Ανθεκτική παραμένει η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού σε ένα εξαιρετικά δυσοίωνο παγκόσμιο περιβάλλον, που επισκιάζεται από τον πρώτο πόλεμο στην ευρωπαϊκή ήπειρο στον 21ο αιώνα και τις ραγδαίες αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, ενώ πολλοί επιμέρους δείκτες βελτιώνονται περαιτέρω. Σύμφωνα με όσα επισημαίνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Πάνος Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος της EY Ελλάδος, «ποσοστό 37% των επιχειρήσεων σχεδιάζουν να επενδύσουν, ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα, ενώ το 75% εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της χώρας θα βελτιωθεί στα επόμενα τρία χρόνια, το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των υπό σύγκριση ευρωπαϊκών χωρών».
Η συνεχιζόμενη αυτή βελτίωση της ψυχολογίας αντικατοπτρίζεται και στα πραγματικά στοιχεία για τις ΑΞΕ, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του EY European Investment Monitor (ΕΙΜ), οι ξένες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία διετία στη χώρα μας αντιπροσωπεύουν το 24% των επενδύσεων των τελευταίων 22 ετών. Εξίσου σημαντικό θεωρεί ο κ. Παπάζογλου το γεγονός ότι βελτιώνεται η ποιοτική σύνθεση των επενδύσεων. Ως προς το είδος της δραστηριότητας, το 2021, το 30% των επενδύσεων – έναντι μόλις 4%, κατά μέσο όρο, μεταξύ 2000 και 2020, και 7% στο σύνολο της Ευρώπης το 2021 – αφορά επενδύσεις σε κεντρικά γραφεία επιχειρήσεων (headquarters). Σε ό,τι αφορά τους επιμέρους κλάδους της οικονομίας, στην κορυφή της κατάταξης βρίσκονται τρεις κλάδοι – η αγροδιατροφή (20%) και οι κλάδοι των μεταφορών και logistics (20%) και του λογισμικού και υπηρεσιών πληροφορικής (17%) – που συνδέονται με σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας: την ποιότητα των αγροτικών της προϊόντων, τη γεωγραφική της θέση στη νοτιοανατολική «πύλη» της Ευρώπης και τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού της.
Βιώσιμη ανάπτυξη και ψηφιακή τεχνολογία στο επίκεντρο του μετασχηματισμού των επιχειρήσεων
Στο πλαίσιο του γενικευμένου οικονομικού περιβάλλοντος, ο κ. Παπάζογλου σημειώνει ότι «όλες οι ευρωπαϊκές οικονομίες προσπαθούν να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους και πολλές από αυτές κάνουν σήμερα μεγάλα βήματα προόδου». Προσθέτει επίσης, ότι σε πολλούς τομείς, όπως η βιώσιμη ανάπτυξη και η ψηφιακή τεχνολογία, η Ελλάδα ξεκίνησε από ένα χαμηλό σημείο εκκίνησης και έχει να διανύσει πολύ δρόμο. «Συνεπώς, παρότι έχει αναμφισβήτητα γίνει πάρα πολλή και συστηματική δουλειά τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, η διατήρηση και περαιτέρω βελτίωση της ελκυστικότητας μιας χώρας ως επενδυτικού προορισμού, είναι μία αδιάκοπη προσπάθεια» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον ίδιο, σήμερα στην Ευρώπη, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, τρεις είναι οι κυρίαρχες τάσεις που διαμορφώνουν, σε μεγάλο βαθμό, τις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων: η στροφή προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, η διαρκώς εντεινόμενη έμφαση στην τεχνολογία και η αναζήτηση καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού. Οι επιχειρήσεις πιέζονται από την κοινωνία να βελτιώσουν το ανθρακικό τους αποτύπωμα, και, κατά συνέπεια, αναζητούν προορισμούς που εξασφαλίζουν θετικό ρυθμιστικό πλαίσιο και υψηλή συμμετοχή των ΑΠΕ στην παραγωγή ενέργειας. Η ψηφιακή τεχνολογία βρίσκεται στο επίκεντρο του μετασχηματισμού των επιχειρήσεων, άρα χρειάζονται ανεπτυγμένες ψηφιακές υποδομές, και υψηλό βαθμό υιοθέτησης της τεχνολογίας από τους καταναλωτές, τους πολίτες και τη δημόσια διοίκηση.
Την ίδια στιγμή, για να υποστηρίξεις, τόσο την πράσινη, όσο και την ψηφιακή μετάβαση, απαιτείται ανθρώπινο δυναμικό με τις κατάλληλες δεξιότητες. Συνεπώς, οι επιδόσεις της κάθε χώρας στους κρίσιμους αυτούς τομείς θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία τους στην προσέλκυση επενδύσεων και, κατ’ επέκταση, τον ρυθμό με τον οποίο θα αναπτυχθούν τις επόμενες δεκαετίες. «Θεωρώ εξαιρετικά ενθαρρυντικό, ότι η Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, έχει θέσει τα ζητήματα αυτά σε πρώτη προτεραιότητα» αναφέρει ο διευθύνων σύμβουλος της EY Ελλάδος.
