Σε μια εποχή αλλεπάλληλων οικονομικών κρίσεων, υψηλού πληθωρισμού, ραγδαίων κοινωνικών και τεχνολογικών αλλαγών, ένα από τα θέματα που βρίσκονται σταθερά ψηλά στην ατζέντα κυβερνήσεων, φορέων και επιχειρήσεων είναι το θέμα της εκπαίδευσης. Και μάλιστα, το ειδικότερο θέμα της κατάρτισης των εργαζομένων με τις δεξιότητες που χρειάζεται η αγορά σήμερα και τις δεξιότητες που θα χρειαστεί στο κοντινό μέλλον. Αυτό είναι ένα θέμα που απασχολεί και τη δική μας χώρα, μια χώρα με πολύ υψηλή ανεργία -ειδικά στους νέους- και ταυτόχρονα μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο εκπαιδευτικό σύστημα και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Μια ομάδα ερευνητών, υπό τον συντονισμό του καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς Μιλτιάδη Νεκτάριου, εκπόνησε μια εκτενή μελέτη για το σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΕΕΚ για τις ανάγκες αυτού του άρθρου) στην Ελλάδα. Η έρευνα, την οποία μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη εδώ, αναλύει το σύστημα ΕΕΚ που λειτουργεί στη δική μας χώρα, αναλύει και τα συστήματα που διαθέτουν τέσσερις άλλες χώρες, επισημαίνει τα προβλήματα και τις αστοχίες, και προτείνει μια σειρά από 16 λύσεις για την καλύτερη αντιμετώπισή τους.
1. Τα βασικά
Ορόλος της ΕΕΚ είναι να προετοιμάζει τους μαθητές κατευθείαν για την αγορά εργασίας, αντίθετα με τη γενική παιδεία, που τους προετοιμάζει για την ανώτερη εκπαίδευση. Ως εκ τούτου, η ΕΕΚ έχει διεθνώς κάποιες βασικές διαφορές ως εκπαιδευτική διαδικασία.
Την ΕΕΚ την παρέχει το κράτος, βεβαίως (διάφορα υπουργεία -όχι μόνο το Παιδείας), αλλά και κοινωνικοί εταίροι και, φυσικά, οι επιχειρήσεις. Η δημόσια τεχνική κατάρτιση μπορεί να γίνεται από διάφορες εκπαιδευτικές δομές: σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, επαγγελματικές σχολές, μεταδευτεροβάθμιες δομές (που περιλαμβάνουν και τα κέντρα διά βίου μάθησης), ινστιτούτα αλλά και δομές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Ο σκοπός ενός σύγχρονου συστήματος κατάρτισης είναι να προσφέρει υψηλού επιπέδου εξειδικευμένα προγράμματα, όσο πιο κοντά στην ηλικία εισόδου των νέων στην αγορά εργασίας. Τα προγράμματα αυτά πρέπει να είναι σύντομα σε διάρκεια (ώστε οι γνώσεις που προσφέρουν να μην γίνονται παρωχημένες μέχρι να μπει ο μαθητής στην αγορά εργασίας) και να επεκτείνονται στη συνέχεια με την επικαιροποίηση των δεξιοτήτων των μαθητών.
Πρέπει, επίσης να είναι ευέλικτα, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και προς τον τρόπο λειτουργίας -από τον τρόπο απασχόλησης εκπαιδευτών και την ενοικίαση του απαραίτητου εξοπλισμού, μέχρι τη διοίκηση και τη χρηματοδότηση. Αυτές οι προκλήσεις κάνουν τον σχεδιασμό και την υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων εξαιρετικά περίπλοκη υπόθεση διεθνώς. Μέρος της πρόκλησης είναι το ότι η τεχνολογία εξελίσσεται, οι μέθοδοι και οι τεχνικές αλλάζουν, και το γνωστικό αντικείμενο στα περισσότερα τεχνικά επαγγέλματα μεταμορφώνεται πολύ πιο γρήγορα από τη συνήθη ταχύτητα επανασχεδιασμού εκπαιδευτικών προγραμμάτων και επανεκπαίδευσης εκπαιδευτών.
