότι είναι απλώς θέμα βούλησης κάτι να λυθεί».
Ο ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Παντελής Κάπρος, είπε ότι «η οικονομία των ΑΠΕ και της εξοικονόμησης είναι η φθηνότερη. Δεν είναι ακριβότερη. Η ακριβότερη οικονομία είναι των ορυκτών καυσίμων. Δεν πρόκειται να επιβαρυνθεί κανένας από την πράσινη μετάβαση. Δεν είναι αλήθεια ότι η πράσινη μετάβαση είναι ακριβότερη. Ίσα ίσα, είναι φθηνότερη. Ταυτόχρονα οι ανανεώσιμες πηγές και η εξοικονόμηση είναι εγχώριοι πόροι. Εξασφαλίζουν και τη μη εξάρτηση από εισαγωγές ορυκτών καυσίμων».
Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, Νικόλαος Φαραντούρης, είπε ότι «στην Ευρώπη κάνουμε μια προσπάθεια μέσω της κοινής εσωτερικής αγοράς ενέργειας, και πράγματι έχουν γίνει βήματα για τη διασύνδεση των δικτύων, για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Παραμένει, όμως, η Ευρώπη διχασμένη και το βλέπουμε αυτές τις μέρες, στο σίριαλ, που εξελίσσεται με τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την απόρριψή τους από κράτη-μέλη».
Ο καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου, Διονύσης Χιόνης, είπε ότι «τελικά, οι οικονομικές πολιτικές κρίνονται εκ του αποτελέσματος. ‘Αρα, το γεγονός ότι τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών μέχρι τώρα δεν είναι τα αποτελέσματα, τα οποία περιμένουμε, είτε λέγεται ανταγωνιστικότητα στην ευρωπαϊκή οικονομία, είτε λέγεται πληθωρισμός, ή μέσο επίπεδο ζωής – επιβάρυνση του καταναλωτή, πάει να πει ότι είναι λάθος οι πολιτικές. Μπορεί τα υποδείγματα να είναι σωστά, οι υποθέσεις να είναι σωστές, αλλά αν το τελικό αποτέλεσμα είναι τόσο επιβαρυντικό, όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα και το βιοτικό επίπεδο, είναι λάθος εξ ορισμού οι πολιτικές».
Ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Κωνσταντίνος Κόλλιας, επανέλαβε την πρόταση του ΟΕΕ για μία κοινή ευρωπαϊκή λύση και είπε: «Η ευρωπαϊκή αυτή λύση πρέπει να έχει δύο άξονες: Ο πρώτος αφορά στην ελάφρυνση του βάρους νοικοκυριών και επιχειρήσεων και ο δεύτερος στη διασφάλιση των κανόνων λειτουργίας της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, ακόμα και με την επιβολή πλαφόν, ώστε οι μειώσεις των διεθνών τιμών να περνούν άμεσα στη λιανική. Έτσι, θα αποφευχθεί ο κίνδυνος εγκαθίδρυσης πληθωριστικών τιμών και αντίληψης – δηλαδή λιανικών τιμών υψηλότερων από αυτές, που αντιστοιχούν στην πορεία των διεθνών. Η επιστημονική μελέτη καλύπτει όλο το εύρος των επίκαιρων ενεργειακών ζητημάτων, στόχος της είναι να αποτελέσει ένα πολύτιμο εργαλείο ενεργειακής οικονομικής πολιτικής του τόπου και τίθεται στη διάθεση της Πολιτείας, του Κοινοβουλίου, της πανεπιστημιακής κοινότητας και της κοινής γνώμης».