Πώς κρίνονται όμως οι επιδόσεις της Ελλάδας στους τομείς αυτούς; Σύμφωνα με τον κ. Παπάζογλου, μεγάλο μέρος της φετινής έρευνας είναι αφιερωμένο, ακριβώς, στη διερεύνηση αυτού του ερωτήματος. «Θα έλεγα, συνοπτικά, ότι τα πάμε πολύ καλά σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο δυναμικό, κάνουμε μεγάλα βήματα ως προς την ψηφιοποίηση και θέλουμε ακόμη δουλειά στα θέματα βιώσιμης ανάπτυξης» επισημαίνει. Προσθέτει επίσης, ότι οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού, οι υποδομές τηλεπικοινωνιών και οι ψηφιακές υποδομές βρίσκονται σταθερά, τα τελευταία χρόνια, στις πρώτες θέσεις μεταξύ των κριτηρίων που καθιστούν την Ελλάδα ελκυστική. Στην έρευνα περιλαμβάνονται αρκετές ερωτήσεις όπου οι επιχειρήσεις αξιολογούν τις επιδόσεις της χώρας, ως προς μια σειρά από επιμέρους κριτήρια σχετικά με τους τρεις αυτούς τομείς. «Στις περισσότερες από αυτές, οι επενδυτές κρίνουν ότι τα καταφέρνουμε εξίσου καλά, ή και καλύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Υπάρχουν, όμως, και σημαντικές μειοψηφίες επενδυτών που κρίνουν ότι υστερούμε σε σχέση με την Ευρώπη. Αυτά είναι τα ευρήματα στα οποία πρέπει να δώσουμε την προσοχή μας, γιατί εκεί κρίνεται η μάχη σήμερα. Και γι’ αυτό επαναλαμβάνω, ότι πρέπει διαρκώς να συγκρινόμαστε με τους ανταγωνιστές μας και όχι με τις περσινές, ή τις παλαιότερες δικές μας επιδόσεις. Και σε κάθε περίπτωση, η βελτίωση των δεικτών αποτελεί αναμφισβήτητα επιτυχία, αλλά δεν επιτρέπει εφησυχασμό» τονίζει ο κ. Παπάζογλου.
Ενισχύονται οι επενδύσεις σε μεταποίηση, logistics και μεταφορές
Αναφορικά με τις επιπτώσεις στις επενδυτικές αποφάσεις των διαταραχών στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες ο κ. Παπάζογλου επισημαίνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Είχαμε, πράγματι, δυο διαδοχικά κύματα διαταραχών στις αλυσίδες εφοδιασμού. Το πρώτο, μετά την πανδημία, και το δεύτερο ως συνέπεια των πιο πρόσφατων γεωπολιτικών συγκρούσεων. Η κατάσταση παραμένει ρευστή, με τις επιχειρήσεις να αντλούν διαφορετικά διδάγματα και να υιοθετούν διαφορετικές προσεγγίσεις. Κοινή συνισταμένη, πάντως, αποτελεί η πρόθεση μείωσης της εξάρτησής τους από χώρες και γεωγραφικές περιοχές που χαρακτηρίζονται ως πιο ασταθείς ή λιγότερο αξιόπιστες».
Για πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό μεταφράζεται σε μετακίνηση δραστηριοτήτων πλησιέστερα στην έδρα τους ή τις αγορές που εξυπηρετούν, που σημαίνει αυξημένες επενδύσεις, τόσο στη μεταποίηση, όσο και στα logistics και τις μεταφορές. Από την τάση αυτή του reshoring και nearshoring, δεν μπορεί παρά να βγει κερδισμένη η περιφέρεια της Ευρώπης, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας.
«Η μεγάλη ευκαιρία, εδώ, για τη χώρα μας είναι η δυνατότητα αναστροφής της τάσης αποβιομηχάνισης της χώρας που ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Το 2020, η προστιθέμενη αξία της βιομηχανίας στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, βρισκόταν στο 8,93%, το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Για τον λόγο αυτό, στις προτάσεις που καταθέσαμε, στο πλαίσιο της έρευνας, περιλαμβάνεται και ένα πλέγμα πολιτικών για την επαναβιομηχάνιση της χώρας. Παράλληλα, πρέπει να σημειώσουμε, ότι στις επενδύσεις στον τομέα των logistics και των μεταφορών, οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι ενθαρρυντικές» αναφέρει ο κ. Παπάζογλου.
«Τα τελευταία χρόνια, έχει γίνει κοινή συνείδηση, ότι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να επανέλθει η χώρα σε υψηλούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης» τονίζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπάζογλου και συμπληρώνει: «Θέλω να πιστεύω, με κάθε σεμνότητα, ότι οι ετήσιες έρευνες της ΕΥ έχουν και αυτές, με τον τρόπο τους, συμβάλει στην επίτευξη αυτής της ευρείας συναίνεσης. Το ζητούμενο σήμερα είναι να περιφρουρήσουμε αυτήν τη σημαντική κατάκτηση, και να συμφωνήσουμε, όχι μόνο στον προφανή στόχο, αλλά και στις πολιτικές που τον υπηρετούν αποτελεσματικά. Χρειαζόμαστε μια πραγματική συστράτευση των πολιτικών και παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, της κρατικής μηχανής, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας, για να εξασφαλίσουμε την ισχυρή ανάκαμψη και τη βιώσιμη ανάπτυξη της Ελλάδας».