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, το κόστος της παρεχόμενης εκπαίδευσης είναι κατά κανόνα μεγαλύτερο από ό,τι της γενικής παιδείας. Οι τάξεις είναι μικρότερες, χρειάζονται περισσότερα εργαστήρια και εργαστηριακός εξοπλισμός, αλλά και εξειδικευμένοι εκπαιδευτές. Στη Γερμανία κάθε μαθητής ή μαθήτρια της τεχνικής εκπαίδευσης κοστίζει 10.800 ετησίως -σχεδόν τα διπλάσια από τον μέσο φοιτητή ή φοιτήτρια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η χρηματοδότηση αυτών των προγραμμάτων γίνεται εν μέρει από τα κράτη (με τη μορφή απευθείας χρηματοδότησης ή επιδοτήσεων και κινήτρων από τις επιχειρήσεις) και από τις ίδιες τις επιχειρήσεις (είτε απευθείας, είτε μέσω συλλογικών Ταμείων) που με αυτό τον τρόπο επενδύουν στην εξασφάλιση του καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού που χρειάζονται. Συμπληρωματικά για τη χρηματοδότηση διατίθενται και άλλα κεφάλαια από άλλες πηγές, όπως τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ.
Πολύ σημαντικό κομμάτι των προγραμμάτων τεχνικής εκπαίδευσης είναι τα επονομαζόμενα “επαγγελματικά περιγράμματα”. Είναι στην πράξη όλο το υλικό που περιγράφει τις προδιαγραφές και τις αναγκαίες δεξιότητες, ικανότητες και γνώσεις που χρειάζονται για κάθε ξεχωριστό επάγγελμα. Τα περιγράμματα αυτά αποτελούν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο χτίζονται τα προγράμματα σπουδών. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, υπάρχουν 330 αναγνωρισμένα επαγγέλματα με τα αντίστοιχα περιγράμματά τους. Στην Ελλάδα ο ΕΟΠΠΕΠ έχει πιστοποιήσει 204 περιγράμματα (καταγράφονται στο Παράρτημα 4 της έρευνας) τα οποία ωστόσο κρίνονται από τους ερευνητές αρκετά παρωχημένα και χρειάζονται διαρκή επικαιροποίηση.
Πολύ σημαντικό, δε, είναι το θέμα της πιστοποίησης. Της αντικειμενικής εξακρίβωσης, δηλαδή, ότι οι μαθητευόμενοι έχουν όντως λάβει τις δεξιότητες και τις γνώσεις που χρειάζονται για να εξασκήσουν ένα επάγγελμα. Αυτό γίνεται με εξετάσεις που, στα πιο επιτυχημένα παραδείγματα τέτοιων προγραμμάτων (Γερμανία, Ελβετία), γίνονται και με τη συμμετοχή των επιχειρήσεων και των επιμελητηρίων. Υπάρχουν, δε, πανευρωπαϊκά πρότυπα για τη διασφάλιση της ποιότητας της παρεχόμενης κατάρτισης (ένα πλαίσιο που ονομάζεται EQAVET) τα οποία υιοθετούν οι επιμέρους χώρες και υλοποιούν μέσω των εγχώριων αρμόδιων οργανισμών (στην Ελλάδα ο ΕΟΠΠΕΠ).
Και τι εξασφαλίζει μια χώρα και μια οικονομία από αυτή την επένδυση; Στη θεωρία τουλάχιστον, το όφελος είναι προφανές. Για τους νέους, ένα καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα κατάρτισης τους προσφέρει γνώσεις και δεξιότητες που είναι χρήσιμες στην αγορά εργασίας και αυξάνουν πάρα πολύ τις προοπτικές τους να βρουν δουλειά αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η μαθητεία, επιπλέον, τους προσφέρει εμπειρία από το εργασιακό περιβάλλον αλλά και άλλες, έμμεσες κοινωνικές δεξιότητες και, φυσικά, μια αμοιβή κατά τη διάρκεια της φοίτησης. Στις χώρες του ΟΟΣΑ, το ποσοστό των νέων ηλικίας 25-34 που έχουν περάσει από προγράμματα ΕΕΚ και εργάζονται φτάνει το 82%. Το ποσοστό συνολικά των αποφοίτων προγραμμάτων ΕΕΚ που εργάζονται στην ΕΕ το 2018 άγγιζε το 80%. Αυτοί που έχουν πρόσβαση σε υποδομές επανακατάρτισης και μετά την ένταξή τους στην αγορά εργασίας, δε, έχουν μισθούς αντίστοιχους των αποφοίτων πανεπιστημίων.
Για τις επιχειρήσεις τα οφέλη είναι επίσης προφανή: σε μια εποχή που σε πολλούς κλάδους υπάρχει μεγάλη ζήτηση για εργαζόμενους υψηλής ειδίκευσης, με προγράμματα κατάρτισης και μαθητείας οι επιχειρήσεις μπορούν να εκπαιδεύσουν απευθείας -και να απορροφήσουν γρήγορα- το ανθρώπινο δυναμικό που χρειάζονται. Σύμφωνα με μια πρόσφατη καταγραφή του ΣΕΒ, στην αγορά πέρα από τα προφανή (μηχανικοί ηλεκτρονικών υπολογιστών κλπ.) υπάρχει μεγάλη ζήτηση για τεχνικούς ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, χειριστές μηχανημάτων έργων, τεχνίτες επεξεργασίας τροφίμων, υπαλλήλους καταγραφής υλικών και υπηρεσιών μεταφορών και άλλες ειδικότητες που μπορούν πολύ εύκολα και γρήγορα να προσφερθούν από ένα σύστημα ΕΕΚ σε νέους (η αντίστοιχη ανάλυση βρίσκεται στο Κεφάλαιο 10).
Βεβαίως, στην πράξη δεν λειτουργούν όλα τα συστήματα ΕΕΚ το ίδιο αποτελεσματικά. Στην Ελλάδα το ποσοστό των αποφοίτων προγραμμάτων ΕΕΚ που εργάζονταν το 2018 δεν έφτανε το 80%, που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ, αλλά μόνο στο 50,5%. Το αν ένα σύστημα είναι αρκετά καλοσχεδιασμένο και αποδοτικό επηρέαζει και το τελικό αποτέλεσμα -και αυτό είναι ένα θέμα που χρειάζεται ανάλυση και αξιολόγηση σε κάθε χώρα -και σε κάθε πρόγραμμα- ξεχωριστά, όπως αναφέρεται στο Κεφάλαιο 3.6 της μελέτης.
2. Πού γίνεται η ΕΕΚ;
Στις περισσότερες χώρες της νότιας Ευρώπης -και στην Ελλάδα- η τεχνική κατάρτιση προσφέρεται κυρίως σε σχολικές δομές. Όπως είπαμε, η “επαγγελματική εκπαίδευση” στοχεύει στην προετοιμασία των μαθητών για συγκεκριμένα επαγγέλματα, και είναι διαφορετική από τη “γενική” εκπαίδευση, που στοχεύει στην προετοιμασία των μαθητών για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σε πολλές χώρες αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια ποιοτική και όχι ουσιαστική διάκριση των δύο συστημάτων -στην επαγγελματική εκπαίδευση συχνά ωθούνται μαθητές που δεν θεωρούνται (ή δεν θεωρούν εαυτούς) αρκετά “καλούς” για να προχωρήσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Σε άλλες χώρες, όμως, όπου η τεχνική κατάρτιση δεν γίνεται τόσο σε σχολικές δομές αλλά κυρίως με κάποια μορφή μαθητείας, (δηλαδή με ένα “δυϊκό” σύστημα που περιλαμβάνει θεωρητική εκπαίδευση στο σχολείο, αλλά και πρακτική κατάρτιση σε επιχειρήσεις με αμοιβή) αυτή η κατεύθυνση είναι πολύ πιο δημοφιλής. Στην Αυστρία, το 40% των μαθητών επιλέγουν ένα τέτοιο σύστημα μαθητείας. Στην Ελβετία το ποσοστό φτάνει το 70%.
Οι διαφορές σε εκείνα τα συστήματα είναι πολλές -και σε σχέση με συστήματα όπως της Ελλάδας, αλλά και μεταξύ τους. Στην Ελβετία η κεντρική διοίκηση και τα καντόνια εξασφαλίζουν την καλή λειτουργία των προγραμμάτων, αλλά το περιεχόμενό τους καθορίζεται και εποπτεύεται από τις επαγγελματικές οργανώσεις (που συντονίζουν) και τους εργοδότες (για την προσφορά θέσεων μαθητείας). Στην Αυστραλία έχουν ένα “Συμβούλιο Εθνικών Προσόντων” στο οποίο συμμετέχουν επιχειρήσεις και η κυβέρνηση, και το οποίο εποπτεύει την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, ενώ τα προγράμματα προκύπτουν από τομεακά “συμβούλια δεξιοτήτων βιομηχανίας” στα οποία συμμετέχουν μόνο επιχειρήσεις από τους αντίστοιχους τομείς. Στην Ελλάδα, η διακυβέρνηση γίνεται από μια περίπλοκη δομή διευθύνσεων, συμβουλίων, επιτροπών και οργάνων, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, υπό την επίβλεψη της Γενικής Γραμματείας Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης και Νεολαίας (για την οποία χρησιμοποιείται το αδιανόητο αρκτικόλεξο ΓΓΕΕΚΔΒΜΝ). Η δομή αυτή περιγράφεται λεπτομερώς στο Κεφάλαιο 9.7.
Στο Κεφάλαιο 5 οι ερευνητές αναλύουν διεξοδικά τα προγράμματα κατάρτισης στη Γαλλία, τη Γερμανία (όπου σχεδόν το 90% των αποφοίτων ΕΕΚ ηλικίας 20-34 εργάζονται), την Ελβετία και τη Φινλανδία. Από αυτή τη λεπτομερή καταγραφή αναδεικνύεται η ποικιλομορφία των διάφορων συστημάτων, καθώς και η διαφορετική έμφαση που δίνει το καθένα. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η εκπαίδευση παρέχεται κυρίως στο σχολείο, αλλά στην Ελβετία κυρίως με τη μαθητεία στις επιχειρήσεις, με τα επιμελητήρια και τους κοινωνικούς εταίρους να έχουν τον κυρίαρχο λόγο.
Και ποιο είναι το σύστημα της Ελλάδας; Αυτό αναλύεται διεξοδικά στο Κεφάλαιο 7.2.
3. Η περίπτωση της Ελλάδας
Όπως κι αν το δει κανείς, τα νούμερα περιγράφουν μια απογοητευτική εικόνα. Είναι γνωστά: η Ελλάδα είναι 24η στην ΕΕ ως προς τις ψηφιακές δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού και 32η στις 33 χώρες του ΟΟΣΑ ως προς το ποσοστό συμμετοχής του ανθρώπινου δυναμικού σε προγράμματα κατάρτισης. Το ποσοστό ανεργίας στη χώρα μας παραμένει εξαιρετικά υψηλό (στο 17,3% το 2019 από 27,5% το 2013 αλλά από 7,8% το 2008) ενώ στους νέους η ανεργία (35,2% το 2019) είναι υπερδιπλάσια του μέσου όρου της ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά, σε έρευνα του ΣΕΒ (2020) το 42,6% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να καλύψουν κενές θέσεις εργασίας μεσαίου επιπέδου, λόγω έλλειψης δεξιοτήτων και προϋπηρεσίας από το διαθέσιμο δυναμικό. Την προηγούμενη δεκαετία σχεδόν μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι -κυρίως μορφωμένοι νέοι- έφυγαν στο εξωτερικό. Η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά NEETs, -δηλαδή νέων που δεν εργάζονται ούτε εκπαιδεύονται- στην ΕΕ (12,5% το 2019). Μολονότι η Ελλάδα είναι κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ στο ποσοστό πολιτών με τριτοβάθμια εκπαίδευση, είμαστε τελευταίοι στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Δεξιοτήτων (μαζί με την Ισπανία).
Επιπλέον, η Ελλάδα παραδοσιακά επενδύει μικρά ποσά για την εκπαίδευση. Το 3,9% του ΑΕΠ που δόθηκε το 2018 είναι το δεύτερο χαμηλότερο της Ευρωζώνης, και κάτω από τον μέσο όρο ολόκληρης της ΕΕ. Η δαπάνη για “την εκπαίδευση”, δε, στην Ελλάδα σημαίνει σχεδόν αποκλειστικά τις δαπάνες για τους μισθούς των εργαζομένων -το 82,5% της κρατικής δαπάνης για την παιδεία πηγαίνει εκεί, το υψηλότερο ποσοστό από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Και το μαθησιακό επίπεδο των Ελλήνων μαθητών κρίνεται ως απογοητευτικό. Στην εξέταση του προγράμματος PISA του 2018 σχεδόν 1 στους 5 Έλληνες 15χρονους πέτυχαν πολύ χαμηλή επίδοση και στα τρία θέματα που εξετάστηκαν (μαθηματικά, κατανόηση κειμένου, φυσικές επιστήμες). Μόνο το 6,2% είχαν υψηλές επιδόσεις έστω και σε ένα μάθημα -έναντι του 15,7% που ήταν ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Έλληνες νέοι μειώνονται ολοένα και σε αριθμό -την επόμενη εικοσαετία οι μαθητές ηλικίας 15-19 που εισέρχονται στη δευτεροβάθμια και ανώτερη εκπαίδευση θα μειωθούν κατά 23%.
Όλα αυτά δημιουργούν εύλογες επιφυλάξεις για το μέλλον και για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Αλλά επισημαίνουν και ότι οι ευκαιρίες για βελτίωση είναι πάρα πολλές, σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα. Ένα από αυτά είναι οπωσδήποτε το σύστημα ΕΕΚ.
Στην Ελλάδα η ΕΕΚ περιλαμβάνει τα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ), τις Επαγγελματικές Σχολές Μαθητείας του ΟΑΕΔ (ΕΠΑΣ), τις Επαγγελματικές Σχολές του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (επίσης ΕΠΑΣ), αλλά και άλλες δομές όπως τα Μεταλυκειακά Έτη – Τάξεις Μαθητείας και τα ΙΕΚ. Από το 2020 το “Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης” ορίζει και περιγράφει όλες τις δομές που προσφέρουν ΕΕΚ στην Ελλάδα. Στο Κεφάλαιο 9 υπάρχει μια πλήρης χαρτογράφηση του πώς λειτουργεί το σύστημα.
Κάτι που έχει ομολογουμένως ενδιαφέρον είναι το ότι οι Έλληνες νέοι δεν προτιμούν την τεχνική εκπαίδευση. Το σχολικό έτος 2020-2021 στις δομές ΕΕΚ της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης φοίτησαν 116.704 μαθητές. Αυτό σημαίνει ότι μόνο 1 στους 3 μαθητές επιλέγουν να πάνε σε κάποιο ΕΠΑΛ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση -και μόνο το 37% των μαθητών στα ΕΠΑΛ είναι κορίτσια. Από όσες και όσους επιλέγουν τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, δε, η συντριπτική πλειοψηφία (93%) επιλέγει τα ΕΠΑΛ και τις άλλες δομές ενδοσχολικής κατάρτισης, και μόνο το 7% πηγαίνει στα ΕΠΑΣ Μαθητείας. Στην ΕΕ συμβαίνει το αντίθετο -εκεί ποσοστό 70% επιλέγουν τη μαθητεία. Γιατί συμβαίνει αυτό; Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες, αλλά μέρος του φαινομένου είναι ασφαλώς θέμα κουλτούρας. Σε έρευνα του Cedefop το 2017, το 69% των ερωτηθέντων δήλωναν ότι έχουν καλή εικόνα για την ανώτερη δευτεροβάθμια ΕΕΚ στην Ελλάδα. Στο “Τι Πιστεύουν Οι Έλληνες” του 2022, στην ερώτηση για το αν οι ερωτηθέντες θα προτιμούσαν “ένα πτυχίο πανεπιστημίου που οδηγεί σε εργασιακή ανασφάλεια και χαμηλές αποδοχές” ή “ένα πτυχίο τεχνικής σχολής με εξασφαλισμένη εργασία και υψηλότερες αποδοχές”, μόλις 18,9% επέλεξαν το πρώτο. Το 75,2% των Ελλήνων επέλεγαν το τεχνικό πτυχίο με εξασφαλισμένη εργασία και υψηλές αποδοχές. Στην πράξη, όμως, μόνο 1 στους 3 μαθητές λυκείου επιλέγουν τα ΕΠΑΛ -και ελάχιστοι επιλέγουν τις ΕΠΑΣ.
Στην Ελλάδα σήμερα λειτουργούν 408 ΕΠΑΛ (με 108.244 μαθητές). Τα παιδιά εκεί αποκτούν γενική εκπαίδευση, αλλά εκπαιδεύονται και σε 35 ειδικότητες, από “τεχνικούς δομικών έργων” και “αργυροχρυσοχοΐας” μέχρι “πλοίαρχοι εμπορικού ναυτικού” και “βοηθοί οδοντοτεχνίτη”. Οι ειδικότητες εκπορεύονται κυρίως από τη διαθεσιμότητα αντίστοιχων εκπαιδευτικών, και μένουν λίγο-πολύ σταθερές διαχρονικά. Αν και σε γενικές γραμμές το σύστημα λειτουργεί, και αν και τα τελευταία χρόνια έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες για τη ριζική βελτίωσή τους, τα ΕΠΑΛ εξακολουθούν να μην αποτελούν επιθυμητή επιλογή για πολλούς μαθητές. Στην έρευνα του Cedefop, ένα ιλιγγιώδες 84% θεωρούν ότι η ΕΕΚ είναι μια εκπαιδευτική διαδρομή “για μαθητές με χαμηλές επιδόσεις”. Το ποσοστό εγκατάλειψης στα ΕΠΑΛ είναι σχεδόν εφταπλάσιο από το ποσοστό εγκατάλειψης στα Γενικά Λύκεια (11% έναντι 1,6%).
Εκτός από τα ΕΠΑΛ, υπάρχουν τα Μεταλυκειακά Έτη – Τάξεις Μαθητείας, που είναι μονοετή προγράμματα για αποφοίτους των ΕΠΑΛ που εκπαιδεύονται με μαθητεία σε επιχειρήσεις σε συγκεκριμένες ειδικότητες (το σχολικό έτος 2018-2019 ήταν 26 διαφορετικές και φοίτησαν 3.695 μαθητές). Ακόμα, υπάρχουν τα 50 ΕΠΑΣ Μαθητείας του ΟΑΕΔ, που αποτελούν την ελληνική εκδοχή του “δυϊκού” συστήματος. Οι απόφοιτοι εκεί αποκτούν το διακαίωμα να δώσουν εξετάσεις για να λάβουν πιστοποίηση για τις γνώσεις τους από τον ΕΟΠΠΕΠ. Στο τρέχον έτος (2022-2023) 6.460 μαθητές φοιτούν στα ΕΠΑΣ του ΟΑΕΔ και τις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις (οι περισσότερες εκ των οποίων μικρές ή πολύ μικρές, κυρίως από τους κλάδους του εμπορίου και των υπηρεσιών), όπου καταρτίζονται σε 43 διαφορετικές ειδικότητες. Ωστόσο, από τους μαθητές που εγγράφονται ένα ποσοστό 35,5% δεν φοιτούν τελικά -όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, πολλοί μαθητές γράφονται στα ΕΠΑΣ επειδή η εγγραφή εξασφαλίζει αναβολή στράτευσης.
Εκτός από αυτά, λειτουργούν επιπλέον έξι διετούς φοίτησης ΕΠΑΣ Μαθητείας στον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό “ΔΗΜΗΤΡΑ” που είναι εποπτευόμενος από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (με ειδικότητες του αγροδιατροφικού τομέα και της ξυλογλυπτικής) οι Επαγγελματικές Σχολές Κατάρτισης (ΕΣΚ) που είναι διετούς φοίτησης και τα γνωστά ΙΕΚ, που παρέχουν κατάρτιση σε αποφοίτους των Γενικών Λυκείων και των ΕΠΑΛ.
Και τι γίνεται μετά την αποφοίτηση από όλες αυτές τις σχολές; Σε κάποιες περιπτώσεις, οι απόφοιτοι προχωρούν σε περαιτέρω σπουδές, συνήθως σε ΑΕΙ. Σε άλλες αποκτούν πιστοποίηση μέσω των εξετάσεων του ΕΟΠΠΕΠ και έτσι και το δικαίωμα άσκησης του συγκεκριμένου επαγγέλματος. Στη θεωρία, τουλάχιστον. Στην πράξη φαίνεται ότι το σύστημα δεν δημιουργεί τις στρατιές καταρτισμένων νέων που χρειάζεται η αγορά.
Οι ερευνητές, αναλύοντας δεδομένα από το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, εξέτασαν το αν 30.885 μαθητές που αποφοίτησαν στο διάστημα 2015-2020 είτε από Τάξη Μαθητείας των ΕΠΑΛ, είτε από ΕΠΑΣ του ΟΑΕΔ, είτε από ΙΕΚ, είτε από ΣΕΚ (σχολές επαγγελματικής κατάρτισης -έχουν καταργηθεί πλέον) εργάζονταν 6, 12 και 18 μήνες μετά την ολοκλήρωση της φοίτησής τους. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης, που παρουσιάζονται στο Κεφάλαιο 11, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Δείχνουν ότι έξι μήνες μετά, μόνο το 23% των αποφοίτων αυτών των δομών εργάζονταν. Αυτό εν μέρει μπορεί να εξηγείται από το ότι οι άρρενες απόφοιτοι έσπευσαν να ολοκληρώσουν τη στρατιωτική τους θητεία -στους 12 μήνες μετά, το ποσοστό των αποφοίτων που εργάζονται φτάνει το 39%. Αλλά στους 18 μήνες το ποσοστό είναι ακόμα 38%. Τα επιμέρους δεδομένα δείχνουν ότι οι απόφοιτοι των ΕΠΑΣ του ΟΑΕΔ εντάσσονται πιο γρήγορα και σε μεγαλύτερο ποσοστό στην αγορά εργασίας από τους υπόλοιπους.
Αυτό το ποσοστό μοιάζει χαμηλό -ίσως απογοητευτικό. Είναι ενδιαφέρον όμως, το ότι στη χώρα μας έχουν υπάρξει επιμέρους μεμονωμένες δράσεις που είχαν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα.
Την πενταετία 2013-2018 ο ΟΑΕΔ, σε συνεργασία με το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, την ΕΕΣΣΤΥ και τον ΟΣΕ έτρεξαν ένα πρόγραμμα κατάρτισης 120 νέων στις Επαγγελματικές Σχολές (ΕΠΑΣ) για τρεις ειδικότητες τεχνιτών που χρειάζονται για τη συντήρηση του σιδηροδρομικού δικτύου. Το πρόγραμμα σχεδιάστηκε από τον ΟΑΕΔ και την Κεντρική Ένωση Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων της Γερμανίας, και χρηματοδοτήθηκε από τον ΟΑΕΔ και το Υπουργείο Παιδείας και Έρευνας της Γερμανίας. Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, πάνω από το 60% των αποφοίτων έπιασαν δουλειά στην ΕΕΣΣΤΥ.
Σε ένα άλλο παράδειγμα, δύο πειραματικές σχολές επαγγελματικής κατάρτισης του ΟΑΕΔ στο Καλαμάκι Αττικής και στο Ηράκλειο Κρήτης έτρεξαν ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα μαθητείας σε συνεργασία με το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο και την DEKRA Academie, στο πλαίσιο του οποίου εκπαίδευσαν 143 μαθητές στο διάστημα 2014-2017 σε ειδικότητες σχετικές με την τουριστική βιομηχανία. Τέσσερα χρόνια μετά, το 97% των αποφοίτων αυτών των προγραμμάτων εργάζονταν σε επαγγέλματα συναφή με αυτά που σπούδασαν.
Υπάρχουν, λοιπόν, περιθώρια να σχεδιαστούν περισσότερα αποτελεσματικά επιμέρους προγράμματα (προσπάθειες γίνονται ήδη). Αλλά η αναμόρφωση εν γένει ολόκληρου του συστήματος ΕΕΚ της χώρας θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντίστοιχα, πολύ πιο ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Στο Κεφάλαιο 13 της μελέτης οι ερευνητές παρουσιάζουν μια σειρά από 16 προτάσεις για τον επανασχεδιασμό της δευτεροβάθμιας επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Αυτές είναι προσαρμοσμένες στα δεδομένα της προϋπάρχουσας κατάστασης και τις ιδιαιτερότητες της δικής μας αγοράς και κουλτούρας (δεν φιλοδοξούν να μεταφέρουν το γερμανικό δυϊκό σύστημα εδώ) και περιλαμβάνουν από την αποκέντρωση των δομών διακυβέρνησης και την ανάπτυξη δράσεων για την ισότιμη συμμετοχή στην ΕΕΚ των δύο φύλων, μέχρι την επέκταση του θεσμού της μαθητείας και τον ανασχεδιασμό των ΕΠΑΛ, ώστε να γίνουν πιο αποτελεσματικά αλλά και πιο ελκυστικά ως επιλογή για τους μαθητές.
Προτάσεις
Πρόταση 1: Αποκέντρωση των δομών διακυβέρνησης της ΕΕΚ.
Πρόταση 2: Αξιολόγηση και κωδικοποίησης της υφιστάμενης νομοθεσίας, ώστε η ΕΕΚ να ρυθμίζεται από ενιαίο θεσμικό πλαίσιο.
Πρόταση 3: Αύξηση των οικονομικών πόρων που επενδύονται στην ΕΕΚ.
Πρόταση 4: Αναβάθμιση της ποιότητας των σπουδών στην υποχρεωτική εκπαίδευση.
Πρόταση 5: Αναβάθμιση των σπουδών ΕΕΚ, αύξηση της ελκυστικότητας και της κοινωνικής αποδοχής της, και ανατροπή των υφιστάμενων στερεοτύπων.
Πρόταση 6: Δημιουργία ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδιασμού της ΕΕΚ και εκσυγχρονισμός του τομέα.
Πρόταση 7: Μείωση της σχολικής διαρροής με την εφαρμογή πολιτικών πρόληψης, παρέμβασης και αποκατάστασης.
Πρόταση 8: Ίση συμμετοχή των δύο φύλων στην ΕΕΚ με εξειδικευμένο τμήμα παρέμβασης που θα απευθύνεται σε κορίτσια.
Πρόταση 9: Επανασχεδιασμός και επέκταση του θεσμού της μαθητείας.
Πρόταση 10: Επανεξέταση της λειτουργίας του θεσμού του “Μεταλυκειακού Έτους – Τάξη Μαθητείας”.
Πρόταση 11: Αναπροσαρμογή των κριτηρίων πρόσληψης και συνεχής επιμόρφωση του εκπαιδευτικού προσωπικού για τα μαθήματα ειδικότητας.
Πρόταση 12: Επανασχεδιασμός Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΣΕΠ).
Πρόταση 13: Σχεδιασμός και εφαρμογή εξειδικευμένων πολιτικών για την αύξηση της απασχόλησης των νέων 20-24 ετών.
Πρόταση 14: Επανασχεδιασμός της λειτουργίας των ΕΠΑΛ.
Πρόταση 15: Προσδιορισμός των ειδικοτήτων της ΕΕΚ ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, τη γεωγραφική κατανομή, τη βαθμίδα κατάρτισης, τις εκπαιδευτικές δομές και τους φορείς κατάρτισης.
Πρόταση 16: Επανεξέταση της αντιστοίχισης των εκπαιδευτικών διαδρομών ΕΕΚ με την εφαρμογή των οριζόμενων κριτηρίων στο Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Επαγγελματικών Προσόντων.